Υπεραστικό τηλεφώνημα από την αδελφή μου:
Κοιμήσαμε το Μπλάκυ.
Αθεράπευτη ασθένεια. Απίσχνανση. Υπέφερε.
Όλοι με σπασμένη την καρδιά.
Σκέφτηκα ότι θα ήθελες να τον θάψεις η ίδια
μου λέει κλαίγοντας.
Γι’ αυτό τον τύλιξα σε κόκκινο μεταξωτό
και τον έβαλα στην κατάψυξη.
Ω Μπλάκυ, μ’ αυτό το αυταπόδεικτο, άτεχνο όνομα,
που σου δώσανε κάτι κοριτσάκια,
μαύρε γάτε που πηδούσες από στέγη σε στέγη
με το σκουφάκι και την ποδίτσα μιας κούκλας,
Ω εσύ, πανούργο είδωλο με γούνινη μουρίτσα
που ανέχτηκες λατρεία κι ατσαλοσύνη οδυνηρή,
χωρίς πολλά γρατζουνίσματα,
Ω θρηνητικέ, εθισμένε του φεγγαριού,
έκθετο παραβατικό μωρό,
νευρωτικέ αστρολόγε
μάντη καταστροφών
που αργότερα δημιουργούσες,
Ω εσύ με τα μεσονύκτια χρώματα
σύντροφε πιστέ του μεσονυκτίου,
Ω γουρουνομαξιλαρόγατε,
που έζεχνες συκώτι ωμό,
πού να ’σαι τώρα;
Δίπλα στα κατεψυγμένα χάμπουργκερ
και τις φτερούγες από κοτόπουλο·
στον παράδεισο των σαρκοβόρων. Τυλιγμένος
σε κόκκινα μεταξωτά, αγία κάρα σε προσκύνημα,
ένας Φαραώ στον άσπρο μεταλλικό ναό του, ή
κοκκαλιάρης εξερευνητής της Ανταρκτικής
μέσα στο κρουσταλλιασμένο anorák του
που απέτυχε στην αποστολή του· ή
(ας το δούμε ψύχραιμα) σαν κατεψυγμένο
ψάρι. Ελπίζω κανένας να μη σε βγάλει
απ’ το περιτύλιγμά σου καθ’ οδόν
προς το δείπνο του, κατά λάθος.
Τι προσβολή, να σ’ εξισώνουνε μ’ ένα κομμάτι
κρέας! Όπως κάθε γάτος απεχθανόσουνα
τη γελοιοποίηση. Πεινούσες για δικαιοσύνη
τις κανονισμένες ώρες, για σούπα βοδινό
σε φέτες, με τη σάλτσα του.
Ήθελες αυτό ακριβώς
που προοριζόταν για σένα.
(Ο θάνατος είναι όμως. Γελοίος. Κι ήτανε για σένα.
Όπως και για μας.
Θα στραφούμε λοιπόν στη δικαιοσύνη.
Ύστερα υπάρχει και το έλεος).
(από τη συλλογή «The Door», 2007)
Μετάφραση: Μαρία Τσάτσου
Margaret Atwood
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου