Καὶ νὰ ποὺ φάνηκε ὁ Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος
στὸν Πόρο
τὰ δάχτυλά του κίτρινα καμένα ἀπ᾿ τὰ τσιγάρα
τσιγάρα νὰ καῖνε σὰν κεριὰ
γύρω γύρω στὰ τραπέζια
τσιγάρα πάνω στὶς καρέκλες
τσιγάρα παντοῦ
κι ἄγρια κόκκινα ποδήλατα νὰ περπατᾶνε.
Ὡραῖος σὰν ἀετὸς ὁ Ἐμπειρίκος
τὰ μάτια του νὰ καῖνε.
- Πῶς ἀπ᾿ τὸν Πόρο, Ἀντρέα;
ἐσὺ πάντα πήγαινες στὴν Ἄνδρο.
- Κι ἐσὺ Μίλτο, ἔπρεπε νὰ ἤσουνα
στὴν Ὕδρα, γιατί στὸν Πόρο;
Καὶ τότε ἔσκασε ἐκεῖνο τὸ ὡραῖο
τὸ φοβερὸ γέλιο του·
πετάχτηκαν τρομαγμένα τὰ σπουργίτια
ἕνα σύννεφο σπουργίτια
πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατό του.
(από τη συλλογή "Εκτοπλάσματα", 1986)
Μίλτος Σαχτούρης
Υπέροχος ο Σαχτούρης. 'Ίσως ο αγαπημένος μου ποιητής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή συνέχεια και συγχαρητήρια για την τόσο όμορφη δουλειά που κάνεις εδώ.
Η ποίησή του έχει πολύ αιχμηρό ύφος. Σ'ευχαριστώ, μα δε κάνω τίποτα σπουδαίο, απλώς συνδέω και μοιράζομαι. Είχες καιρό να εμφανιστείς πάντως, ευελπιστώ σε μια γενική σου επιστροφή.
Διαγραφή