Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Η μοίρα της γυναίκας του καθηγητή


Μια φορά ένας καθηγητής έφαγε κάτι με το οποίο βρισκόταν σε έντονη αντιπαράθεση και άρχισε να ξερνάει.  

Πήγε κοντά του η γυναίκα του και του είπε:

«Τι έπαθες;»

Αλλά ο καθηγητής είπε:

«Τίποτα».

Και η γυναίκα του έφυγε.

Ο καθηγητής ξάπλωσε στο ντιβάνι, έμεινε λιγάκι ξαπλωμένος, ένιωσε να συνέρχεται και είπε να πάει στη δουλειά του. Εκεί τον περίμενε μια έκπληξη: ο μισθός του ήταν πετσοκομμένος.  Αντί για 650 ρούβλια, πήρε μόνο 500. Ο καθηγητής άρχισε να τρέχει από τον ένα υπεύθυνο στον άλλο, χωρίς αποτέλεσμα. Πήγε στον διευθυντή και ο διευθυντής είπε πως δεν γνώριζε τίποτα. Ύστερα πήγε στον λογιστή και ο λογιστής του είπε να πάει στον διευθυντή. Κι ο καθηγητής πήρε το τραίνο να πάει στη Μόσχα.

Στον δρόμο αρρώστησε βαριά από γρίπη. Το τραίνο έφτασε στη Μόσχα κι εκείνος δεν μπορούσε ούτε να συρθεί μέχρι την πλατφόρμα.

Τον έβαλαν σ’ ένα φορείο και τον πήγαν στο νοσοκομείο.

Εκεί έμεινε τέσσερις μέρες και μετά πέθανε.

Το σώμα του το αποτέφρωσαν, έβαλαν την στάχτη σ’ ένα δοχείο και το έστειλαν στη γυναίκα του.

Λοιπόν, η γυναίκα του καθηγητή έτυχε να κάθεται και να πίνει καφέ. Ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι.

«Τι είναι αυτό;»

«Ένα δέμα για σας».

Η γυναίκα του καθηγητή ευχαριστήθηκε πάρα πολύ. Όλα πάνω της χαμογελούσαν. Έβαλε στο χέρι του ταχυδρόμου ένα φιλοδώρημα και, σε λίγο, να που ξετύλιγε κιόλας το δέμα. Κοιτάζει και βλέπει ένα δοχείο σαν κι αυτά που βάζουν τις στάχτες των νεκρών. Κι ένα μήνυμα: «Ό,τι απέμεινε από το ταίρι σας».

Η γυναίκα του καθηγητή δεν κατάλαβε τίποτα. Κούνησε το δοχείο, το κράτησε μπροστά στο φως, διάβασε το μήνυμα έξι-επτά φορές... Τελικά κατάλαβε τι είχε συμβεί και αναστατώθηκε τρομερά.

Η γυναίκα του καθηγητή αναστατώθηκε τρομερά, έκλαψε τρεις ολόκληρες ώρες και ύστερα αποφάσισε να θάψει το δοχείο. Το τύλιξε σε μιαν εφημερίδα και πήγε στον Κήπο του Πρώτου Πενταετούς Πλάνου.

Διάλεξε ένα πολύ απόμερο μονοπάτι και άρχισε να σκάβει για να θάψει το δοχείο, όταν την πλησίασε ένας φύλακας.

«Ε!» της φώναξε. «Τι κάνεις εκεί;»

Εκείνη φοβήθηκε και είπε:

«Μερικά βατράχια ήθελα να πιάσω μ’ αυτό το δοχείο».

«Α, καλά!» είπε ο φύλακας. «Αυτό δεν πειράζει. Μόνο να προσέχεις να μην πατάς το χορτάρι».

Όταν έφυγε, η γυναίκα του καθηγητή έθαψε το δοχείο με την στάχτη, πάτησε καλά το χώμα σ’ εκείνο το σημείο και πήγε να κάνει μια βόλτα στον Κήπο.

Σε λίγο τη διπλάρωσε ένας ναυτικός.

«Έλα, πάμε να ρίξουμε έναν υπνάκο», της είπε.

«Και γιατί να κοιμηθούμε με το φως της μέρας;» αποκρίθηκε εκείνη.

Όμως ο ναυτικός δεν το έβαλε κάτω: «Πάμε να κοιμηθούμε...» και «Πάμε να κοιμηθούμε...»

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, σε λίγο η γυναίκα του καθηγητή νύσταξε πραγματικά.

Περπατούσε στον δρόμο και δεν έβλεπε μπροστά της από τη νύστα. Οι άνθρωποι έτρεχαν γύρω της σαν κόκκινα και πράσινα σημάδια. Και εκείνη απλά ένιωσε να βυθίζεται στον ύπνο.

Κι έτσι, κοιμήθηκε περπατώντας. Κι ονειρεύτηκε πως ερχόταν προς το μέρος της ο Λέων Τολστόι, κρατώντας στο χέρι ένα καθήκι.

«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε.

Κι εκείνος της έδειξε με το δάχτυλο το καθήκι και της είπε:

«Εδώ μέσα έχω κάνει κάτι της προκοπής και τώρα πάω να το δείξω στον κόσμο. Πρέπει να το δούνε όλοι».

Η γυναίκα του καθηγητή πήρε το βλέμμα της από το καθήκι και κοίταξε τον Τολστόι και είδε πως δεν ήταν πια ο Τολστόι,  αλλά μια καλύβα και μέσα στην καλύβα βρισκόταν μια κότα.

Η γυναίκα του καθηγητή προσπάθησε να πιάσει την κότα, αλλά εκείνη πήγε και χώθηκε κάτω από έναν καναπέ και την κοίταζε· μα τώρα ήταν λαγός.

Η γυναίκα του καθηγητή τρύπωσε κι αυτή κάτω από τον καναπέ, για να πιάσει τον λαγό, και ξύπνησε.

Ξύπνησε και κοίταξε γύρω της και είδε πως όντως βρισκόταν κάτω από έναν καναπέ.

Και βγήκε από τον καναπέ και είδε το δωμάτιο, όπου καθόταν στην αρχή. Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν μισοτελειωμένος ο καφές της. Και πάνω στο τραπέζι βρισκόταν το μήνυμα: «Ό,τι απέμεινε από το ταίρι σας».

Η γυναίκα του καθηγητή έχυσε κι άλλα δάκρυα και κάθισε ν’ αποτελειώσει τον καφέ της, που είχε κρυώσει πια.

Ξαφνικά, κουδούνι.

«Τι να είναι;»;

Κάμποσοι άνθρωποι μπαίνουν μέσα και λένε:

«Πάμε».

«Πού;» ρωτάει η γυναίκα του καθηγητή.

«Στο ψυχιατρείο», απαντούν εκείνοι.

Η γυναίκα του καθηγητή άρχισε να ξεφωνίζει και στύλωσε τα πόδια, όμως οι άνθρωποι που είχαν μπει στο σπίτι την άρπαξαν και την πήγαν στο ψυχιατρείο.

Από τότε, σ’ ένα κρεβάτι, σε κάποιο ψυχιατρείο, κάθεται μια σχετικά φυσιολογική γυναίκα καθηγητή και κρατά ένα καλάμι του ψαρέματος και ψαρεύει στο πάτωμα ένα αόρατο ψάρι ή κάτι τέτοιο.

Αυτή η γυναίκα καθηγητή είναι μόνον ένα αξιοθρήνητο παράδειγμα του πόσοι δύστυχοι σ’ αυτόν τον κόσμο δεν κατέχουν στη ζωή τη θέση που θα έπρεπε να κατέχουν.


Daniil Kharms

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου