Όλα τα μάτια μιας γυναίκας στον ίδιο πίνακα
Τα χαρακτηριστικά της αγαπημένης που η μοίρα χτύπησε
κάτω απ’ τα ακίνητα λουλούδια μιας φτηνής ταπετσαρίας
Το άσπρο χορτάρι του φονικού σε δάσος από καρέκλες
Ένας ζητιάνος από χαρτόνι ξεκοιλιασμένος πάνω σ’ένα μαρμάρινο τραπέζι
Οι στάχτες ενός πούρου πάνω στην αποβάθρα κάποιου σταθμού
Το πορτραίτο ενός πορτραίτου
Το μυστήριο ενός παιδιού
Η αναντίρρητη λαμπρότητα ενός πάγκου μαγειρείου
Η άμεση ομορφιά ενός κουρελιού που παρασύρεται απ’ τον άνεμο
Ο τρελλός τρόμος της παγίδας στο βλέμμα του πουλιού
Το παράλογο χλιμίντρισμα ενός αλόγου ασυνάρτητου
Η ανυπόφορη μουσική των μουλαριών με τα κουδούνια
Ο ταύρος που σκοτώνεται στεφανωμένος με καπέλλα
Η πάντα διαφορετική γάμπα μιας κοκκινομάλλας που κοιμάται
και το πελώριο αυτί των πιο μικρών καημών της
Το αεικίνητο που εξαπατήθηκε απ’ το χέρι
Η χαρά της κάθε μέρας και η αβεβαιότητα του θανάτου
και το σίδερο του έρωτα στην πληγή ενός χαμόγελου
Το πιο μακρινό αστέρι του πιο ταπεινού σκύλου
και αλατισμένη σ’ένα τζάμι η γλυκειά γεύση του ψωμιού
Η γραμμή της τύχης που χάθηκε και ξαναβρέθηκε τσακισμένη
και ανορθωμένη στολισμένη με τα κουρέλια της αναγκαιότητας
Η εκκωφαντική εμφάνιση μιας σταφίδας απ’ τη Μάλαγα
σε μια πουτίγκα ρυζιού
Ένας άντρας σε μια τρώγλη πληκτική με κόκκινες ανταύγειες
η νοσταλγία
και η εκτυφλωτική λάμψη ενός πατώματος από κεριά
Ένα παράθυρο πάνω στη θάλασσα ανοιχτό σα στρείδι
το ξυλοπάπουτσο ενός αλόγου και το γυμνό πόδι μιας ομπρέλλας
Η απαράμιλλη χάρη μιας τρυγόνας ολομόναχης
μέσα σε σπίτι παγωμένο
Το νεκρό βάρος ενός εκκρεμούς και οι χαμένες του στιγμές
Ο υπνοβάτης ήλιος που απότομα μέσα στη νύχτα ξυπνάει την κοιμισμένηκαι ξάφνου έκπληκτη Ομορφιά ρίχνει στους ώμους της ένα πανωφόρι καμινάδας και την παρασύρει μες στο σκοτάδι καπνού καλυμμένου με το λευκό της Ισπανίας, ντυμένου με χαρτιά κολλαριστά
Και τόσα ακόμα
Μια κιθάρα από ξύλο πράσινο που νανουρίζει την παιδική ηλικία της τέχνης
Ένα εισιτήριο τραίνου με όλες του τις αποσκευές
Το χέρι που μετατοπίζει ένα πρόσωπο που σκίζει το πρόσωπο ενός τοπίου
Ο σκίουρος που ξεπετάχτηκε απότομα
απρόσμενα από μια θήκη μπουκαλιών
ή ένα μουσικό κουτί σαν πανοπλία πράσινων μακρόβιων και φαλλικών φυτών
και τον χαϊδεύει μια γυμνή νέα κοπέλλα
υπέροχη χαμογελαστή και άσεμνη
που κι αυτή ξεπετάχτηκε απότομα από μια σάπια θήκη
ενός νοσταλγικού ακαδημαϊκού φοίνικα απελπιστικά γέρου
κι ωραίου σαν κάτι αρχαίο
Και οι καμπάνες με ψαθάκι πρωινό να ραγίζουν από τις κραυγές
μιας απογευματινής εφημερίδας
Οι τρομερές δαγκάνες ενός κάβουρα που ξεπροβάλλουν κάτω απ’ το καλάθι
Το τελευταίο λουλούδι ενός δέντρου με τις δυο σταγόνες νερού ενός κατάδικου
Και η νύφη πανέμορφη μόνη και απαρνημένη
σ’ένα κρεββάτι βαθύ κόκκινο της ζήλειας
απ’ το χλωμό τον τρόμο των πρώτων της συζύγων
Κι έπειτα σε κήπο χειμωνιάτικο στη ράχη ενός θρόνου
μια γάτα τρομαγμένη με τα μουστάκια της ουράς της
στα ρουθούνια κάποιου βασιλιά
Και στο πέτρινο πρόσωπο μιας γριάς καθισμένης δίπλα σ’ ένα καλάθι από λυγαριά ο σβησμένος ασβέστης ενός βλέμματος
Και συσπασμένα πάνω στο φρέσκο μίνιο του κιγκλιδώματος ενός κάτασπρου φάρου μελανιασμένα από την παγωνιά τα δυο χέρια ενός περιπλανώμενου Αρλεκίνου που κοιτάει τη θάλασσα και τα μεγάλα της τα άλογα που αποκοιμιούνται μέσα στη δύση κι έπειτα πάλι ξυπνούν με ρουθούνια αφρισμένα μάτια που φωσφορίζουν ξετρελλαμένα από τη λάμψη του φάρου και τα ανυπόφορα περιστρεφόμενα φώτα του
Κι ένας καλοψημένος κορυδαλλός στο στόμα ενός ζητιάνου
Μια άρρωστη κοπέλλα τρελλή, σ’ένα δημόσιο κήπο, που, χαμογελώντας μ’ένα μηχανικό χαμόγελο σα σκίσιμο και λικνίζοντας στην αγκαλιά της ένα παιδί ληθαργικό χαράζει στο χώμα με το γυμνό βρώμικο πόδι της τη σιλουέτα του πατέρα, το χαμένο του πρόσωπο, ενώ παρουσιάζει στους περαστικούς το νεογέννητο της, φτιαγμένο από κουρέλια,
Κοιτάξτε λοιπόν τον ωραίο μου γιο,
Κοιτάξτε λοιπόν την ωραία μου κόρη,
το θαύμα των θαυμάτων μου, το νόθο μου παιδί, από τη μια είναι αγόρι ενώ απ’ την άλλη είναι κορίτσι,
κάθε πρωί το αγόρι κλαίει και κάθε βράδυ παρηγορώ το κορίτσι
και τα κουρδίζω όπως τα ρολόγια
Κι ακόμα ο φύλακας της λεωφόρου γοητευμένος από το λυκόφως
Η ζωή μιας αράχνης που κρέμεται από έναν ιστό
Η αϋπνία μιας κούκλας με σπασμένο μηχανισμό και τα μεγάλα της μάτια ορθάνοιχτα για πάντα
Ο θάνατος ενός λευκού αλόγου τα νιάτα ενός σπουργίτη
Η πόρτα ενός σχολείου στην οδό Πον ντε Λοντί
Και οι μεγάλοι Αυγουστίνοι παλουκωμένοι στα κάγκελα ενός σπιτιού σ’ένα μικρό δρομάκι που έχουν το όνομα του
Όλοι οι ψαράδες της Αντίμπ γύρω από ένα μόνο ψάρι
Η βία ενός αυγού και η θλίψη ενός στρατιώτη
Η έμμονη παρουσία ενός κλειδιού κρυμμένου κάτω από το χαλάκι κάποιας πόρτας
και η γραμμή του στόχου και η γραμμή του θανάτου
στο παχουλό και αυταρχικό χέρι ενός ομοιώματος ανθρώπου παχύσαρκου που παραληρώντας κρύβει με φροντίδα πίσω από τις σημαίες και τους εσταυρωμένους που θεαματικά στολίζουν το μεγάλο νεκρώσιμο μπαλκόνι του μουσείου του τρόμου και των πολεμικών τιμών
κρύβει το ζωντανό γελοίο άγαλμα των μικρών κοντών ποδιών του του ασύμμετρου θώρακα
αλλά παρά το ωραίο του χαμόγελο το μεγαλειώδες και μεγαλόψυχο δεν καταφέρνει να κρύψει τα ανίατα κι αξιολύπητα ίχνη του φόβου της ανίας του μίσους και της μαλακίας τα χαραγμένα στη μάσκα του από κρέας υπόξανθο χλωμό σαν τα άσεμνα συνθήματα της μεγαλομανίας που οι αξιοθρήνητοι βασανιστές της νέας τάξης χαράζουν στα ουρητήρια της νύχτας
Και πίσω του στη θήκη ενός μισάνοιχτου διπλωματικού σάκκου
το απλούστατο πτώμα ενός φτωχού χωρικού που χτυπήθηκε στο χωράφι του με ράβδους χρυσού από αναμάρτητους χρηματιστές
Και παραδίπλα σ’ένα τραπέζι μια ανοιχτή χειροβομβίδα και μέσα της
μια πόλη ολάκερη
Κι όλος ο πόνος αυτής της γκρεμισμένης και ματωμένης πόλης
σε χρώμα άσπρο
Κι ολόκληρη η πολιτοφυλακή να περιστρέφεται γύρω από το φορείο
όπου ακόμα ονειρεύεται ένας νεκρός τσιγγάνος
κι όλος ο θυμός ενός λαού ερωτευμένου
εργατικού ανέμελου και γοητευτικού
να ξεσπάει απότομα
σαν την κόκκινη κραυγή ενός κόκκορα που σφάχτηκε δημόσια
Και το ηλιακό φάσμα των χαμηλόμισθων που υψώνεται αιμόφυρτο πάνω απ’ τη ματωμένη είσοδο ενός εργατικού σπιτιού κρατώντας στ’ακροδάχτυλα, φτωχό φως της αθλιότητας, μια λάμπα ματωμένη απ’ τη Γκουέρνικα κι αποκαλύπτει καταμεσής της μέρας με το σκληρό αληθινό του φως τις ανυπόφορες ψεύτικες αποχρώσεις ενός ξεθωριασμένου κόσμου
χρησιμοποιημένου μέχρι το τέρμα και αδειανού ως το μεδούλι
Ενός κόσμου επί ποδός
Ενός κόσμου καταδικασμένου
και ήδη ξεχασμένου
Πνιγμένου απανθρακωμένου απ’ τις χίλιες φωτιές
του νερού ενός μικρού ποταμού λαϊκού
όπου το αίμα του λαού τρέχει ακούραστα ανεξάρτητα
στις αρτηρίες και τις φλέβες της γης και στις αρτηρίες και τις φλέβες των γνήσιων παιδιών της
και ζωγραφισμένο απλά σ’ένα άγραφο χαρτί
το πρόσωπο οποιουδήποτε παιδιού
Το πρόσωπο του Αντρέ Μπρετόν το πρόσωπο του Πολ Ελυάρ
το πρόσωπο του αμαξά που πρόβαλε στο δρόμο
Η λάμψη που ξεχύνεται καθώς κλείνει το μάτι του ο ανθοπώλης
Το διάσπαρτο χαμόγελο ενός γλύπτη που φτιάχνει κάστανα γλυπτά
και σκαλισμένο στο γύψο ένα γύψινο πρόβατο σγουρό
που βελάζει την αλήθεια στα χέρια ενός γύψινου βοσκού όρθιου δίπλα σ’ένα σίδερο ρούχων
Δίπλα σ’ένα άδειο κουτί πούρων
Δίπλα σ’ένα μολύβι ξεχασμένο
Δίπλα στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου
Δίπλα σ’ένα κορδόνι παπουτσιών
Δίπλα σε μια πολυθρόνα με κομμένα τα πόδια απ’ την κούραση των χρόνων
Δίπλα σ’ ένα πόμολο
Δίπλα σε μια νεκρή φύση όπου τα παιδικά όνειρα μιας νοικοκυράς
ψυχορραγούν στην κρύα πέτρα του νεροχύτη σαν ψάρια που ασφυκτιούν και σκάνε
στα αναμμένα κάρβουνα
Και το σπίτι να κουνιέται συθέμελα απ’ τις καημένες κραυγές του νεκρού ψαριού της νοικοκυράς που ξαφνικά με απελπισία ναυαγεί και ανασηκώνεται από τα βάθη του πατώματος για να αγκυροβολήσει αξιολύπητα στον κήπο του Βερ Γκαλάν στις όχθες του Σηκουάνα
Κι εκεί παραλυμένη σ’ένα παγκάκι
Λογαριάζει
Και δε βλέπει τον εαυτό της αθώο διεφθαρμένο απ’ τις αναμνήσεις
και θερισμένο σα στάχυ
Ένας χώρος της απομένει ένα υπνοδωμάτιο
Και καθώς παίζει κορώνα γράμματα
ελπίζοντας μάταια να κερδίσει λίγο χρόνο
Ξεσπάει μεγάλη καταιγίδα μέσα στον τρίφυλλο καθρέφτη
Μ’ όλες τις φλόγες της ζωής της χαράς της
Όλες τις λάμψεις της ζεστασιάς της
Όλες τις λάμψεις της καλής διάθεσης
Και δίνοντας τη χαριστική βολή στο σπίτι που είχε χάσει το δρόμο του
Βάζει φωτιά στις κουρτίνες του υπνοδωμάτιου
και κυλώντας σα σφαίρα φλογισμένη
τα σεντόνια στα πόδια του κρεββατιού
Ανακαλύπτει γελώντας μπροστά σ’ όλον τον κόσμο
το παζλ του έρωτα με όλα του τα κομματάκια
Όλα τα κομμάτια του τα διαλεγμένα τα διαλεγμένα απ’ τον Πικάσο
Ένας ερωτευμένος η αγαπημένη του και τα πόδια της στο λαιμό της και τα μάτια στους γλουτούς τα χέρια λίγο πολύ παντού
Τα πόδια σηκωμένα στον ουρανό και τα στήθη πάνω κάτω
Τα δυο κορμιά τιναγμένα ανταλλαγμένα χαϊδεμένα
Ο έρωτας αποκεφαλισμένος απελευθερωμένος και μαγεμένος
Το εγκαταλειμένο κεφάλι κυλάει στο χαλί
Οι ιδέες αφημένες, ξεχασμένες στην άκρη
δεν είναι πια εμπόδια απ’ τη χαρά την ηδονή
Οι ιδέες θυμωμένες απατημένες από το θυμωμένο έρωτα
Οι ιδέες χωμένες και έκπληκτες σαν άθλιοι ποντικοί θανάτου
που οσμίζονται ότι έρχεται το ανατρεπτικό ναυάγιο του Έρωτα
Οι ιδέες ξανά στη θέση τους μπροστά στην πόρτα του δωματίου
δίπλα στο ψωμί και τα παπούτσια
Οι ιδέες καρβουνιασμένες κλεμμένες εξατμισμένες άδειες από ιδέες
Οι ιδέες απολιθωμένες μπροστά στη θαυμαστή αδιαφορία
ενός κόσμου παθιασμένου
Ενός κόσμου που ξαναβρέθηκε
Ενός κόσμου που δε συζητιέται και δεν εξηγείται
Ενός κόσμου που δεν ξέρει τη ζωή αλλά είναι γεμάτος από τη χαρά της
Ενός κόσμου συγκρατημένου και μεθυσμένου
Ενός κόσμου θλιμμένου και χαρούμενου
Τρυφερού και σκληρού
Πραγματικού και υπερ-πραγματικού
Τρομακτικού και υπέροχου
Νυχτερινού και ημερήσιου
Συνηθισμένου και ασυνήθιστου
Ωραίου όπως όλα
(Μετάφραση από τα γαλλικά: Βάλια Σερέτη)
Jacques Prevert
Τα χαρακτηριστικά της αγαπημένης που η μοίρα χτύπησε
κάτω απ’ τα ακίνητα λουλούδια μιας φτηνής ταπετσαρίας
Το άσπρο χορτάρι του φονικού σε δάσος από καρέκλες
Ένας ζητιάνος από χαρτόνι ξεκοιλιασμένος πάνω σ’ένα μαρμάρινο τραπέζι
Οι στάχτες ενός πούρου πάνω στην αποβάθρα κάποιου σταθμού
Το πορτραίτο ενός πορτραίτου
Το μυστήριο ενός παιδιού
Η αναντίρρητη λαμπρότητα ενός πάγκου μαγειρείου
Η άμεση ομορφιά ενός κουρελιού που παρασύρεται απ’ τον άνεμο
Ο τρελλός τρόμος της παγίδας στο βλέμμα του πουλιού
Το παράλογο χλιμίντρισμα ενός αλόγου ασυνάρτητου
Η ανυπόφορη μουσική των μουλαριών με τα κουδούνια
Ο ταύρος που σκοτώνεται στεφανωμένος με καπέλλα
Η πάντα διαφορετική γάμπα μιας κοκκινομάλλας που κοιμάται
και το πελώριο αυτί των πιο μικρών καημών της
Το αεικίνητο που εξαπατήθηκε απ’ το χέρι
Η χαρά της κάθε μέρας και η αβεβαιότητα του θανάτου
και το σίδερο του έρωτα στην πληγή ενός χαμόγελου
Το πιο μακρινό αστέρι του πιο ταπεινού σκύλου
και αλατισμένη σ’ένα τζάμι η γλυκειά γεύση του ψωμιού
Η γραμμή της τύχης που χάθηκε και ξαναβρέθηκε τσακισμένη
και ανορθωμένη στολισμένη με τα κουρέλια της αναγκαιότητας
Η εκκωφαντική εμφάνιση μιας σταφίδας απ’ τη Μάλαγα
σε μια πουτίγκα ρυζιού
Ένας άντρας σε μια τρώγλη πληκτική με κόκκινες ανταύγειες
η νοσταλγία
και η εκτυφλωτική λάμψη ενός πατώματος από κεριά
Ένα παράθυρο πάνω στη θάλασσα ανοιχτό σα στρείδι
το ξυλοπάπουτσο ενός αλόγου και το γυμνό πόδι μιας ομπρέλλας
Η απαράμιλλη χάρη μιας τρυγόνας ολομόναχης
μέσα σε σπίτι παγωμένο
Το νεκρό βάρος ενός εκκρεμούς και οι χαμένες του στιγμές
Ο υπνοβάτης ήλιος που απότομα μέσα στη νύχτα ξυπνάει την κοιμισμένηκαι ξάφνου έκπληκτη Ομορφιά ρίχνει στους ώμους της ένα πανωφόρι καμινάδας και την παρασύρει μες στο σκοτάδι καπνού καλυμμένου με το λευκό της Ισπανίας, ντυμένου με χαρτιά κολλαριστά
Και τόσα ακόμα
Μια κιθάρα από ξύλο πράσινο που νανουρίζει την παιδική ηλικία της τέχνης
Ένα εισιτήριο τραίνου με όλες του τις αποσκευές
Το χέρι που μετατοπίζει ένα πρόσωπο που σκίζει το πρόσωπο ενός τοπίου
Ο σκίουρος που ξεπετάχτηκε απότομα
απρόσμενα από μια θήκη μπουκαλιών
ή ένα μουσικό κουτί σαν πανοπλία πράσινων μακρόβιων και φαλλικών φυτών
και τον χαϊδεύει μια γυμνή νέα κοπέλλα
υπέροχη χαμογελαστή και άσεμνη
που κι αυτή ξεπετάχτηκε απότομα από μια σάπια θήκη
ενός νοσταλγικού ακαδημαϊκού φοίνικα απελπιστικά γέρου
κι ωραίου σαν κάτι αρχαίο
Και οι καμπάνες με ψαθάκι πρωινό να ραγίζουν από τις κραυγές
μιας απογευματινής εφημερίδας
Οι τρομερές δαγκάνες ενός κάβουρα που ξεπροβάλλουν κάτω απ’ το καλάθι
Το τελευταίο λουλούδι ενός δέντρου με τις δυο σταγόνες νερού ενός κατάδικου
Και η νύφη πανέμορφη μόνη και απαρνημένη
σ’ένα κρεββάτι βαθύ κόκκινο της ζήλειας
απ’ το χλωμό τον τρόμο των πρώτων της συζύγων
Κι έπειτα σε κήπο χειμωνιάτικο στη ράχη ενός θρόνου
μια γάτα τρομαγμένη με τα μουστάκια της ουράς της
στα ρουθούνια κάποιου βασιλιά
Και στο πέτρινο πρόσωπο μιας γριάς καθισμένης δίπλα σ’ ένα καλάθι από λυγαριά ο σβησμένος ασβέστης ενός βλέμματος
Και συσπασμένα πάνω στο φρέσκο μίνιο του κιγκλιδώματος ενός κάτασπρου φάρου μελανιασμένα από την παγωνιά τα δυο χέρια ενός περιπλανώμενου Αρλεκίνου που κοιτάει τη θάλασσα και τα μεγάλα της τα άλογα που αποκοιμιούνται μέσα στη δύση κι έπειτα πάλι ξυπνούν με ρουθούνια αφρισμένα μάτια που φωσφορίζουν ξετρελλαμένα από τη λάμψη του φάρου και τα ανυπόφορα περιστρεφόμενα φώτα του
Κι ένας καλοψημένος κορυδαλλός στο στόμα ενός ζητιάνου
Μια άρρωστη κοπέλλα τρελλή, σ’ένα δημόσιο κήπο, που, χαμογελώντας μ’ένα μηχανικό χαμόγελο σα σκίσιμο και λικνίζοντας στην αγκαλιά της ένα παιδί ληθαργικό χαράζει στο χώμα με το γυμνό βρώμικο πόδι της τη σιλουέτα του πατέρα, το χαμένο του πρόσωπο, ενώ παρουσιάζει στους περαστικούς το νεογέννητο της, φτιαγμένο από κουρέλια,
Κοιτάξτε λοιπόν τον ωραίο μου γιο,
Κοιτάξτε λοιπόν την ωραία μου κόρη,
το θαύμα των θαυμάτων μου, το νόθο μου παιδί, από τη μια είναι αγόρι ενώ απ’ την άλλη είναι κορίτσι,
κάθε πρωί το αγόρι κλαίει και κάθε βράδυ παρηγορώ το κορίτσι
και τα κουρδίζω όπως τα ρολόγια
Κι ακόμα ο φύλακας της λεωφόρου γοητευμένος από το λυκόφως
Η ζωή μιας αράχνης που κρέμεται από έναν ιστό
Η αϋπνία μιας κούκλας με σπασμένο μηχανισμό και τα μεγάλα της μάτια ορθάνοιχτα για πάντα
Ο θάνατος ενός λευκού αλόγου τα νιάτα ενός σπουργίτη
Η πόρτα ενός σχολείου στην οδό Πον ντε Λοντί
Και οι μεγάλοι Αυγουστίνοι παλουκωμένοι στα κάγκελα ενός σπιτιού σ’ένα μικρό δρομάκι που έχουν το όνομα του
Όλοι οι ψαράδες της Αντίμπ γύρω από ένα μόνο ψάρι
Η βία ενός αυγού και η θλίψη ενός στρατιώτη
Η έμμονη παρουσία ενός κλειδιού κρυμμένου κάτω από το χαλάκι κάποιας πόρτας
και η γραμμή του στόχου και η γραμμή του θανάτου
στο παχουλό και αυταρχικό χέρι ενός ομοιώματος ανθρώπου παχύσαρκου που παραληρώντας κρύβει με φροντίδα πίσω από τις σημαίες και τους εσταυρωμένους που θεαματικά στολίζουν το μεγάλο νεκρώσιμο μπαλκόνι του μουσείου του τρόμου και των πολεμικών τιμών
κρύβει το ζωντανό γελοίο άγαλμα των μικρών κοντών ποδιών του του ασύμμετρου θώρακα
αλλά παρά το ωραίο του χαμόγελο το μεγαλειώδες και μεγαλόψυχο δεν καταφέρνει να κρύψει τα ανίατα κι αξιολύπητα ίχνη του φόβου της ανίας του μίσους και της μαλακίας τα χαραγμένα στη μάσκα του από κρέας υπόξανθο χλωμό σαν τα άσεμνα συνθήματα της μεγαλομανίας που οι αξιοθρήνητοι βασανιστές της νέας τάξης χαράζουν στα ουρητήρια της νύχτας
Και πίσω του στη θήκη ενός μισάνοιχτου διπλωματικού σάκκου
το απλούστατο πτώμα ενός φτωχού χωρικού που χτυπήθηκε στο χωράφι του με ράβδους χρυσού από αναμάρτητους χρηματιστές
Και παραδίπλα σ’ένα τραπέζι μια ανοιχτή χειροβομβίδα και μέσα της
μια πόλη ολάκερη
Κι όλος ο πόνος αυτής της γκρεμισμένης και ματωμένης πόλης
σε χρώμα άσπρο
Κι ολόκληρη η πολιτοφυλακή να περιστρέφεται γύρω από το φορείο
όπου ακόμα ονειρεύεται ένας νεκρός τσιγγάνος
κι όλος ο θυμός ενός λαού ερωτευμένου
εργατικού ανέμελου και γοητευτικού
να ξεσπάει απότομα
σαν την κόκκινη κραυγή ενός κόκκορα που σφάχτηκε δημόσια
Και το ηλιακό φάσμα των χαμηλόμισθων που υψώνεται αιμόφυρτο πάνω απ’ τη ματωμένη είσοδο ενός εργατικού σπιτιού κρατώντας στ’ακροδάχτυλα, φτωχό φως της αθλιότητας, μια λάμπα ματωμένη απ’ τη Γκουέρνικα κι αποκαλύπτει καταμεσής της μέρας με το σκληρό αληθινό του φως τις ανυπόφορες ψεύτικες αποχρώσεις ενός ξεθωριασμένου κόσμου
χρησιμοποιημένου μέχρι το τέρμα και αδειανού ως το μεδούλι
Ενός κόσμου επί ποδός
Ενός κόσμου καταδικασμένου
και ήδη ξεχασμένου
Πνιγμένου απανθρακωμένου απ’ τις χίλιες φωτιές
του νερού ενός μικρού ποταμού λαϊκού
όπου το αίμα του λαού τρέχει ακούραστα ανεξάρτητα
στις αρτηρίες και τις φλέβες της γης και στις αρτηρίες και τις φλέβες των γνήσιων παιδιών της
και ζωγραφισμένο απλά σ’ένα άγραφο χαρτί
το πρόσωπο οποιουδήποτε παιδιού
Το πρόσωπο του Αντρέ Μπρετόν το πρόσωπο του Πολ Ελυάρ
το πρόσωπο του αμαξά που πρόβαλε στο δρόμο
Η λάμψη που ξεχύνεται καθώς κλείνει το μάτι του ο ανθοπώλης
Το διάσπαρτο χαμόγελο ενός γλύπτη που φτιάχνει κάστανα γλυπτά
και σκαλισμένο στο γύψο ένα γύψινο πρόβατο σγουρό
που βελάζει την αλήθεια στα χέρια ενός γύψινου βοσκού όρθιου δίπλα σ’ένα σίδερο ρούχων
Δίπλα σ’ένα άδειο κουτί πούρων
Δίπλα σ’ένα μολύβι ξεχασμένο
Δίπλα στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου
Δίπλα σ’ένα κορδόνι παπουτσιών
Δίπλα σε μια πολυθρόνα με κομμένα τα πόδια απ’ την κούραση των χρόνων
Δίπλα σ’ ένα πόμολο
Δίπλα σε μια νεκρή φύση όπου τα παιδικά όνειρα μιας νοικοκυράς
ψυχορραγούν στην κρύα πέτρα του νεροχύτη σαν ψάρια που ασφυκτιούν και σκάνε
στα αναμμένα κάρβουνα
Και το σπίτι να κουνιέται συθέμελα απ’ τις καημένες κραυγές του νεκρού ψαριού της νοικοκυράς που ξαφνικά με απελπισία ναυαγεί και ανασηκώνεται από τα βάθη του πατώματος για να αγκυροβολήσει αξιολύπητα στον κήπο του Βερ Γκαλάν στις όχθες του Σηκουάνα
Κι εκεί παραλυμένη σ’ένα παγκάκι
Λογαριάζει
Και δε βλέπει τον εαυτό της αθώο διεφθαρμένο απ’ τις αναμνήσεις
και θερισμένο σα στάχυ
Ένας χώρος της απομένει ένα υπνοδωμάτιο
Και καθώς παίζει κορώνα γράμματα
ελπίζοντας μάταια να κερδίσει λίγο χρόνο
Ξεσπάει μεγάλη καταιγίδα μέσα στον τρίφυλλο καθρέφτη
Μ’ όλες τις φλόγες της ζωής της χαράς της
Όλες τις λάμψεις της ζεστασιάς της
Όλες τις λάμψεις της καλής διάθεσης
Και δίνοντας τη χαριστική βολή στο σπίτι που είχε χάσει το δρόμο του
Βάζει φωτιά στις κουρτίνες του υπνοδωμάτιου
και κυλώντας σα σφαίρα φλογισμένη
τα σεντόνια στα πόδια του κρεββατιού
Ανακαλύπτει γελώντας μπροστά σ’ όλον τον κόσμο
το παζλ του έρωτα με όλα του τα κομματάκια
Όλα τα κομμάτια του τα διαλεγμένα τα διαλεγμένα απ’ τον Πικάσο
Ένας ερωτευμένος η αγαπημένη του και τα πόδια της στο λαιμό της και τα μάτια στους γλουτούς τα χέρια λίγο πολύ παντού
Τα πόδια σηκωμένα στον ουρανό και τα στήθη πάνω κάτω
Τα δυο κορμιά τιναγμένα ανταλλαγμένα χαϊδεμένα
Ο έρωτας αποκεφαλισμένος απελευθερωμένος και μαγεμένος
Το εγκαταλειμένο κεφάλι κυλάει στο χαλί
Οι ιδέες αφημένες, ξεχασμένες στην άκρη
δεν είναι πια εμπόδια απ’ τη χαρά την ηδονή
Οι ιδέες θυμωμένες απατημένες από το θυμωμένο έρωτα
Οι ιδέες χωμένες και έκπληκτες σαν άθλιοι ποντικοί θανάτου
που οσμίζονται ότι έρχεται το ανατρεπτικό ναυάγιο του Έρωτα
Οι ιδέες ξανά στη θέση τους μπροστά στην πόρτα του δωματίου
δίπλα στο ψωμί και τα παπούτσια
Οι ιδέες καρβουνιασμένες κλεμμένες εξατμισμένες άδειες από ιδέες
Οι ιδέες απολιθωμένες μπροστά στη θαυμαστή αδιαφορία
ενός κόσμου παθιασμένου
Ενός κόσμου που ξαναβρέθηκε
Ενός κόσμου που δε συζητιέται και δεν εξηγείται
Ενός κόσμου που δεν ξέρει τη ζωή αλλά είναι γεμάτος από τη χαρά της
Ενός κόσμου συγκρατημένου και μεθυσμένου
Ενός κόσμου θλιμμένου και χαρούμενου
Τρυφερού και σκληρού
Πραγματικού και υπερ-πραγματικού
Τρομακτικού και υπέροχου
Νυχτερινού και ημερήσιου
Συνηθισμένου και ασυνήθιστου
Ωραίου όπως όλα
(Μετάφραση από τα γαλλικά: Βάλια Σερέτη)
Jacques Prevert
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου