Με κάποια έκπληξη, ισορροπώ το μικρό γυναικείο κρανίο μου
μέσα στα χέρια μου.
Με τι μοιάζει; με οκαρίνα; Φυσάω στο μάτι του.
Δε μπορεί να κλάψει, κρατάει την ανάσα μου μόνο για όσο εκπνέω,
κάπως ανήσυχη τώρα, μέσα στην τρύπα που ήταν κάποτε η μύτη,
κολλώ το αυτί μου στο πλατύ χαμόγελό του. Ένας στεναγμός που εξατμίζεται.
Για κάποια ώρα, κάθομαι στο καπάκι της τουαλέτας με το κεφάλι μου
μέσα στα χέρια μου, σοκαρισμένη. Το αισθάνομαι πολύ πιο ελαφρύ απ’ όσο
νόμιζα –
το βάρος μιας τράπουλας, μιας μικρής ποιητικής συλλογής,
αλλά και με κάτι άλλο, σα να μπορούσε να αιωρηθεί.
Αποκρουστικό.
Άρα γιατί φιλάω το φρύδι του, με τα ζεστά μου χείλη στο
αδύναμο οστό του
και το πηγαίνω στον καθρέφτη να ζητήσει ένα μουκάλι μύρα;
Το ξεπλένω κάτω απ’ τη βρύση, χαζεύω τη σκόνη να κυλά μακριά, όπως η άμμος
από ένα σκουφάκι κολύμβησης, μετά το στεγνώνω – νεογνό – απαλά
με μια πετσέτα. Βλέπω την ουλή στο σημείο που έπεσα μόνο και μόνο για έρωτα
από προδοτικά σκαλιά, και είναι σα να διαβάζω εκείνη την μέρα συντριβής
σε γραφή Braille.
Έρως, ψιθυρίζω στο κρανίο μου, και μετά, δυνατότερα, άλλες
μεγαλόπρεπες λέξεις,
φωνάζω τα κούφια ουσιαστικά μέσα σ’ ένα δωμάτιο με άσπρα πλακάκια.
Κάτω θα νομίζουν ότι έχασα το μυαλό μου. Όχι.
Απλώς κλαίω
μέσα σ’ αυτές εδώ τις δύο τρύπες, ή χασκογελάω
με το γελοίο της υπόθεσης, από δω
μια φίλη μου. Βλέπεις; κρατώ το πρόσωπό της σε τρεμάμενα,
παθιασμένα χέρια.
Carol Ann Duffy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου