Συννεφιασμένος ὁ οὐρανός, βαθιά συλλογισμένος· τά φύλλα θράκα πού ἔσβησε· θράκα βουβή τά φύλλα. Νύχτα, ἐρημιά τοῦ Ὀκτώβρη. Χρονιά; Χρονιά χαμένη βαθιά στή μνήμη· ἐρημικά. Κάπου κοντά στή ζοφερή τή λίμνη τοῦ Ὦμπερ, μεσογῆς τῶν ὁμιχλῶν τοῦ Βάιρ. Κάπου ἐκεῖ πέρα στό ὑγρό λαγούμι τοῦ Ὦμπερ καί στοῦ Βάιρ τά στοιχειωμένα δάση.
Ἐκεῖ, πήγαινα κάποτε, μαζί μέ τήν ψυχή μου, σέ δρόμο πού τόν ἔζωναν τιτάνια κυπαρίσσια – κυπαρίσσια εἶχε ὁ δρόμος κι ἡ Ψυχή ἦταν μαζί μου· ἡ ψυχή μου. Κι ἦταν οἱ μέρες πού ἔνιωθα ἡφαίστειο τήν καρδιά μου: ποτάμια μέταλλο πυρρό, λάβα πού ὀργώνει ἀκάματη μέ ὀργισμένο θειάφι τοῦ Γιάνεκ τίς πλαγιές, στήν ἄκρα γῆ τοῦ πόλου· κι ὅλο βρυχᾶται καί κυλάει ἀπό τοῦ Γιάνεκ τήν κορφή στίς ἁπλωσιές τοῦ βόρειου πόλου.
Πηγαίναμε, μιλούσαμε σιγά, συλλογιστά. Μά, οἱ σκέψεις: θράκα πού ἀργοκαίει· ὕπουλη θράκα οἱ σκέψεις, γιατί σάν νά μήν ξέραμε πώς ἤτανε Ὀκτώβρης καί νύχτα (Ὦ, νύχτα μοναχή ἀνάμεσα στίς νύχτες!). Γιατί σάν νά μήν νιώθαμε τή ζοφερή τή λίμνη τοῦ Ὦμπερ (κι ἄς βρεθήκαμε ἐκεῖ τόσες φορές). Γιατί σάν νά ξεχάσαμε τό ὑγρό λαγούμι τοῦ Ὦμπερ. Ναί· σάν νά λησμονήσαμε τά στοιχειωμένα δάση.
Μά ἡ νύχτα εἶχε γεράσει πιά κι οἱ ἀστρολάβοι ἔδειχναν αὐγή· οἱ ἀστρολάβοι ὅλοι ὑπονοοῦσαν χάραμα. Καί τότε, ἐκεῖ στήν ἄκρη τοῦ δρόμου πρόβαλε ὅλο φῶς μιά πάχνη, κι ἀπό μέσα της ὑψώθηκε ἡμισέληνος: τό θαυμαστό, τό δίκοπο στολίδι τῆς Ἀστάρτης. Καί εἶπα: «Εἶναι πιό στοργική ἀπό τήν Ἄρτεμη αὐτή. Στόν οὐρανό τῶν στεναγμῶν γυρίζει καί τή γῆ τῶν στεναγμῶν φωτίζει.
Εἶδε πώς δέν στεγνώνουνε στά μάγουλα ἐτοῦτα ἐδῶ τά δάκρυα πού τρέφουνε τό ζωντανό σκουλήκι, καί ἄφησε τόν Λέοντα καί ἦρθε νά μᾶς δείξει τό δρόμο γιά τή γαληνή Λήθη τῶν οὐρανῶν. Στό πεῖσμα ἦρθε τοῦ Λέοντα, τό βλέμμα της ἀπάνω μας νά λάμψει. Τήν ἄγρια ξέφυγε φωλιά τοῦ Λέοντα, τά ἐρωτικά τά μάτια της ἀπάνω μας ν’ ἀστράψει».
Μοῦ ἔδειξε, ὡστόσο, ἡ Ψυχή τό δάχτυλο καί εἶπε: «Λυπᾶμαι, μά δέν γίνεται νά τό ἐμπιστευτῶ αὐτό τό ἀστέρι τό ἀχνό. Τόσο ἀχνό! Δέν γίνεται! Βιάσου, λοιπόν! Γιατί ἀργεῖς; Τρέξε, λοιπόν! Τρέχω κι ἐγώ! Πέτα! Πετῶ!» Τρόμου κραυγή τά λόγια της κι ἄφησε τά φτερά της νά βυθιστοῦν. Καί βύθισαν καί σύρθηκαν στή σκόνη. Πνιγμοῦ λυγμός τά λόγια της κι ἄφησε τά φτερά της νά βυθιστοῦν. Καί σύρθηκαν – ἄθλια φτερά– στή σκόνη.
Ἀπάντησα: «Ἕνα ὄνειρο εἶναι τό φῶς αὐτό πού τρεμοπαίζει. Μόνο αὐτό! Στό κρύσταλλο τῆς λάμψης του ἄς πᾶμε νά λουστοῦμε! Ἐλπίδα, ἀπόψε, κι Ὀμορφιά λαμποκοποῦν σιβυλλικά οἱ ἀκτίνες του. Μά, κοίτα! Τρέμει καί πάει: μαρμαρυγή στόν οὐρανό τῆς νύχτας. Τί λάμψη! Πρέπει, ἀσφαλῶς, νά τήν ἐμπιστευτοῦμε! Τί θάμπος! Πρέπει, ἀσφαλῶς, τό δρόμο νά γνωρίζει, ἀφοῦ ὅπου πάει: μαρμαρυγή στόν οὐρανό τῆς νύχτας».
Κι ἡσύχασα ἔτσι τήν ψυχή. Τή φίλησα, τήν ἔβγαλα στό φῶς ἀπό τή θλίψη. Κατέκτησα ἔτσι τήν ψυχή. Κυρίευσα τούς δισταγμούς καί τή βαθιά της θλίψη. Καί φύγαμε ὅπου βλέπαμε καί φτάσαμε στή θύρα ἑνός τάφου. Καί κάτι ἔγραφε ἐκεῖ, πάνω στή θύρα, καί εἶπα: «Τί γράφει ἐκεῖ, γλυκιά ἀδελφή;» Κι ἐκείνη: «Οὐλαλούμ! Εἶναι τό μνῆμα τῆς χαμένης σου Οὐλαλούμ!»
Θράκα ἡ καρδιά μου πού ἔσβησε· θράκα βουβή ἡ καρδιά μου, ὅπως τά φύλλα γύρω μου, τά φύλλα: θράκα πού ἔσβησε· θράκα βουβή τά φύλλα. Καί φώναξα: «Ἦταν Ὀκτώβρης κι ἡ χρονιά: ἡ τελευταία πού πῆγα ἐκεῖ, ἡ τελευταία πού πῆγα ἐκεῖ μέ τό φρικτό μου βάρος, μιά νύχτα – νύχτα μοναχή ἀνάμεσα στίς νύχτες– σπρωγμένος… Ἄ! ποιός δαίμονας μ’ ἔφερε μέχρι ἐκεῖ; Ναί· τώρα ξέρω: ἦταν ἐκεῖ στή ζοφερή τή λίμνη τοῦ Ὦμπερ, ἦταν μεσογῆς τῶν ὁμιχλῶν τοῦ Βάιρ. Ναί· τώρα ξέρω: ἦταν ἐκεῖ στό ὑγρό λαγούμι τοῦ Ὦμπερ κι ἦταν στοῦ Βάιρ τά σκοτεινά, τά στοιχειωμένα δάση».
Edgar Allan Poe
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου