Τελευταία άρχισαν όλοι νὰ πεθαίνουν. Γνωστοὶ κι ἄγνωστοι, κολλητοὶ κι ἄσχετοι. Ριζοσπαστικὴ ἀλλαγὴ στὸ περιβάλλον. Τελευταῖα ἄλλαζε κι αὐτή. Ἀργὰ ἀλλὰ σταθερά. Τελευταῖα ἄρχισε νὰ μὴν ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό της. Σὰ νὰ μὴν ἦταν ἡ ἴδια πιά, σὰ νὰ ἔχανε τὸν ἔλεγχο τοῦ ποιά ἦταν. Τυχαῖα ἔμαθε γιὰ τὸν θάνατο τῆς Ἀναμαρία Μαντοῦρο. Εἶχε χρόνια νὰ τὴ δεῖ. Κι ὅταν τὴν ἔψαξε στὸ διαδύκτιο δὲν ἦταν κὰν γι’ αὐτὴν ἀλλὰ γιὰ ἕνα χαϊκοὺ ποὺ κάποτε ἡ Ἀναμαρία εἶχε γράψει καὶ θέλησε νὰ τὸ ξαναδιαβάσει.Ἔτσι γίνεται μὲ τὴν ποίηση. Τὰ ποιήματα μένουν. Οἱ ἄνθρωποι ἀναχωροῦν. Ἡ Ἀναμαρία δὲν ἦταν ἀκριβῶς ποιήτρια ἀλλὰ σίγουρα ἰδιαίτερος ἄνθρωπος. Ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἡ εὐαισθησία καὶ ἡ πολυμάθεια ἀντὶ νὰ τοὺς προβάλλει, τοὺς χαντακώνει. Ζοῦσε σὲ δέκα τετραγωνικά, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τριτοκοσμικὲς συνοικίες τοῦ Παρισιοῦ ποὺ δὲν κυκλοφορεῖς μόνος σου τὸ βράδυ. Ἡ καταγωγή της κάπου ἀπὸ τὴν Λατινικὴ Ἀμερικὴ καὶ εἶχε σπουδάσει διεύθυνση ὀρχήστρας σὲ ὀνομαστὴ σχολὴ στὴ Νέα Ὑόρκη ἀλλά, χρόνια ἄνεργη, ζοῦσε ἀπὸ τὰ ἐπιδόματα τοῦ γενναιόδωρου Γαλλικοῦ κράτους. Τὴν συνάντησε στὸν πρῶτο ὄροφο τοῦ Shakespeare & Co καὶ ἦταν ἡ Ἀναμαρία ποὺ τῆς σύστησε τὸν ἰδιόρρυθμο ἰδιοκτήτη τοῦ ἱστορικοῦ βιβλιοπωλείου.
«Νόμισα ὅτι εἶχε πεθάνει», τῆς εἶπε.
«Ὅπως βλέπεις, ζεῖ καὶ βασιλεύει», τῆς ἀπάντησε (στὸ μεταξὺ πάει βέβαια κι αὐτός).
Ἡ Ἀναμαρία τὴ ρώτησε γιὰ τὴν οὐλὴ ποὺ εἶχε στὸν ἀριστερὸ καρπό. Μὰ ποῦ τὴν πρόσεξε! Ἔχει τὸ σχῆμα ἑνὸς πουλιοῦ, ἴσως γερανοῦ, σχολίασε, κι ἤθελε νὰ μάθει τὴν ἱστορία της. Ἔνιωσε κάπως ἀμήχανα. Δὲν εἶχε κάποια ἱστορία πάθους νὰ τῆς διηγηθεῖ γύρω ἀπὸ τὴν οὐλή, ὅτι στὰ δεκατέσσερα ἄνοιξε τὶς φλέβες της γιατί ἔβρισκε τὴ ζωὴ ἀφόρητη, ἢ ὅτι ἔσπασε τζάμια ἀπὸ ἀβάσταχτο καημὸ γιὰ ἕνα πρόωρο χαμὸ σὰν τὸν μικρὸ τοῦ Σάλιντζερ στὸ «Φύλακα στὴ σίκαλη», ἢ γιὰ ἕνα ἀπελπισμένο ἔρωτα στὰ δεκαοχτώ. Ὄχι πὼς δὲν εἶχε τέτοιες ἐμπειρίες, κάθε ἄλλο, ἀλλὰ δὲν σχετίζονταν μὲ τὴν οὐλή.
«Πέρασα μέσα ἀπὸ μιὰ τζαμόπορτα ὅταν ἤμουν τριῶν χρονῶν», τῆς εἶπε.
Ἡ Ἀναμαρία τῆς διηγήθηκε τοὺς πρόσφατους ἔρωτές της, γιὰ τὴ βιβλιοθηκάριο τῆς δανειστικῆς της βιβλιοθήκης ποὺ τῆς φερόταν στοργικὰ καὶ γιὰ τὸν παθολόγο ποὺ ἔβλεπε ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ γιὰ τὶς ἀϋπνίες της. Καὶ οἱ δυὸ χωρὶς ἀνταπόκριση. Βολτάρανε μαζὶ γιὰ ἕνα φεγγάρι στὴν Ἀριστερὴ Ὄχθη φιλολογώντας γιὰ τὶς γυναῖκες τῆς Ἀριστερῆς Ὄχθης. Ἡ Ἀναμαρία εἶχε διαβάσει ὅλους τους ἐκπατρισμένους συγγραφεῖς τοῦ μεσοπολέμου, ἰδιαίτερα τὶς γυναῖκες (δὲν ἦταν τυχαῖο ὅτι τὸ Shakespeare & Co ἔγινε τὸ λημέρι της) καὶ οἱ ἐκλεκτικὲς συγγένειες ποὺ ἀνακάλυψε σὲ αὐτὰ τὰ κείμενα τοὺς ἔδιναν σάρκα καὶ ὀστά. Σὰν νὰ περπατοῦσαν χέρι-χέρι μὲ τὴν Γερτρούδη Στάιν καὶ τὴν Μίνα Λόυ.
Μετὰ ἔχασε τὰ ἴχνη της. Καὶ κανένα ἴχνος ἀπὸ τὸ χαϊκοὺ ποὺ ἔψαχνε. Σὲ ἕνα μπλὸγκ ποίησης βρῆκε ὅμως ἕνα ἄλλο ποίημά της ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμα διαβάσει. Εἶχε τίτλο «Ἡ Γυναίκα τῆς ἀριστερῆς ὄχθης» καὶ μιλοῦσε γιὰ μιὰ γυναίκα ποὺ ἡ ποιήτρια εἶχε πολλὰ χρόνια νὰ δεῖ ἀλλὰ θὰ τὴν ἀναγνώριζε αὐτοστιγμεί, ἀπὸ τὴν οὐλὴ στὸν ἀριστερὸ καρπὸ ποὺ εἶχε σχῆμα γερανοῦ καὶ τὴν ἔκανε νὰ ὀνειρεύεται ἀστερισμούς. Τὸ ποίημα εἶχε διαβαστεῖ σὲ μιὰ ἀγγλόφωνη ὁμάδα ποίησης ὀργανωμένη ἀπὸ τοὺς μποέμικους κύκλους τοῦ Παρισιοῦ, ὅπου σύχναζε ἡ Ἀναμαρία, καὶ εἶχε ἀναρτηθεῖ γιὰ τὴ μνήμη της.Ἔτσι θυμήθηκε τὴν οὐλή. Χρόνια εἶχε νὰ τὴν κοιτάξει. Δὲν πέρασε μέρα πάνω της. Ἀναλλοίωτη. Ἔμεινε τριῶν χρονῶν. Στ’ ἀλήθεια ἔμοιαζε μὲ γερανό. Ἄγγιξε τὴν οὐλὴ σὰν φυλακτό.
Ἀρίστη Τριανταφυλλίδου Τρεντέλ
«Νόμισα ὅτι εἶχε πεθάνει», τῆς εἶπε.
«Ὅπως βλέπεις, ζεῖ καὶ βασιλεύει», τῆς ἀπάντησε (στὸ μεταξὺ πάει βέβαια κι αὐτός).
Ἡ Ἀναμαρία τὴ ρώτησε γιὰ τὴν οὐλὴ ποὺ εἶχε στὸν ἀριστερὸ καρπό. Μὰ ποῦ τὴν πρόσεξε! Ἔχει τὸ σχῆμα ἑνὸς πουλιοῦ, ἴσως γερανοῦ, σχολίασε, κι ἤθελε νὰ μάθει τὴν ἱστορία της. Ἔνιωσε κάπως ἀμήχανα. Δὲν εἶχε κάποια ἱστορία πάθους νὰ τῆς διηγηθεῖ γύρω ἀπὸ τὴν οὐλή, ὅτι στὰ δεκατέσσερα ἄνοιξε τὶς φλέβες της γιατί ἔβρισκε τὴ ζωὴ ἀφόρητη, ἢ ὅτι ἔσπασε τζάμια ἀπὸ ἀβάσταχτο καημὸ γιὰ ἕνα πρόωρο χαμὸ σὰν τὸν μικρὸ τοῦ Σάλιντζερ στὸ «Φύλακα στὴ σίκαλη», ἢ γιὰ ἕνα ἀπελπισμένο ἔρωτα στὰ δεκαοχτώ. Ὄχι πὼς δὲν εἶχε τέτοιες ἐμπειρίες, κάθε ἄλλο, ἀλλὰ δὲν σχετίζονταν μὲ τὴν οὐλή.
«Πέρασα μέσα ἀπὸ μιὰ τζαμόπορτα ὅταν ἤμουν τριῶν χρονῶν», τῆς εἶπε.
Ἡ Ἀναμαρία τῆς διηγήθηκε τοὺς πρόσφατους ἔρωτές της, γιὰ τὴ βιβλιοθηκάριο τῆς δανειστικῆς της βιβλιοθήκης ποὺ τῆς φερόταν στοργικὰ καὶ γιὰ τὸν παθολόγο ποὺ ἔβλεπε ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ γιὰ τὶς ἀϋπνίες της. Καὶ οἱ δυὸ χωρὶς ἀνταπόκριση. Βολτάρανε μαζὶ γιὰ ἕνα φεγγάρι στὴν Ἀριστερὴ Ὄχθη φιλολογώντας γιὰ τὶς γυναῖκες τῆς Ἀριστερῆς Ὄχθης. Ἡ Ἀναμαρία εἶχε διαβάσει ὅλους τους ἐκπατρισμένους συγγραφεῖς τοῦ μεσοπολέμου, ἰδιαίτερα τὶς γυναῖκες (δὲν ἦταν τυχαῖο ὅτι τὸ Shakespeare & Co ἔγινε τὸ λημέρι της) καὶ οἱ ἐκλεκτικὲς συγγένειες ποὺ ἀνακάλυψε σὲ αὐτὰ τὰ κείμενα τοὺς ἔδιναν σάρκα καὶ ὀστά. Σὰν νὰ περπατοῦσαν χέρι-χέρι μὲ τὴν Γερτρούδη Στάιν καὶ τὴν Μίνα Λόυ.
Μετὰ ἔχασε τὰ ἴχνη της. Καὶ κανένα ἴχνος ἀπὸ τὸ χαϊκοὺ ποὺ ἔψαχνε. Σὲ ἕνα μπλὸγκ ποίησης βρῆκε ὅμως ἕνα ἄλλο ποίημά της ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμα διαβάσει. Εἶχε τίτλο «Ἡ Γυναίκα τῆς ἀριστερῆς ὄχθης» καὶ μιλοῦσε γιὰ μιὰ γυναίκα ποὺ ἡ ποιήτρια εἶχε πολλὰ χρόνια νὰ δεῖ ἀλλὰ θὰ τὴν ἀναγνώριζε αὐτοστιγμεί, ἀπὸ τὴν οὐλὴ στὸν ἀριστερὸ καρπὸ ποὺ εἶχε σχῆμα γερανοῦ καὶ τὴν ἔκανε νὰ ὀνειρεύεται ἀστερισμούς. Τὸ ποίημα εἶχε διαβαστεῖ σὲ μιὰ ἀγγλόφωνη ὁμάδα ποίησης ὀργανωμένη ἀπὸ τοὺς μποέμικους κύκλους τοῦ Παρισιοῦ, ὅπου σύχναζε ἡ Ἀναμαρία, καὶ εἶχε ἀναρτηθεῖ γιὰ τὴ μνήμη της.Ἔτσι θυμήθηκε τὴν οὐλή. Χρόνια εἶχε νὰ τὴν κοιτάξει. Δὲν πέρασε μέρα πάνω της. Ἀναλλοίωτη. Ἔμεινε τριῶν χρονῶν. Στ’ ἀλήθεια ἔμοιαζε μὲ γερανό. Ἄγγιξε τὴν οὐλὴ σὰν φυλακτό.
Ἀρίστη Τριανταφυλλίδου Τρεντέλ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου