Χώνω τα ξυλιασμένα χέρια μου
βαθιά στις τσέπες του παλτού μου
φθαρμένο, ιδανικό.
Ω, Μούσα, πιστός σου εγώ υποτελής
κάτω απ’ τους ουρανούς γυρνώ
κι όνειρα, όνειρα ανεκπλήρωτα
κι αφάνταστα μες στην καρδιά μου κουβαλώ!
Μ’ ένα παντελόνι κουρέλι να κρέμεται στα πόδια
ονειρευτής εγώ, σκορπίζομαι σε τόπους,
σταυροδρόμια και σοκάκια,
πλαγιάζω απρόσκλητος κάτω απ’ των άστρων
το πέπλο.
Σ’ ένα χαντάκι, σε κάποιο σταυροδρόμι κάθομαι
κι αφουγκράζομαι, του φθινοπωριάτικου σούρουπου
τ’ αμυδρό φύσημα τ’ ανέμου, με τη δροσούλα
να ραντίζει το μέτωπο,
και τότε τραβώ αθόρυβα τα κορδόνια
των παπουτσιών μου, τα σφίγγω βαθιά
ως την καρδιά μου μέσα.
Arthur Rimbaud
βαθιά στις τσέπες του παλτού μου
φθαρμένο, ιδανικό.
Ω, Μούσα, πιστός σου εγώ υποτελής
κάτω απ’ τους ουρανούς γυρνώ
κι όνειρα, όνειρα ανεκπλήρωτα
κι αφάνταστα μες στην καρδιά μου κουβαλώ!
Μ’ ένα παντελόνι κουρέλι να κρέμεται στα πόδια
ονειρευτής εγώ, σκορπίζομαι σε τόπους,
σταυροδρόμια και σοκάκια,
πλαγιάζω απρόσκλητος κάτω απ’ των άστρων
το πέπλο.
Σ’ ένα χαντάκι, σε κάποιο σταυροδρόμι κάθομαι
κι αφουγκράζομαι, του φθινοπωριάτικου σούρουπου
τ’ αμυδρό φύσημα τ’ ανέμου, με τη δροσούλα
να ραντίζει το μέτωπο,
και τότε τραβώ αθόρυβα τα κορδόνια
των παπουτσιών μου, τα σφίγγω βαθιά
ως την καρδιά μου μέσα.
Arthur Rimbaud
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου