Ας υποθέσουμε πως ήμουν κοιμισμένος.Βαθιά θα πρέπει να κοιμόμουν, πως αλλιώς να ερμηνεύσω, τώρα πια, καθώς κοιτάζω το πρόσωπό της στη θαμπή φωτογραφία (πότε την τράβηξα, ποιος ήλιος τη θαμπώνει;), πώς τώρα πια να ερμηνεύσω την ιδέα, μάλλον την αίσθηση που είχα, πως ανοίγει από το βάθος της ζωής μου μες στη νύχτα (μην ήταν χάδι της αυγής, δροσιά του κόσμου;)Πολύ απόμακρη κι αθόρυβη σαν φως μια πόρτα ένοιωσε ν’ ανοίγει μες στη νύχτα κι έναν αέρα, ένα ρεύμα απαλό σαν από σώμα μυρωμένο που κινείται πολύ κοντά και δε σ’ αγγίζει ένα ρίγoς γλυκό σαν αύρα της αυγής να με τυλίγει, σαν άκρο άωτο κι αθόρυβο σαν φως.
Γιατί ο κόσμος, όπως ήμουν κλειδωμένος σ’ ένα ανήσυχο σκοτάδι που γερνούσε,
ο κόσμος ήταν ένα σπίτι σκοτεινό χωρίς παράθυρα ή πόρτες ή φεγγίτη,
χωρίς ανοίγματα ντροπής ή προσδοκίας, κι όλες οι λέξεις του γύριζαν προς τα μέσα
μόνο μια γρίλια σαν ρυτίδα που σαρκάζει σε μια γωνιά, κάτι αόρατο σαν στόμα αντιβοούσε έναν άρρυθμο χρησμό, κι όλες οι λέξεις του γυρίζαν προς τα μέσα. Ήταν σαν θάλαμος μικρός και σκοτεινός, μια κιβωτός σφυγμών, μια κρύπτη αισθημάτων κι απ’ τη μισάνοιχτη που σάρκαζε ρυτίδα μηχανικά, πριν κοιμηθώ, έπαιρνα φως–μικρές κοφτές αναπνοές κι απομυζούσα παλιές εικόνες από σένα κι από μένα, απ’ τα ωχρά, τα τιμαλφή, τα ειπωμένα, μια μεταμόσχευση ανάσας.
Και μεμιάς, όπως ανοίγουμε μια πόρτα κι είναι κήπος, αυτός ο κόσμος, ο κλειστός, ο φοβισμένος, με μια υπέρογκη ανάσα διερράγη κι ήταν ο κόσμος ο απέραντος ξανά, ο μείζων κόσμος, ο υπαίθριος, και είχε όλο το θάρρος και την πίκρα των καρπών, με την ντροπή και τη φροντίδα των ανθρώπων, με τις πλατιές ενορχηστρώσεις του τυχαίου, τη συστολή, τη διαστολή των ουρανών και τη βαρύτητα της πρώτης απορίας. Γιατί αθόρυβη σαν φως όταν χαράζει, μια πόρτα ένιωσα ν’ ανοίγει μες τη νύχτα απ’ τον βαθύτερο του ύπνου μου φλοιό, και μια πνοή, έναν αέρα προσμονής, σαν από σώμα μυρωμένο, να με παίρνει πολύ μακριά, εκεί στην πρώτη εφηβεία.
Πως ήρθε στο κρεβάτι μου; Κοιμήθηκα τον ύπνο του Αδάμ, κι ο Ελεήμων από την ύπνωσή μου έπλασε γυναίκα; Εκστατικά την κοίταζα που άνοιγε τόσο αβρά το σκέπασμα, σαν να σηκώνει όλο το βάρος που μου έπνιγε το στήθος. Κι αυτή: "απ’ το όνειρο μου γλίστρησα" μου λέει "σ’ ένα λιβάδι με τριφύλλι δροσερό, που μου `δωσε το σώμα σαν παράδεισος και καταατάλαξα γυμνή στην αγκαλιά σου". Όταν τη φίλησα βαθιά στα πέταλά τnς, ένας λυγμός χαράς λύθηκε στην καρδιά μου είχε στο φύλο τnς το χρίσμα των αγρών, μια ευωδιά σαν από χόρτο θερισμένο, που `φερνε δάκρυα στα μάτια. Ξαναζούσα. Ρούθ, Ρούθ, απόρρητη κι αθέριστη ακόρα, κόρη του ύπνου και τnς άγρυπνής μου ώρας, συγχώρεσέ με που αδίκησα τον κόσμο.
Διονύσης Καψάλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου