Είναι απόκοσμο.
Τι σέρνουν από τα μακριά λουριά του ήχου
Που διαλύεται μες στη σιγαλιά του αέρα;
Επειτα το κλάμα ενός μωρού, μέσα στο δάσος των λιμασμένων σιωπών,
Φέρνει τους λύκους τρέχοντας.
Το κούρδισμα ενός βιολιού, μέσα στο δάσος λεπτοκαμωμένο σαν το αυτί μιας κουκουβάγιας,
Φέρνει τους λύκους τρέχοντας- φέρνει τις ατσάλινες παγίδες που κροταλίζουν στάζοντας σάλια,
Ατσάλι ντυμένο με γούνα για να μην ραγίσει από το κρύο,
Τα μάτια που δεν έμαθαν ποτέ πώς έγινε
Και πρέπει να ζήσουν έτσι.
Πώς πρέπει να ζήσουν
Η αθωότητα χώθηκε στα ορυκτά.
Ο αγέρας σαρώνει τον κυρτωμένο λύκο που τρέμει.
Ουρλιάζει, δεν ξέρεις αν είναι από αγωνία ή χαρά.
Η γη βρίσκεται κάτω απ' τη γλώσσα του,
Ενα νεκρό βάρος σκοταδιού, που προσπαθεί να δει μεσα απ' τα μάτια του.
Ο λύκος ζει για τη γη.
Ομως ο λύκος είναι μικρός, δεν καταλαβαίνει πολλά.
Τρέχει μπρος-πίσω, κυνηγώντας τη διαίσθησή του και κλαίγοντας γοερά.
Πρέπει να ταϊσει τη γούνα του.
Η νύχτα χιονίζει άστρα και η γη ραγίζει.
(από τη συλλογή "Wodwo", 1967)
Ted Hughes
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου