Μιαν κόρη ρόδα μάζωνε κι αθούς εκορφολόγα,
να πλέξει ζόγια με τ’ς αθούς, στεφάνι με τα ρόδα.
Κι ο Γιάννης εκατέβαινεν από λαγού κυνήγι,
Ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίνει.
Βγαν’απού το δαχτύλιν του όμορφο δαχτυλίδι,
Εις την ποδιάν τση το πετά κι εις τα βυζιά τση δίδει.
Κι η μάναν τση την τόπωσεν απού το παραθύρι,
-Μωρή, και δεν εντράπηκες να πάρεις δαχτυλίδι;
Αφησ’εσύ, σκύλα Μαριώ, κι α δε σε μηνυτέψω,
Απού ‘χεις δώδεκ’αδερφούς και δεκαοχτώ ξαδέρφους!
Ολημερίς τη μάλωνε κι αργα τη μηνυτεύγει
Και εις τσι δώδεκ’αδερφούς και δεκαοχτώ ξαδέρφους.
Δέρνουν την δώδεκ’αδερφοί κι οι δεκαοχτώ ξαδέρφοι,
Δέρνει τηνε κι η μάνα τση με την βαριάν τση ρόκα
Κι ο κύρης τ’ς ο πρωτόπαπας με το χοντρό ραβδίν του.
Ούλοι μπλιο την εδέρνανε με πέτρες και με ξύλα,
Τα αίματα σουρώνανε, τα ρούχα ματωθήκαν.
Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα η κόρη ψυχομάχειε
Κι η μάναν τση μπαινόβγαινε κι έσερνε τα μαλλιάν τση
Κι ο κύρης τ’ς ο πρωτόπαπας τα γόνατάν του δέρνει.
Κι η μάναν τση τήνε ρωτά τζαγκουρνομαδισμένη:
-Θέλεις τα μπα, θέλεις τα ξα, θέλεις τα βελουδένια,
θέλεις τα καταπράσινα, που τα ‘φερεν ο Γιάννης;
-Δεν θέλω μπα, δεν θέλω ξα, δεν θέλω βελουδένια,
δεν θέλω καταπράσινα κι ας τα’φερε κι ο Γιάννης
θέλω τα ματωμένα μου , να κατεβώ στον Άδη,
να βγει ακουσμός εις τα χωριά, διαλαλημός στη χώρα,
πως μ’αδικοθανάτισαν για’να ζευγάρι ρόδα.
Δημοτικό τραγούδι
να πλέξει ζόγια με τ’ς αθούς, στεφάνι με τα ρόδα.
Κι ο Γιάννης εκατέβαινεν από λαγού κυνήγι,
Ζευγάρι ρόδα τση ζητά και τέσσερα του δίνει.
Βγαν’απού το δαχτύλιν του όμορφο δαχτυλίδι,
Εις την ποδιάν τση το πετά κι εις τα βυζιά τση δίδει.
Κι η μάναν τση την τόπωσεν απού το παραθύρι,
-Μωρή, και δεν εντράπηκες να πάρεις δαχτυλίδι;
Αφησ’εσύ, σκύλα Μαριώ, κι α δε σε μηνυτέψω,
Απού ‘χεις δώδεκ’αδερφούς και δεκαοχτώ ξαδέρφους!
Ολημερίς τη μάλωνε κι αργα τη μηνυτεύγει
Και εις τσι δώδεκ’αδερφούς και δεκαοχτώ ξαδέρφους.
Δέρνουν την δώδεκ’αδερφοί κι οι δεκαοχτώ ξαδέρφοι,
Δέρνει τηνε κι η μάνα τση με την βαριάν τση ρόκα
Κι ο κύρης τ’ς ο πρωτόπαπας με το χοντρό ραβδίν του.
Ούλοι μπλιο την εδέρνανε με πέτρες και με ξύλα,
Τα αίματα σουρώνανε, τα ρούχα ματωθήκαν.
Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα η κόρη ψυχομάχειε
Κι η μάναν τση μπαινόβγαινε κι έσερνε τα μαλλιάν τση
Κι ο κύρης τ’ς ο πρωτόπαπας τα γόνατάν του δέρνει.
Κι η μάναν τση τήνε ρωτά τζαγκουρνομαδισμένη:
-Θέλεις τα μπα, θέλεις τα ξα, θέλεις τα βελουδένια,
θέλεις τα καταπράσινα, που τα ‘φερεν ο Γιάννης;
-Δεν θέλω μπα, δεν θέλω ξα, δεν θέλω βελουδένια,
δεν θέλω καταπράσινα κι ας τα’φερε κι ο Γιάννης
θέλω τα ματωμένα μου , να κατεβώ στον Άδη,
να βγει ακουσμός εις τα χωριά, διαλαλημός στη χώρα,
πως μ’αδικοθανάτισαν για’να ζευγάρι ρόδα.
Δημοτικό τραγούδι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου