«… qui ne pouvait pas
croire à la fin du voyage»
J. Supervielle
Το τέλος ενός ταξιδιού μοιάζει πάντοτε με προδοσία
Μοιάζει με τις φυλακισμένες αναμνήσεις
Πως ήμασταν κάποτε νέοι
Και πιάναμε το σφυγμό της γης
Και γέρναμε απρόσεχτα στα κάγκελα της νύχτας
Μια σύντομη εναλλαγή
Κάθε φορά και νέες γνωριμίες
Ξεχνιούνται γρήγορα σαν τις παλιές κινηματογραφικές ταινίες
Τα ξενοδοχεία σού γνέφουν ερεθιστικά
Και φωτίζονται τη νύχτα με υποσχέσεις
Ανηφορίζεις την ανησυχία σου
Και φτάνεις στα τελευταία περίπου σπίτια μιας επαρχιακής πολιτείας
Εκεί ανάβεις την προσδοκία σου
Και ταλαντεύεσαι ανάμεσα στις τρεις αδερφές
Τρεις αδερφές τριπλή χαρά συλλαβίζεις με θλίψη
Σου εξηγούν πως το χιόνι θα στρώσει
Μα οι ματιές αφήνουν αυλάκια πύρινα το κατόπι τους
Νιώθεις απύθμενα ρίγη καθώς το τζάκι γελάει
Σκέφτεσαι την αυγή θα ‘σαι φευγάτος
Κάθε άνθρωπος έστω και ο πιο άσημος θα προδοθεί κάποια μέρα
Πολύ πριν απ’ το σπασμό
Ύστερα από την προσφορά του κυκλάμινου
Κάποιος φίλος ψιθύριζε κλεφτά
Πως κάποτε ένα σούρουπο
Έκλαψε ασυλλόγιστα μες στο μουσείο
Μπροστά στον πίνακα ενός ανώνυμου του 14ου αιώνα
Δεν ξαφνιαστήκαμε
Θρηνήσαμε κι εμείς χειρότερα
Για ακατάληπτα σχήματα
Για μουσικές αγίνωτες
Για έρωτες που εκπληρώθηκαν και για έρωτες που δεν θα ξαναρθούν
Ένα ταξίδι τελείωσε
Τώρα
Στην κορφή του ήρεμου βουνού
Σταυρώθηκαν οι τριάντα μας πόθοι
Κι ολονυχτίς υφαίνουμε τον σάλαγο της φλύαρής μας μνήμης
Κλείτος Κύρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου