Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Έξω από αυτήν τη Μάσκα


(παίρνοντας θέση μπροστά σ' ένα πορτρέτο)
1
Έξω από αυτήν την κυρτωμένη, χοντροκομμένη Μάσκα,
(Όλες οι ευθειότερες, οι ομοιότερες Μάσκες απαρνημένες—αυτή προτιμημένη,)
Τούτη η κοινή αυλαία του προσώπου, περικλεισμένη σε μένα για εμένα, σε σένα για εσένα, σε κάθε έναν για καθέναν,
(Τραγωδίες, λύπες, γέλιο, δάκρυα— ω ουρανέ!
Τα παθιασμένα, συρρέοντα έργα που αυτή η αυλαία έκρυψε!)
Αυτό το λούστρο απ' του Θεού τον γαληνότερο, τον πιο καθάριο ουρανό,
Αυτή η μεμβράνη από του Σατανά τον κοχλαστό τον λάκκο,
O χάρτης της γεωγραφίας ετούτης της καρδιάς—αυτή η απέραντη μικρή χώρα—αυτή η άηχη θάλασσα•
Έξω από τις περιελίξεις αυτής της σφαίρας,
Αυτό το πιο δαιμόνιο ουράνιο σώμα από του ήλιου ή της σελήνης—από του Δία, της Αφροδίτης, του Άρη•
Αυτή η συμπύκνωση του Σύμπαντος—(μάλιστα, να εδώ το μόνο Σύμπαν,
Εδώ η ιδέα—όλη σ' αυτή τη μυστηριακή αδραξιά σφιγμένη•)
Αυτά τα σκαλισμένα μάτια, που αστράφτουν προς τα σένα, να περαστούν στους μέλλοντες καιρούς,
Να εκτοξευτούν και να στροβιλιστούν πέρα για πέρα στο γειρτό,περιστρεφόμενο διάστημα—από αυτά για να πηγάσει,
Προς Εσένα, όποιος και νά 'σαι—ένα Βλέμμα.
2
Ένας Ταξιδευτής σκέψεων και χρόνων—ειρήνης και πολέμων,
Νεότητας από καιρό εξοδεμένης, και μέσης ηλικίας που ξεπέφτει,
(Όπως ο πρώτος τόμος μιας ιστορίας που μελετήθηκε κι αφέθηκε στην άκρη, και αυτός εδώ ο δεύτερος,
Τραγούδια, αποκοτιές, καιροσκοπίες, που πάνε για να κλείσουν,)
Αργοπορώντας μια στιγμή, εδώ και τώρα, σ' Εσένα αγνάντια Εγώ γυρίζω,
Όπως στο δρόμο, ή σε μια πόρτα κουφωτή, τυχόν, ή παραθύρι ανοιχτό,
Στέκοντας, χαμηλώνοντας, γυμνώνοντας την κεφαλή μου, ειδικά Εσένα χαιρετώ,
Να σύρω και να σφίξω την Ψυχή σου, για μια φορά, αδιάρρηκτα με τη δική μου,
Κι έπειτα να ταξιδέψω, να ταξιδέψω εμπρός.
Ω Εαυτέ μου! Ω Ζωή!
Ω εαυτέ μου! ω ζωή!... των ερωτημάτων αυτών που επαναλαμβάνονται•
Των ατελείωτων τρένων των απίστων— πόλεων έμπλεων με τους ανόητους•
Του εαυτού μου αδιάκοπα που μέμφεται τον εαυτό μου, (καθώς ποιός περισσότερο ανόητος από εμένα, και ποιός περισσότερο άπιστος;)
Ματιών που μάταια ποθούν το φως— των επονείδιστων στόχων—του αγώνα που αέναα ξαναρχίζει,
Των φτωχών εκβάσεων των πάντων— των βραδυκίνητων και ρυπαρών όχλων που βλέπω γύρω μου•
Των αδειανών και άχρηστων χρόνων της αδράνειας— με τον αδρανή εμένα συνυφασμένων,
Το ερώτημα, ω εαυτέ μου! τόσο λυπητερό, επανέρχεται—Τί το καλό μέσα σε αυτά, ω εαυτέ μου, ω ζωή;
Απάντηση.
Ότι είσαι εδώ—ότι ζωή υπάρχει, και ταυτότητα•
Ότι το παντοδύναμο παιχνίδι συνεχίζεται, και συ μπορείς να συνεισφέρεις μια στροφή.


Η Τελευταία Επίκληση

Στα τελευταία, με τρόπο μαλακό,
Από τους τοίχους της σθεναρής οχυρωτής εστίας,
Από την πόρπη των πλεγμένων κλειδαριών, από τη φύλαξη των καλά κλεισμένων θυρών,
Άσε με να εκπνευστώ.
Άσε με να γλιστρήσω αθόρυβα προς τα μπροστά•
Με το κλειδί της απαλότητας ξεκλείδωσε τις κλειδαριές—με έναν ψίθυρο,
Θέσε ορθάνοιχτες τις πόρτες ω ψυχή.
Μαλακά—μην ανυπόμονη φανείς,
(Δυνατό είναι το κράτημά σου, ω σάρκα εφήμερη,
Δυνατό είναι το κράτημά σου, ω αγάπη).

Walt Whitman

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου