Στο τέρμα της παιδικής ηλικίας, τα σπίτια χάνονται σιγά – σιγά
στη θέση τους αλάνες, το εργοστάσιο, περιβόλια
που τα συντηρούν υποταγμένοι σύζυγοι, σαν ερωμένες,
η σιωπηλή γραμμή του τρένου, το τροχόσπιτο του ερημίτη,
μέχρι που φτάνεις επιτέλους στην άκρη του δάσους.
Εκεί αντίκρισα πρώτη φορά το λύκο.
Στεκόταν σ’ ένα ξέφωτο, διάβαζε τα ποιήματά του φωναχτά
με τη μακρόσυρτη φωνή του σαν ουρλιαχτό, ένα χαρτόδετο βιβλίο στο τριχωτό του
χέρι,
στα γένια του κηλίδες κόκκινου κρασιού. Τι μεγάλα αφτιά!
Τι μεγάλα μάτια που είχε! Τι δόντια!
Σε ένα διάλειμμα, είμαι απόλυτα σίγουρη, με πρόσεξε,
μικρή, χαριτωμένη κι άβγαλτη, και με κέρασε ένα ποτό,
το πρώτο μου ποτό. Ίσως να με ρωτήσετε γιατί. Να γιατί. Ποίηση.
Ο λύκος, το ήξερα, θα με οδηγούσε βαθιά μέσα στο δάσος,
μακριά από το σπίτι μου, σ’ ένα περίπλοκο μέρος όλο αγκάθια
όπου φέγγουν εκεί μόνο τα μάτια της κουκουβάγιας. Σύρθηκα στο κατόπι του,
οι κάλτσες μου έγιναν κομμάτια, κόκκινα ξεφτίδια από το σακάκι μου
σκάλωσαν σε κλωνάρια και κλαδιά, ίχνη φόνου. Έχασα και τα δυο μου παπούτσια
αλλά έφτασα εκεί, στη φωλιά του λύκου, καλύτερα να προσέχω. Μάθημα πρώτο
εκείνη τη νύχτα,
η ανάσα του λύκου στο αφτί μου, ήταν το ποίημα της αγάπης.
Έμεινα κολλημένη στο παλλόμενο σώμα του μέχρι την αυγή, για ποιο
λόγο, λοιπόν, δεν μπορεί ένα νεαρό κορίτσι να ερωτευτεί παράφορα ένα λύκο;
Έπειτα γλίστρησα αθόρυβα μέσα από το βαρύ σύμπλεγμα των ποδιών του
και πήγα να βρω ένα ζωντανό πουλί- ένα άσπρο περιστέρι-
που πέταξε, κατευθείαν, από τα χέρια μου στο ανοιχτό στόμα του λύκου.
Μια δαγκωματιά, νεκρό. Τι υπέροχο, πρωινό στο κρεβάτι, είπε,
γλύφοντας τα δόντια του. Μόλις τον πήρε ο ύπνος, αμέσως, σύρθηκα με προσοχή στο πίσω μέρος της φωλιάς, όπου υπήρχε ένας ολόκληρος τοίχος σε χρώματα βυσσινί
και χρυσαφί, όλο φως από τη λάμψη των βιβλίων.
Λέξεις, υπήρχαν λέξεις αληθινά ζωντανές στη γλώσσα, στο μυαλό,
λέξεις με θέρμη, παλμό, πάθος, φτερά ; μουσική και αίμα.
Όμως τότε ήμουν μικρή- και μου πήρε δέκα χρόνια
στο δάσος για να πω ότι ένα μανιτάρι
κλείνει το στόμα ενός θαμμένου πτώματος, ότι τα πουλιά
αρθρώνουν τη σκέψη των δέντρων, ότι ένας λύκος που γερνά
τραγουδά ουρλιάζοντας το ίδιο παλιό τραγούδι στο φεγγάρι, χρόνο το χρόνο,
τη μια εποχή μετά την άλλη, με την ίδια ρίμα, για τον ίδιο λόγο. Ένα χτύπημα
με το τσεκούρι
σε μια ιτιά να δω πώς κλαίει. Ένα χτύπημα με το τσεκούρι σ’ ένα σολομό
να δω τι άλμα κάνει. Ένα χτύπημα με το τσεκούρι στο λύκο
καθώς κοιμόταν, μια τσεκουριά, από τους όρχεις μέχρι το λαιμό και είδα
να γυαλίζουν αγνά λευκά τα κόκαλα της γιαγιάς μου.
Γέμισα πέτρες τη γέρικη κοιλιά του. Τον έραψα.
Βγήκα έξω από το δάσος, με τα λουλούδια μου, τραγουδώντας, ολομόναχη.
Carol Ann Duffy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου