Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Δον Κιχώτης


Πώς μ' αγαπάς, Ουλάλια μου το ξέρω,
κι ας μη μου το ομολόγησες ποτέ σου,
μήτε καν με μάτια, τις βουβές
του έρωτα τις γλώσσες.

Γιατί ξέρω πως είδες τη λατρεία μου,
και πως μια αγάπη δεν καταφρονιέται
ποτέ, σαν είναι αληθινή και δείχνεται
         σαν δική μου.

Κι όμως τόσες φορές αλήθεια, Ολάλια μου,
μ' έκανες να πιστέψω που η καρδιά σου
πρέπει μπρούντζινη να 'ναι, κι από μάρμαρο
          τ' άσπρο σου στήθος.

Μα πάλι απ' τα θυμώματά σου μέσα,
και μέσα απ' τις σεμνές σου αποφυγές,
τόσες φορές ξεχώρισα μια λάμψη
           γλυκιάς ελπίδας.

Αν είναι της ψυχής ευγένεια ο έρωτας,
είναι τόση η δική σου, που οι ελπίδες μου
δε θα σκορπίσουν σαν καπνός στον άνεμο
            κι αφρός κυμάτου.

Και αν όσα η αγάπη ξέρει και σοφίζεται
μπορούνε μια καρδιά να μαλακώσουν:
τόσα έκανα για σένα, που η πίστη μου
            διπλή τη νιώθω.

Γιατί όσο κι αν δεν πρόσεξες, θα με είδες
πολλές φορές ντυμένο τη Δευτέρα
με ό,τι και Κυριακήν ακόμα θα 'τανε
          τιμή να βάλω.

Κι όπως τραβούν πάντα τον ίδιο δρόμο
η κομψή φορεσιά με αγάπη:
όμορφα στολισμένος μπρος στα μάτια σου
          δείχτηκα πάντα.

Αφήνω τους χορούς που 'χω για σένα
χορεμένους και μήτε τα τραγούδια
που σου 'χω πει τη νύχτα ή τα χαράματα
           θα σου θυμίσω.

Και μήτε θα σου πω για τα παινέματα
που σου 'χω κάνει για την ομορφιά σου
και που - κι ας είναι αλήθειες - τόσες έκανα
          να με μισήσουν.

Η Τερέζα μού φώναξε μια μέρα
που σε παινούσα: Μερικοί λατρεύουν
μια μαϊμού, και θαρρούνε κάποιον άγγελο
           πως αγαπούνε,

απ' τα πολλά στολίδια γελασμένοι,
τα ψεύτικα μαλλία, και τις φτιαγμένες
ομορφιές, που μπορούν και την αγάπη
           να ξεγελάσουν.

"Ψέματα λες" της είπα· - κι αυτή θύμωσε.
Και βγήκε ο ξάδερφός της και με πρόσβαλε,
και ξέρεις μεταξύ μας πια τι γίνηκε
          και τι έχω κάνει.

Δε σ' αγαπώ μ ' αγάπη που, στη φούρια της,
όλα τα λησμονεί, κι ούτε είν' ο πόθος μου
να σ' απολάψω μονάχα. γιατί πιο τίμιος
            είναι ο σκοπός μου.

Έχει η θρησκεία δεσμούς που 'ναι σαν φιόγκοι
μεταξωτοί. Για βάλε το λαιμό σου
κάτω απ' το ζυγό: να δεις και μένα
          πως θε να σκύψω!

Όπως αν δε θελήσεις: σου τ' ορκίζομαι
στον Άγιο που λατρεύω πιο πολύ
πως δε θ' αφήσω ετούτα τα βουνά
           παρά καλόγερος 


κεφάλαιο έντεκα, Μτφ. Κ. Καρθαίος,
Miguel de Cervantes

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου