Και αυτές οι γυναίκες και οι άντρες που ακάλεστοι
σαν έρωτες ήρθαν
που δεν προλάβαμε οτιδήποτε
γιατί βιαζόμασταν
και ησυχία εσωτερική δεν είχαμε.
Κι αυτά τα κόκκινα φανάρια
που περάσαμε πεζοί
αργά στους δρόμους της Εγνατίας
μεθυσμένοι
παρέα με κάποιο σκυλί
με το μάτι του τραυματισμένο
και τη ράχη του γεμάτη κολλημένες τσίχλες.
Το νυκτερινό λεωφορείο που πήραμε τόσες φορές
το ανοικτό παράθυρο να φυσάει ο αέρας
η τελευταία μπύρα
στη διαδρομή πριν το καληνύχτα.
Οι ταξιδιώτες που πάνε στο αεροδρόμιο
για να ταξιδέψουν
να βρουν τον αγαπημένο τους
ίσως άλλοι να βρουν δουλειά
ή άλλοι να βρουν τον εαυτό τους
και από το παράθυρο κοιτάνε
σα να ’ναι η τελευταία φορά.
Τα πάρκα, οι δρόμοι, οι γέφυρες στη Χαρίλαου
με θέα που κάθε Ανάσταση ή Πρωτοχρονιά
θα μας έβρισκε εκεί
με τα πυροτεχνήματα που ακόμα μου αρέσουν,
εκεί που ώρες καθίσαμε,
νυχτοπερπατήσαμε
και τα τσιγάρα
από πνευμόνι σε πνευμόνι γυρνούσαν.
Οι τοίχοι στους δρόμους
που άσπροι καθώς είναι
κάποιο επιδέξιο χέρι θα βρεθεί
να αφήσει την καύλα του με χρώμα και όνομα.
Οι ενοχές που δε μαρτυρήσαμε ούτε σε εμάς τους ίδιους.
Οι σιωπές που μαρτύρησαν μετά από μας.
Όλα τα σ’ αγαπώ τα στερημένα.
Για τα σπίτια των φίλων που μαζευόμαστε
χασομεράμε σε οθόνες
παίζουμε
βριζόμαστε
κι όλο φωτιές ανάβουμε
τη μια μετά την άλλη
και ακόμα μαλώνουμε με χάζι ποιος θα ’ναι ο πρώτος
και μια πρόταση με σωστή σύνταξη δεν μπορούμε να αρθρώσουμε.
Για τα όνειρα που βλέπαμε κι εξήγηση ζητούσαμε.
Γι’ αυτούς που αγαπάμε και όλο το ξεχνάμε.
Άγγελος Ευθυμιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου