Ποιος απαντάει; ποιος όρθιος μπρος στην πόρτα
Θα χτυπήσει; Κι εμείς από μέσα να μην ακούμε
Να μη βλέπουμε απ’ το ανοιχτό παράθυρο
Ανοιχτά παράθυρα δεν υπάρχουν
Τον πιο πολύ καιρό είμαστε κλεισμένοι κάπου
Κι αν υπάρχει αγάπη και τόσα που ομορφαίνουνε τον κόσμο
Είναι γιατί μπορούν να μπουν σ’ ένα σπίτι από τις χαραμάδες του
Κι αν ‘ρθουν δροσιστικά παρήγορα πλάι στο κορμί μας
Η σιωπή μου είναι το ζεστό σου κέλυφος
Ας μπορούσε η φωνή μου να μην είναι το ανάπηρο απ’ τη μοίρα παιδί σου
Που σαν απομεσήμερο πυρό σε ρωτάει
Ας μπορούσε σ’ όλη μου τη ζωή να μη σε ρωτώ, θα ‘ταν
καλύτερα
Να σάλευμα μέσα μου εφτά κοπάδια έντομα
Μη βρίσκεις τα’ αυτιά μου και τις κόγχες μου
Θα ‘ταν καλύτερα η ψυχή μου γυμνή
Δεμένη σ’ ένα ξύλο να μαστιγώνεται από δήμιου ρωμαλέους
Παρά να ‘ναι η φωνή μου παραμορφωμένη
Που σ’ όλη τη ζωή της σε ρωτάει
Τι σε ρωτώ όλα τα’ απογεύματα; τι περιμένω ν’ απαντήσουν
Τα δέντρα της νύχτας που και το μεσημέρι είναι σκοτεινά
Φορτωμένα το βαρύ τους φεγγάρι; τις ρίζες όμως τις αγαπώ
Όταν ο ουρανός τις ξεριζώνει κι έχουν στο φως σχήματα ανθρώπων
Προσευχομένων ή δολοφονημένων ή ζώων που τα ‘κοψε το τραίνο
Τις αγαπώ τις ρίζες που ιδρώνουν μες στη γη
Ν’ ακολουθούνε τι σιγή τους.
Θα χτυπήσει; Κι εμείς από μέσα να μην ακούμε
Να μη βλέπουμε απ’ το ανοιχτό παράθυρο
Ανοιχτά παράθυρα δεν υπάρχουν
Τον πιο πολύ καιρό είμαστε κλεισμένοι κάπου
Κι αν υπάρχει αγάπη και τόσα που ομορφαίνουνε τον κόσμο
Είναι γιατί μπορούν να μπουν σ’ ένα σπίτι από τις χαραμάδες του
Κι αν ‘ρθουν δροσιστικά παρήγορα πλάι στο κορμί μας
Η σιωπή μου είναι το ζεστό σου κέλυφος
Ας μπορούσε η φωνή μου να μην είναι το ανάπηρο απ’ τη μοίρα παιδί σου
Που σαν απομεσήμερο πυρό σε ρωτάει
Ας μπορούσε σ’ όλη μου τη ζωή να μη σε ρωτώ, θα ‘ταν
καλύτερα
Να σάλευμα μέσα μου εφτά κοπάδια έντομα
Μη βρίσκεις τα’ αυτιά μου και τις κόγχες μου
Θα ‘ταν καλύτερα η ψυχή μου γυμνή
Δεμένη σ’ ένα ξύλο να μαστιγώνεται από δήμιου ρωμαλέους
Παρά να ‘ναι η φωνή μου παραμορφωμένη
Που σ’ όλη τη ζωή της σε ρωτάει
Τι σε ρωτώ όλα τα’ απογεύματα; τι περιμένω ν’ απαντήσουν
Τα δέντρα της νύχτας που και το μεσημέρι είναι σκοτεινά
Φορτωμένα το βαρύ τους φεγγάρι; τις ρίζες όμως τις αγαπώ
Όταν ο ουρανός τις ξεριζώνει κι έχουν στο φως σχήματα ανθρώπων
Προσευχομένων ή δολοφονημένων ή ζώων που τα ‘κοψε το τραίνο
Τις αγαπώ τις ρίζες που ιδρώνουν μες στη γη
Ν’ ακολουθούνε τι σιγή τους.
Δ.Π.Παπαδίτσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου