[...]
Σ' αγαπώ. Το σχήμα δεν αναφέρεται στην ερωτική δήλωση, στην ομολογία, άλλα στην επαναλαμβανόμενη προφορά της ερωτικής κραυγής.
Σαν περάσει ή πρώτη ομολογία, "σ' αγαπώ" δε θα πει πια τίποτε. Είναι, απλώς, μια επανάληψη του παλαιού μηνύματος (που ίσως μάλιστα να μη διοχετεύτηκε μέσα από τις λέξεις αυτές), πού γίνεται μ' έναν τρόπο αινιγματικό γιατί φαντάζει τόσο κενός! Επαναλαμβάνω το μήνυμα ασχέτως καταλληλότητας των συνθηκών. Έτσι, το μήνυμα βγαίνει από την κοίτη της γλώσσας, εκτροχιάζεται, και τραβάει πού; Δε θα μπορούσα να αναλύσω την έκφραση αυτή και να μη γελάσω. Πώς! Έχουμε, λοιπόν, από τη μια μεριά το "εγώ", από την άλλη το "εσύ", και στη μέση ένα λογικό (εφόσον λεκτικό) δεσμό αγάπης; Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι μια τέτοια ανάλυση, πού συμφωνεί ωστόσο με τη γλωσσολογική θεωρία, θα παραμόρφωνε αυτό πού εκστομίζεται με μια και μόνη κίνηση; Το αγαπώ δεν είναι απαρέμφατο (κι αν σχηματίζει τούτο οφείλεται μόνο μεταγλωσσικό τέχνημα): υποκείμενο και αντικείμενο συναρμόζονται μέσα στη λέξη τη στιγμή που την προφέρουμε. Το σ' αγαπώ πρέπει να εννοηθεί (και εδώ: διαβαστεί) σαν να ήταν, π.χ., η ουγγαρέζικη έκφραση πού δηλώνει μονολεκτικά: szeretlek. Στην περίπτωση αυτή ή γαλλική γλώσσα, αποποιούμενη την ωραία της αρετή που λέγεται αναλυτικότητα, θα γινόταν μια γλώσσα συγκολλητική (γιατί περί συγκολλήσεως, ακριβώς, πρόκειται). Το συγκρότημα αυτό καταρρέει με την παραμικρή συντακτική αλλοίωση. Κείται, σαν να λέμε, εκτός συντακτικού και δεν προσφέρεται σε κανένα δομικό μετασχηματισμό. Δεν ισοδυναμεί διόλου με τα υποκατάστατα του, που ο συνδυασμός τους, ωστόσο, θα μπορούσε να παραγάγει το ίδιο νόημα. Είναι δυνατόν, μέρες ολόκληρες, να λέω σ' αγαπώ, χωρίς ποτέ ίσως να μπορώ να περάσω στο "τον αγαπώ": αρνούμαι να υποτάξω τον άλλον σε μια σύνταξη, σε μια κατηγορηματική διατύπωση, σε μια γλώσσα (μόνη προϋπόθεση του σ' αγαπώ είναι η απεύθυνσή του, ή επαύξησή του μ' ένα κύριο όνομα: Αριάδνη, σ' αγαπώ, λέει ο Διόνυσος).
Το σ' αγαπώ δεν έχει χρήσεις. Η λέξη αυτή, όπως και οι λέξεις που προφέρει το παιδί, δεν υπόκειται σε κανένα κοινωνικό καταναγκασμό. Μπορεί να είναι μια λέξη θεσπέσια, επίσημη, ανάλαφρη· μπορεί όμως να είναι και μια λέξη ερωτική, πορνογραφική. Από κοινωνική άποψη πρόκειται για μια λέξη-μπαλαντέρ.
Το σ' αγαπώ δεν έχει αποχρώσεις. Καταργεί τις εξηγήσεις, τις διευθετήσεις, τις βαθμίδες, τις λεπτολογίες. Κατά κάποιον τρόπο - άμετρο παράδοξο της γλώσσας -λέγοντας σ' αγαπώ είναι σαν να παραδέχομαι ότι δεν υπάρχει κανένα θέατρο της ομιλίας, και ότι η λέξη αυτή είναι πάντα αληθής (δεν έχει άλλο αναφερόμενο από την προφορά της: είναι ένας τελεστικός γλωσσότυπος).
Το σ' αγαπώ δεν έχει πέραν. Είναι ή λέξη της δυάδας (μητρικής, ερωτικής)· μέσα της, καμιά απόσταση, καμιά παραμόρφωση δεν έρχεται να χαράξει το σημείο- δεν είναι μεταφορά κανενός πράγματος.
Το σ' αγαπώ δεν είναι φράση: δε μεταβιβάζει ένα νόημα, αλλά αγκιστρώνεται σε μια οριακή κατάσταση: "αυτήν όπου το υποκείμενο αιωρείται σε μια σχέση αντικατοπτρισμού με τον άλλο". Είναι μια ολόφραση.
(Μόλο πού λέγεται δισεκατομμύρια φορές, το σ' αγαπώ κείται εκτός λεξικού· είναι ένα σχήμα λύγου πού ο ορισμός του δεν μπορεί να υπερβεί την απλή τιτλοφόρηση.)
Η λέξη (ή φράση-λέξη) έχει νόημα μόνο τη στιγμή που την ξεστομίζω. Δεν υπάρχει μέσα της άλλη πληροφορία πέρα απ' αυτά πού δηλώνει άμεσα: καμιά διαφύλαξη, καμιά αποθήκευση νοήματος. Τα πάντα περιέχονται στην εκστόμιση: πρόκειται για ένα "φραστικά τύπο", που όμως δεν αντιστοιχεί σε κανένα τυπικό οι συνθήκες υπό τις όποιες λέω σ' αγαπώ δεν μπορούν να ταξινομηθούν: το σ' αγαπώ είναι απερίσταλτο και απρόβλεπτο.
[...]
Σ'αγαπώ, "Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου"
Roland Barthes
Σ' αγαπώ. Το σχήμα δεν αναφέρεται στην ερωτική δήλωση, στην ομολογία, άλλα στην επαναλαμβανόμενη προφορά της ερωτικής κραυγής.
Σαν περάσει ή πρώτη ομολογία, "σ' αγαπώ" δε θα πει πια τίποτε. Είναι, απλώς, μια επανάληψη του παλαιού μηνύματος (που ίσως μάλιστα να μη διοχετεύτηκε μέσα από τις λέξεις αυτές), πού γίνεται μ' έναν τρόπο αινιγματικό γιατί φαντάζει τόσο κενός! Επαναλαμβάνω το μήνυμα ασχέτως καταλληλότητας των συνθηκών. Έτσι, το μήνυμα βγαίνει από την κοίτη της γλώσσας, εκτροχιάζεται, και τραβάει πού; Δε θα μπορούσα να αναλύσω την έκφραση αυτή και να μη γελάσω. Πώς! Έχουμε, λοιπόν, από τη μια μεριά το "εγώ", από την άλλη το "εσύ", και στη μέση ένα λογικό (εφόσον λεκτικό) δεσμό αγάπης; Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι μια τέτοια ανάλυση, πού συμφωνεί ωστόσο με τη γλωσσολογική θεωρία, θα παραμόρφωνε αυτό πού εκστομίζεται με μια και μόνη κίνηση; Το αγαπώ δεν είναι απαρέμφατο (κι αν σχηματίζει τούτο οφείλεται μόνο μεταγλωσσικό τέχνημα): υποκείμενο και αντικείμενο συναρμόζονται μέσα στη λέξη τη στιγμή που την προφέρουμε. Το σ' αγαπώ πρέπει να εννοηθεί (και εδώ: διαβαστεί) σαν να ήταν, π.χ., η ουγγαρέζικη έκφραση πού δηλώνει μονολεκτικά: szeretlek. Στην περίπτωση αυτή ή γαλλική γλώσσα, αποποιούμενη την ωραία της αρετή που λέγεται αναλυτικότητα, θα γινόταν μια γλώσσα συγκολλητική (γιατί περί συγκολλήσεως, ακριβώς, πρόκειται). Το συγκρότημα αυτό καταρρέει με την παραμικρή συντακτική αλλοίωση. Κείται, σαν να λέμε, εκτός συντακτικού και δεν προσφέρεται σε κανένα δομικό μετασχηματισμό. Δεν ισοδυναμεί διόλου με τα υποκατάστατα του, που ο συνδυασμός τους, ωστόσο, θα μπορούσε να παραγάγει το ίδιο νόημα. Είναι δυνατόν, μέρες ολόκληρες, να λέω σ' αγαπώ, χωρίς ποτέ ίσως να μπορώ να περάσω στο "τον αγαπώ": αρνούμαι να υποτάξω τον άλλον σε μια σύνταξη, σε μια κατηγορηματική διατύπωση, σε μια γλώσσα (μόνη προϋπόθεση του σ' αγαπώ είναι η απεύθυνσή του, ή επαύξησή του μ' ένα κύριο όνομα: Αριάδνη, σ' αγαπώ, λέει ο Διόνυσος).
Το σ' αγαπώ δεν έχει χρήσεις. Η λέξη αυτή, όπως και οι λέξεις που προφέρει το παιδί, δεν υπόκειται σε κανένα κοινωνικό καταναγκασμό. Μπορεί να είναι μια λέξη θεσπέσια, επίσημη, ανάλαφρη· μπορεί όμως να είναι και μια λέξη ερωτική, πορνογραφική. Από κοινωνική άποψη πρόκειται για μια λέξη-μπαλαντέρ.
Το σ' αγαπώ δεν έχει αποχρώσεις. Καταργεί τις εξηγήσεις, τις διευθετήσεις, τις βαθμίδες, τις λεπτολογίες. Κατά κάποιον τρόπο - άμετρο παράδοξο της γλώσσας -λέγοντας σ' αγαπώ είναι σαν να παραδέχομαι ότι δεν υπάρχει κανένα θέατρο της ομιλίας, και ότι η λέξη αυτή είναι πάντα αληθής (δεν έχει άλλο αναφερόμενο από την προφορά της: είναι ένας τελεστικός γλωσσότυπος).
Το σ' αγαπώ δεν έχει πέραν. Είναι ή λέξη της δυάδας (μητρικής, ερωτικής)· μέσα της, καμιά απόσταση, καμιά παραμόρφωση δεν έρχεται να χαράξει το σημείο- δεν είναι μεταφορά κανενός πράγματος.
Το σ' αγαπώ δεν είναι φράση: δε μεταβιβάζει ένα νόημα, αλλά αγκιστρώνεται σε μια οριακή κατάσταση: "αυτήν όπου το υποκείμενο αιωρείται σε μια σχέση αντικατοπτρισμού με τον άλλο". Είναι μια ολόφραση.
(Μόλο πού λέγεται δισεκατομμύρια φορές, το σ' αγαπώ κείται εκτός λεξικού· είναι ένα σχήμα λύγου πού ο ορισμός του δεν μπορεί να υπερβεί την απλή τιτλοφόρηση.)
Η λέξη (ή φράση-λέξη) έχει νόημα μόνο τη στιγμή που την ξεστομίζω. Δεν υπάρχει μέσα της άλλη πληροφορία πέρα απ' αυτά πού δηλώνει άμεσα: καμιά διαφύλαξη, καμιά αποθήκευση νοήματος. Τα πάντα περιέχονται στην εκστόμιση: πρόκειται για ένα "φραστικά τύπο", που όμως δεν αντιστοιχεί σε κανένα τυπικό οι συνθήκες υπό τις όποιες λέω σ' αγαπώ δεν μπορούν να ταξινομηθούν: το σ' αγαπώ είναι απερίσταλτο και απρόβλεπτο.
[...]
Σ'αγαπώ, "Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου"
Roland Barthes
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου