Άσπρα και μαύρα πλακάκια,
σ΄εναλλασσόμενη τάξη,
την επαφή των βημάτων μου δέχονται.
Στο διορισμένο μου δάπεδο τούτο
παίζω σαν ένα παιδί,
προσπαθώντας μονάχα
στις λευκές να πατώ επιφάνειες.
Δύσκολη άσκηση, ακροβασία περίτεχνη.
Κάποτε χάνω του σώματος
την ισορροπία.
Κάποτε χάνω του πνεύματος τον υπολογισμό.
Και μπερδεύεται τότε
των βημάτων μου η τάξη.
Και πλανημένο το πέλμα μου,
παραπατάει στα μαύρα πλακάκια.
Πρέπει πάλι ν' αρχίσω
απ' την αρχή το παιχνίδι.
Πρέπει ν' ασκήσω το πνεύμα μου
στην τέλεια ακροβασία.
Όμως αρχίζοντας πάλι και πάλι,
το αποσταμένο μου πνεύμα
περιδινείται σε ιλίγγου στροβίλισμα.
Και του δαπέδου ο ακίνητος δίσκος
περιστρέφεται μ' ένταση.
Και των χρωμάτων συγχέεται
η εναλλασσόμενη τάξη.
Των αισθήσεων σύγχυση.
Κι όπως ένα παιδί,
που του χαλούν το παιχνίδι,
κι όπως ένα παιδί,
που η υπομονή του εξαντλείται,
τρέχω με πείσμα,
τσαλαπατώντας
του δαπέδου την τάξη.
Με το πέλμα σκουπίζω
τις γραμμές που χωρίζουν
τα λευκά και τα μαύρα πλακάκια.
Και ξαπλώνομαι χάμου,
με βουρκωμένο το πνεύμα μου,
και ραντίζω με δάκρυα
τη συντριμμένη μου πίστη.
Πόσο με κούρασε η επίμονη άσκηση.
Όμως τώρα πια βλέπω
φανερά τι σημαίνει
του δαπέδου το γύρισμα.
Τώρα βλέπω το νόημα
της συνουσίας των χρωμάτων.
Από τη συλλογή Το δάπεδο και άλλα ποιήματα (1951)
Γιώργος Θ. Βαφόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου