Ἦταν σ’ ἕνα ἀπ’ τά ταξίδια μου…
Μεσοπέλαγα καί φεγγάρι…
Σταμάτησε ὁ θόρυβος τῆς νύχτας στό πλοῖο.
Ἕνας ἕνας, παρέα παρέα, οἱ ταξιδιῶτες ἀποσύρθηκαν,
ἀπ’ τήν ὀρχήστρα ἀπέμεινε μόνο τό ἀναλόγιο σέ μιά γωνιά ἕνας Θεός ξέρει. ..
Μόνος στό καπνιστήριο μές στή σιωπή ἔπαιζα σκάκι…
Ἀπό τήν ἀνοιχτή πόρτα ἡ ζωή ἀντηχοῦσε στό μηχανοστάσιο…
Μόνος… Κι ὁ καθένας ἦταν μιά ψυχή γυμνή μπροστά στό Σύμπαν…
(Ὦ γενέθλια πόλη μου στή μακρινή Πορτογαλία!
Γιατί δέν πέθανα παιδί ὅταν μονάχα ἐσένα γνώριζα;)
Ἄ, ὅταν βγαίνουμε τή θάλασσα
ὅταν ἀφήνουμε τή στεριά, ὅταν τή χάνουμε ἀπ’ τά μάτια μας,
ὅταν ὅλα γεμίζουν ἀπό ἀέρα ἀπολύτως θαλασσινό,
ὅταν ἡ ἀκτή γίνεται μιά σκοτεινή γραμμή,
στήν ὅλο καί πιό ἀκαθόριστη γραμμή τοῦ σούρουπου (αἰωροῦνται φῶτα) –
Ἄ τότε τί χαρά ἐλευθερίας γιά ὅποιον αἰσθάνεται τόν ἑαυτό του.
Παύει νά ἔχει λόγο γιά νά ὑπάρχει κοινωνικῶς.
Δέν ὑπάρχουν πιά λόγοι γιά ν’ ἀγαπᾶς, νά μισεῖς, νά πρέπει,
δέν ὑπάρχουν πιά νόμοι, δέν ὑπάρχουν λύπες μέ ἀνθρώπινη γεύση…
Ὑπάρχει μόνο ἡ Ἀφηρημένη Ἀναχώρηση, ἡ κίνηση τῶν νερῶν
ἡ κίνηση τῆς ἀπομάκρυνσης, ὁ ἦχος
τῶν κυμάτων πού χτυποῦν στήν πλώρη,
καί μιά μεγάλη ἀνήσυχη εἰρήνη πού διεισδύει γλυκά στό πνεῦμα.
Ἄ νά ‘χω ὅλη μου τή ζωή
ἀσταθῶς παγιωμένη σέ μιά στιγμή σάν κι αὐτές,
νά ‘χω ὅλη τήν αἴσθηση τῆς διάρκειάς μου πάνω στή γῆ
σάν μιά ἀπομάκρυνση ἀπό αὐτή τήν ἀκτή ὅπου ἄφησα τά πάντα –
Ἀγάπες, ἐκνευρισμούς, λύπες, συνενοχές, καθήκοντα,
τήν ἀνήρεμη ἀγωνία τῶν τύψεων,
τήν κούραση τοῦ ἀνώφελου τῶν πάντων,
τόν κόρο ὥς καί τῶν φανταστικῶν πραγμάτων,
τή ναυτία, τά φῶτα,
τά βλέφαρα πού πέφτουν βαριά πάνω στή χαμένη ζωή μου…
Θά πάω μακριά, μακριά! Μακριά, ὦ πλοῖο χωρίς αἰτία,
στήν προϊστορική ἀνευθυνότητα τῶν αἰώνιων ὑδάτων,
μακριά, πάντα μακριά, ὦ θάνατε.
Πότε [θά μάθω] ποῦ μακριά καί γιατί μακριά, ὦ ζωή…
Fernando Pessoa
Μεσοπέλαγα καί φεγγάρι…
Σταμάτησε ὁ θόρυβος τῆς νύχτας στό πλοῖο.
Ἕνας ἕνας, παρέα παρέα, οἱ ταξιδιῶτες ἀποσύρθηκαν,
ἀπ’ τήν ὀρχήστρα ἀπέμεινε μόνο τό ἀναλόγιο σέ μιά γωνιά ἕνας Θεός ξέρει. ..
Μόνος στό καπνιστήριο μές στή σιωπή ἔπαιζα σκάκι…
Ἀπό τήν ἀνοιχτή πόρτα ἡ ζωή ἀντηχοῦσε στό μηχανοστάσιο…
Μόνος… Κι ὁ καθένας ἦταν μιά ψυχή γυμνή μπροστά στό Σύμπαν…
(Ὦ γενέθλια πόλη μου στή μακρινή Πορτογαλία!
Γιατί δέν πέθανα παιδί ὅταν μονάχα ἐσένα γνώριζα;)
Ἄ, ὅταν βγαίνουμε τή θάλασσα
ὅταν ἀφήνουμε τή στεριά, ὅταν τή χάνουμε ἀπ’ τά μάτια μας,
ὅταν ὅλα γεμίζουν ἀπό ἀέρα ἀπολύτως θαλασσινό,
ὅταν ἡ ἀκτή γίνεται μιά σκοτεινή γραμμή,
στήν ὅλο καί πιό ἀκαθόριστη γραμμή τοῦ σούρουπου (αἰωροῦνται φῶτα) –
Ἄ τότε τί χαρά ἐλευθερίας γιά ὅποιον αἰσθάνεται τόν ἑαυτό του.
Παύει νά ἔχει λόγο γιά νά ὑπάρχει κοινωνικῶς.
Δέν ὑπάρχουν πιά λόγοι γιά ν’ ἀγαπᾶς, νά μισεῖς, νά πρέπει,
δέν ὑπάρχουν πιά νόμοι, δέν ὑπάρχουν λύπες μέ ἀνθρώπινη γεύση…
Ὑπάρχει μόνο ἡ Ἀφηρημένη Ἀναχώρηση, ἡ κίνηση τῶν νερῶν
ἡ κίνηση τῆς ἀπομάκρυνσης, ὁ ἦχος
τῶν κυμάτων πού χτυποῦν στήν πλώρη,
καί μιά μεγάλη ἀνήσυχη εἰρήνη πού διεισδύει γλυκά στό πνεῦμα.
Ἄ νά ‘χω ὅλη μου τή ζωή
ἀσταθῶς παγιωμένη σέ μιά στιγμή σάν κι αὐτές,
νά ‘χω ὅλη τήν αἴσθηση τῆς διάρκειάς μου πάνω στή γῆ
σάν μιά ἀπομάκρυνση ἀπό αὐτή τήν ἀκτή ὅπου ἄφησα τά πάντα –
Ἀγάπες, ἐκνευρισμούς, λύπες, συνενοχές, καθήκοντα,
τήν ἀνήρεμη ἀγωνία τῶν τύψεων,
τήν κούραση τοῦ ἀνώφελου τῶν πάντων,
τόν κόρο ὥς καί τῶν φανταστικῶν πραγμάτων,
τή ναυτία, τά φῶτα,
τά βλέφαρα πού πέφτουν βαριά πάνω στή χαμένη ζωή μου…
Θά πάω μακριά, μακριά! Μακριά, ὦ πλοῖο χωρίς αἰτία,
στήν προϊστορική ἀνευθυνότητα τῶν αἰώνιων ὑδάτων,
μακριά, πάντα μακριά, ὦ θάνατε.
Πότε [θά μάθω] ποῦ μακριά καί γιατί μακριά, ὦ ζωή…
Fernando Pessoa
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου