Από ατσάλι,
από τανυσμένες βέργες ατόφιου ατσαλιού
γίνηκε η νύχτα
για να μη τη σχίζουν
και τη ξεχώνουν
τα μύρια πράματα
πού τα μάτια μου αποκαμωμένα
έχουνε δει
τα απαίσια πράματα
πού ανυπόφορα
τα φωλιάζουν.
Το κορμί μου απόκαμε τις νόρμες,
τους πυρετούς, τα φώτα:
στα βαγόνια
ενός μεγάλου σιδηρόδρομου
μέσα σ’ ένα τσιμπούσι
ανθρώπων πού αλληλομισούνται
σ’ ένα νήμα τραχύ
των προαστίων
σε μια αγροικία θαλπωρή
νοτισμένων αγαλμάτων
στη νύχτα τη παραφουσκωμένη
πού αφθονούν το άλογο
και ο άνθρωπος.
Το σύμπαν τούτης της νύχτας
έχει την απλοχωριά της λησμονιάς
και το αλφάδι του πυρετού.
Του κάκου πόθησα
ν’ απαλλαγώ
απ’ το σώμα μου
και από την έξαψη καθρέφτη
πού το αγαλλιάζει
και το κοντοζυγώνει
και του σπιτιού πού
αυγαταίνει τους εξώστες του
και του κόσμου πού φτάνει
ίσαμε στα δρομάκια
ενός ρημαγμένου φτωχομαχαλά
ξεθυμασμένου αέρα
και λασπουριάς.
Μάταια περιμένω
τα ξεφτίδια και τα σύμβολα
πριν αρχίσει το όνειρο.
Ακολουθεί η παγκόσμια ιστορία:
οι σχοινοτενείς διαδρομές τού θανάτου
στις ξεχαρβαλωμένες οδοντοστοιχίες
η κυκλοφορία του αίματος μου
και των πλανητών.
(Μίσησα το γλυφό νερό
της γούβας,
αηδίασα το δείλι
το τραγούδι του παπαγάλου.)
Τα ατέλειωτα αποκαμωμένα μίλια
του νότιου προαστίου,
τα μίλια πάμπας
βρωμερής και πρόστυχης,
μίλια ξεράσματος
να σβηστούν θέλουν από τη μνήμη.
Ποντισμένα μποστάνια,
αποφάγια στο σωρό
σαν σκύλοι,
βαλτόνερα στο ασημί
πού βρωμοκοπάνε:
Είμαι ο απαίσιος φύλακας
τούτων των ακίνητων σκηνικών.
Σύρματα, αναχώματα,
ρόλοι νεκρωμένοι,
υπολείμματα του Buenos Aires.
Πιστεύω ετούτη τη νύχτα
στην τρομερή αθανασία:
κανένας άντρας
δεν πέθανε μέσα στον χρόνο,
καμιά γυναίκα,
κανένας νεκρός,
γιατί αυτή πραγματικότητα
η αδήριτη
του σίδερου και της λάσπης
ξεπερνάει
την αδιαφορία αυτών πού είναι
κοιμισμένοι ή νεκροί
– ακόμα κι’ αν κρύβονται
μέσα στον βόρβορο και στους αιώνες –
και τους καταδικάζει
σε αγρύπνια στοιχειωμένη.
Τραχιά σύννεφα,
χρώμα της διαύγειας κρασιού
θα ατιμάσουν τον ουρανό.
θα ξημερώσει
στα βλέφαρα μου
τα σφιχτοκλεισμένα.
Jorge Luis Borges
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου