Εἶναι ἀξημέρωτη νύχτα ἡ ζωή.
Στὶς μεσονύχτιες στράτες περπατᾶνε
ἀποσταμένοι οἱ ἔρωτες
κι οἱ γρίλιες τῶν παράθυρων ἐστάξανε
τὸν πόνο ποὺ κρατᾶνε
Στὶς στέγες ἐκρεμάστη τὸ φεγγάρι
σκυμμένο πρὸς τὰ δάκρυά του
κι ἡ μυρωμένη λύπη τῶν τριαντάφυλλων
τὸ δρόμο της θὰ πάρει
Ὁλόρθο τὸ φανάρι μας σωπαίνει
χλωμὸ καὶ μυστηριώδικο
κι ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου εἶναι σὰ ν᾿ ἄνοιξε
καὶ λείψανο νὰ βγαίνει.
Σαρκάζει τὸ κρεβάτι τὴ χαρά τους
κι αὐτοὶ λὲν πὼς ἔτριξε·
δὲ λὲν πὼς τὸ κρεβάτι ὁραματίζεται
μελλοντικοὺς θανάτους.
Καὶ κλαῖνε οἱ ἀμανέδες στὶς ταβέρνες
τὴ νύχτα τὴν ἀστρόφεγγη
ποὺ θά ῾πρεπε ἡ ἀγάπη νὰν τὴν ἔπινε
καὶ παίζουν οἱ λατέρνες.
Χυμένες στὰ ποτήρια καρτεροῦνε
οἱ λησμονιὲς γλυκύτατες·
οἱ χίμαιρες τώρα θὰ εἰποῦν τὸ λόγο τους
καὶ οἱ ἄνθρωποι θ᾿ ἀκοῦνε
Καθημερνῶν χαμῶνε κοιμητήρι
τὸ πάρκον ἀνατρίχιασε
τὴν ὥρα ποὺ νεκρὸς κάποιος ἐκίνησε
νὰ πάει στὴ χλόη νὰ γείρει.
Κώστας Καρυωτάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου