Γούλας ο Κοράτος ο επιλεγόμενος Θορής
από τα Σάλωνα της Στερεάς
μέρα Λαμπρής εζωγραφήθη
από πλανόδιο ζωγράφο ομπρελά και κρεβατά
για λίγο ρύζι λάδι και σαπούνι.
Γούλας ο Κοράτος ο επιλεγόμενος Θορής εζωγραφήθη και επωλήθη απ’ τη γριά του σε υπαίθριο παλιατζή
για ένα βουρτσάκι νάυλον, για μια παλιά παλάντζα κι έναν καθρέφτη από το Κόνγκο.
Η θλίψη σου, ρε μάτια μου,
σαν την Καισαριανή τα βράδια του φθινοπώρου.
Πάψε πια να με καρφώνεις με ρεμπέτικα πίσω απ’ τις μάντρες της, στους δρόμους. Οι ναυτικοί ναυάγησαν, οι ναυτικοί στα πετρελαιοφόρα στη μοιρασιά μαλώνοντας χαθήκανε για πάντα.
Στερνή φορά που μου ’γραψες, θυμάσαι!
Πήρα το γράμμα σου σε μπαρ
«έχεις γράμμα», είπε ο θερμαστής
έβρεχε παρέες που βρίζαν και φωνάζαν
και κάποιο ράδιο που έκλαιγε στην άκρη.
«Ο μικρός έφυγε ένα βράδυ, έγραφες,
λες και πήγε στη γωνία για τσιγάρα ή καραμέλες».
Νύχτες μεγάλες με το φόβο του άπειρου διπλοσφαγμένες
νύχτες με υπόκωφους θορύβους τυραννικές και απέραντες
χίλιες στιγμές και αιωνιότητα, χίλιες στιγμές και θάνατος.
Κι ήτανε δύσκολη εποχή, κανένας δεν την άκουγε,
κάτι «παιδιά» μονάχα ρίχναν τα βράδια στις ταβέρνες
να προφθάσουν το κακό και τον εμφύλιο, λέει,
μα όσοι γνώριζαν από τέτοια
βλέπαν την ενοχή που ενέδρευε,
ώσπου κάποια βραδιά σε είδαμε ξανά
σε ένα βουβό παλάτι μόνη
«έι... τι κάνεις;» φωνάξαμε και, Θε μου,
το σώμα μας και το δικό σου σώμα
εκμαγείο γύψινο φθαρμένο απ’ τη βροχή και από τα χρονιά
σαν φρουραρχείο, γκρεμισμένο φρουραρχείο,
«θα ’ρθουν κάποια νυχτιά αυτοί που τους ξεχάσαμε,
σου είπαμε,
ανύπαρκτο το πρόσωπο τους
και το κρανίο τους γεμάτο σαύρες και γυμνό
θα κατέβουν βήμα το βήμα μόνοι
θ’ ανακαλύψουν μια χαρά για τη ζωή
πάνω απ9 τα σπίτια και τους τάφους
θ’ ανακαλύψουν μια χαρά για τη ζωή
μια πίκρα από αγάπη για μας και για τους πεθαμένους»,
κι ύστερα πάλι χάθηκες.
— Ανοίξτε το φως, ανοίξτε τα παράθυρα.
Αλήθεια, τι ντροπή
να πεθαίνουμε στα άσπρα μας σεντόνια
ενώ όλοι οι φίλοι μας σκοτώθηκαν στο πεζοδρόμιο.
Γιώργος Μαρκόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου