Στο ψάρεμα της φάλαινας , στο ψάρεμα της φάλαινας
Έλεγε ο πατέρας με μια θυμωμένη φωνή
Στο γιό του τον Προσπέρ , κάτω απ’ την
ντουλάπα τεντωμένο ,
Στο ψάρεμα της φάλαινας , στο ψάρεμα της φάλαινας ,
Δε θέλεις να πας ,
Και λοιπόν γιατί ;
Και λοιπόν γιατί να πάω να ψαρέψω ένα ζώο
Που δε μου έχει κάνει τίποτε , μπαμπά ,
Πήγαινε μπαμπά , πήγαινε εσύ να το ψαρέψεις ,
Αφού αυτό σου κάνει κέφι ,
Προτιμώ να μείνω στο σπίτι με τη φτωχή μου τη μανούλα
Και με τον ξάδερφό μου τον Γκαστόν
Έτσι με το φαλαινοθηρικό ο πατέρας βγήκε ολομόναχος
Στη θάλασσα τη μανιασμένη…
Να ο πατέρας μέσα στη θάλασσα
Να το παιδί μέσα στο σπίτι
Να και η φάλαινα μέσα στο θυμό
Και να κι ο ξάδερφος ο Γκαστόν που αναποδογυρίζει
τη σουπιέρα με το βραστό .
Η θάλασσα ήταν φριχτή
Η σούπα ήταν καλή
Και να πάνω στην καρέκλα ο Προσπέρ απεγνωσμένος :
Στο ψάρεμα της φάλαινας , δεν πήγα
Και γιατί λοιπόν να πάω ;
Ίσως και να την αρπάζαμε
Λοιπόν τότε θα μπορούσα να φάω .
Όμως να που ανοίγει η πόρτα και με νερά να στάζουν
Ο πατέρας εμφανίζεται λαχανιασμένος
Κρατώντας τη φάλαινα πάνω στη πλάτη του
Ρίχνει το ζώο πάνω στο τραπέζι μια φάλαινα όμορφη
με γαλάζια μάτια
Ένα ζώο που σπάνια το βλέπουμε
Και λέει με μια φωνή αξιολύπητη :
Στα γρήγορα να την κομματιάσετε
Πεινάω , διψάω , θέλω να φάω
Όμως να που ο Προσπέρ σηκώνεται .
Κοιτάζοντας τον πατέρα του μέσα στο άσπρο των ματιών
Μέσα στο άσπρο των γαλάζιων ματιών του πατέρα του
Γαλάζια όπως αυτά της φάλαινας με τα γαλάζια μάτια
Και γιατί λοιπόν να κομματιάσω ένα φτωχό ζώο που
τίποτε δε μου’ χει κάνει ;
Τόσο το χειρότερο δε θέλω το μερίδιο μου
Μετά πετάει το μαχαίρι στη γη
Όμως η φάλαινα το αρπάζει , και πηγαίνει με βιασύνη
πάνω στον πατέρα
Τον κόβει τον πατέρα σε μερίδες
Αχ , αχ λέει ο ξάδερφος Γκαστόν ,
Μου θύμισε το κυνήγι , το κυνήγι των πεταλούδων ,
Και να
Να ο Προσπέρ που ετοιμάζει τα αγγελτήρια
του θανάτου ,
Η μητέρα που πενθοφορεί για τον δυστυχισμένο της σύζυγο
Και η φάλαινα με δακρυσμένο μάτι αντικρύζοντας την
κατεστραμμένη οικογένεια .
Απότομα αρχίζει και φωνάζει :
Και λοιπόν γιατί σκότωσα αυτόν το φτωχό ηλίθιο
Τώρα οι άλλοι θα με καταδιώξουν με την εξωλέμβιο
Και μετά θα εξοντώσουν όλη τη μικρή μου οικογένεια .
Τότε , σκάζοντας ένα ανήσυχο γέλιο
Κατευθύνεται προς την πόρτα και λέει
Στη χήρα περνώντας δίπλα της :
Kυρία μου , αν έρθει κανείς και με ζητήσει
Να απαντήσετε με καλή καρδιά :
H φάλαινα έχει βγει
Παρακαλώ καθίστε .
Περιμένετε εκεί .
Σε δεκαπέντε χρόνια χωρίς αμφιβολία θα έχει επιστρέψει …
1946
Jacques Prevert
Έλεγε ο πατέρας με μια θυμωμένη φωνή
Στο γιό του τον Προσπέρ , κάτω απ’ την
ντουλάπα τεντωμένο ,
Στο ψάρεμα της φάλαινας , στο ψάρεμα της φάλαινας ,
Δε θέλεις να πας ,
Και λοιπόν γιατί ;
Και λοιπόν γιατί να πάω να ψαρέψω ένα ζώο
Που δε μου έχει κάνει τίποτε , μπαμπά ,
Πήγαινε μπαμπά , πήγαινε εσύ να το ψαρέψεις ,
Αφού αυτό σου κάνει κέφι ,
Προτιμώ να μείνω στο σπίτι με τη φτωχή μου τη μανούλα
Και με τον ξάδερφό μου τον Γκαστόν
Έτσι με το φαλαινοθηρικό ο πατέρας βγήκε ολομόναχος
Στη θάλασσα τη μανιασμένη…
Να ο πατέρας μέσα στη θάλασσα
Να το παιδί μέσα στο σπίτι
Να και η φάλαινα μέσα στο θυμό
Και να κι ο ξάδερφος ο Γκαστόν που αναποδογυρίζει
τη σουπιέρα με το βραστό .
Η θάλασσα ήταν φριχτή
Η σούπα ήταν καλή
Και να πάνω στην καρέκλα ο Προσπέρ απεγνωσμένος :
Στο ψάρεμα της φάλαινας , δεν πήγα
Και γιατί λοιπόν να πάω ;
Ίσως και να την αρπάζαμε
Λοιπόν τότε θα μπορούσα να φάω .
Όμως να που ανοίγει η πόρτα και με νερά να στάζουν
Ο πατέρας εμφανίζεται λαχανιασμένος
Κρατώντας τη φάλαινα πάνω στη πλάτη του
Ρίχνει το ζώο πάνω στο τραπέζι μια φάλαινα όμορφη
με γαλάζια μάτια
Ένα ζώο που σπάνια το βλέπουμε
Και λέει με μια φωνή αξιολύπητη :
Στα γρήγορα να την κομματιάσετε
Πεινάω , διψάω , θέλω να φάω
Όμως να που ο Προσπέρ σηκώνεται .
Κοιτάζοντας τον πατέρα του μέσα στο άσπρο των ματιών
Μέσα στο άσπρο των γαλάζιων ματιών του πατέρα του
Γαλάζια όπως αυτά της φάλαινας με τα γαλάζια μάτια
Και γιατί λοιπόν να κομματιάσω ένα φτωχό ζώο που
τίποτε δε μου’ χει κάνει ;
Τόσο το χειρότερο δε θέλω το μερίδιο μου
Μετά πετάει το μαχαίρι στη γη
Όμως η φάλαινα το αρπάζει , και πηγαίνει με βιασύνη
πάνω στον πατέρα
Τον κόβει τον πατέρα σε μερίδες
Αχ , αχ λέει ο ξάδερφος Γκαστόν ,
Μου θύμισε το κυνήγι , το κυνήγι των πεταλούδων ,
Και να
Να ο Προσπέρ που ετοιμάζει τα αγγελτήρια
του θανάτου ,
Η μητέρα που πενθοφορεί για τον δυστυχισμένο της σύζυγο
Και η φάλαινα με δακρυσμένο μάτι αντικρύζοντας την
κατεστραμμένη οικογένεια .
Απότομα αρχίζει και φωνάζει :
Και λοιπόν γιατί σκότωσα αυτόν το φτωχό ηλίθιο
Τώρα οι άλλοι θα με καταδιώξουν με την εξωλέμβιο
Και μετά θα εξοντώσουν όλη τη μικρή μου οικογένεια .
Τότε , σκάζοντας ένα ανήσυχο γέλιο
Κατευθύνεται προς την πόρτα και λέει
Στη χήρα περνώντας δίπλα της :
Kυρία μου , αν έρθει κανείς και με ζητήσει
Να απαντήσετε με καλή καρδιά :
H φάλαινα έχει βγει
Παρακαλώ καθίστε .
Περιμένετε εκεί .
Σε δεκαπέντε χρόνια χωρίς αμφιβολία θα έχει επιστρέψει …
1946
Jacques Prevert
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου