του Χρήστου, παραμονή των Χριστουγέννων
Άρχοντά μου, σβησμένη σάρκα, μάτια χωρίς τα μάτια σου,
σβώλε από χώμα, αχερουσία, μεσάνυχτα του κανενός,
μα πώς βαστάς την τόση απουσία;
Δεν σ’ το ’πανε, ψυχούλα μου, που ο θάνατος νικήθηκε για πάντα;
Σφαλισμένη η πόρτα μου• κλειστά τα παραθυρόφυλλα• μπορείς
να μπης.
Παλιέ μου και μονώτατε, έλα να με γιορτάσης,
ν’ ανάψη η μια στιγμή χαράς, δικιά σου και δικιά μου,
κι αχ, μου δίνεις το χέρι σου κι αχ, μου λες τ’ όνομά σου.
Απόψε οι πεθαμένοι ξαγρυπνούν μες στων κεριών τις φλόγες,
Και μοναχή παρηγοριά τα παιδικά της χρόνια στην Αθήνα•
γίνε αγερίτσα του Θεού και πέταξε εδώ πάνω.
Δεν το ’νιωσες, κορμάκι μου, που ο θάνατος μας κέρδισε για πάντα;
[Από τη συλλογή Πράξη υποταγής (2000).]
Ηλίας Λάγιος
Άρχοντά μου, σβησμένη σάρκα, μάτια χωρίς τα μάτια σου,
σβώλε από χώμα, αχερουσία, μεσάνυχτα του κανενός,
μα πώς βαστάς την τόση απουσία;
Δεν σ’ το ’πανε, ψυχούλα μου, που ο θάνατος νικήθηκε για πάντα;
Σφαλισμένη η πόρτα μου• κλειστά τα παραθυρόφυλλα• μπορείς
να μπης.
Παλιέ μου και μονώτατε, έλα να με γιορτάσης,
ν’ ανάψη η μια στιγμή χαράς, δικιά σου και δικιά μου,
κι αχ, μου δίνεις το χέρι σου κι αχ, μου λες τ’ όνομά σου.
Απόψε οι πεθαμένοι ξαγρυπνούν μες στων κεριών τις φλόγες,
Και μοναχή παρηγοριά τα παιδικά της χρόνια στην Αθήνα•
γίνε αγερίτσα του Θεού και πέταξε εδώ πάνω.
Δεν το ’νιωσες, κορμάκι μου, που ο θάνατος μας κέρδισε για πάντα;
[Από τη συλλογή Πράξη υποταγής (2000).]
Ηλίας Λάγιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου