Η βαριά αρκούδα που προχωράει μαζί μου,
Λεκιασμένη στο πρόσωπο από μέλι,
Πατάει άχαρα κι αδέξια εδώ και ΄κει,
Κι είναι παντού το κεντρικό μοτίβο,
Αυτή η πεινασμένη, ηττημένη, αγροίκα αρκούδα
Που ειν’ ερωτευμένη με ζαχαρωτά, με τον θυμό, τον ύπνο,
Ένα τρελό παιδί για όλες τις δουλειές που τα μπερδεύει όλα
Σκαρφαλώνει στο κτίριο, κλωτσάει στο ποδόσφαιρο,
Τον αδελφό του εγκλωβίζει στην φορτωμένη με το μίσος πόλη
Αναπνέοντας δίπλα μου, αυτό το ζώο το βαρύ,
Αυτή η βαριά αρκούδα που στο πλάι μου κοιμάται,
Ουρλιάζει στον ύπνο της για ένα κόσμο ζάχαρης,
Για μια γλυκύτητα εσωτερική όμοια μ’ αγκαλιά νερού,
Ουρλιάζει στον ύπνο της για το σφιχτό σκοινί
Που χαλαρώνει και τα σκοτάδια από κάτω χάσκουνε
– Πανικόβλητος ο υπερόπτης που κορδώνεται,
Ντυμένος το κουστούμι του με φουσκωμένο τον καβάλο,
Αγωνιά να σκέφτεται πως το τρεμουλιαστό του κρέας
Στο τέλος θα πρέπει να σκιρτήσει σ’ ένα τίποτα.
Αυτό το ζώο το αναπόφευκτο μαζί μου προχωρά,
Ήδη μ’ ακολουθεί από το έρεβος της μήτρας,
Κινείται όπου κινούμαι, διαστρεβλώνοντας τα νεύματά μου,
Μια γελοιογραφία, μια πρησμένη σκιά,
Του πνεύματος ένας βλακώδης κλόουν,
Μπερδεύει και προσβάλλει με την σκοτεινιά του,
Κρυφή ζωή κοιλιάς κι οστού,
Θολά, πολύ κοντά, μες στα προσωπικά μου, άγνωστο,
Παλεύει ν’ αγκαλιάσει την αγαπημένη μου
Που μαζί της θα περπάταγα χωρίς αυτό από δίπλα,
Χυδαία την αγγίζει, αν και μια μόνο λέξη
Θα γύμνωνε την καρδιά μου και θα με έκανε σαφή,
Σκουντουφλάει, σπαρταρά και αγωνίζεται να ταϊστεί
Με σέρνει μαζί του καθώς το στόμα του ανοιγοκλείνει,
Εν μέσω εκατοντάδων χιλιάδων όμοιων μ’ αυτό,
Η οχλαγωγία της πείνας παντού.
Delmore Schwartz
Delmore Schwartz
Delmore Schwartz
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου