(απόσπασμα)
Αφιέρωμα στον Γκύ ντε Μωπασάν
– Ήταν πολύ απλό. Αγαπιούνταν πάνω από όλα τα
μουσεία.
Χέρι δεξί,
με χέρι αριστερό.
Χέρι αριστερό,
με χέρι δεξί.
Πόδι δεξιό,
με πόδι δεξιό.
Πόδι αριστερό,
με σύννεφο.
Κόμη,
με πατούσα του ποδιού.
Πατούσα του ποδιού
με μάγουλο αριστερό.
Ω αριστερό μάγουλο! Ω βορειοδυτικό από κα-
ραβάκια και μυρμήγκια από υδράργυρο! Δώσε μου το
μαντίλι, Γενοβέφα, θα κλάψω… Θα κλάψω μέχρι που
από τα μάτια μου να βγει ένα πλήθος από αμάραντα…
Ξαπλώναν.
Δεν υπήρχε θέαμα άλλο πιο τρυφερό…
Με ακούσατε;
Ξαπλώναν!
Μηρός αριστερός
με μπράτσο αριστερό.
Μάτια κλειστά,
με νύχια ανοιχτά.
Μέση, με αυχένα,
και με ακτή.
Και τα τέσσερα αυτάκια ήταν τέσσερις αγγέλοι
στο καλυβάκι του χιονιού. Θέλονταν. Αγαπιούνταν.
Παρά το Νόμο της βαρύτητος. Η διαφορά που υπάρχει
ανάμεσα σε ένα αγκάθι από ρόδο και μια Star είναι πα-
νεύκολη.
Όταν το ανακάλυψαν αυτό, έφυγαν στην εξοχή.
Αγαπιούνταν.
Θεέ μου! Αγαπιούνταν μπροστά στα μάτια των
χημικών.
Πλάτη, με χώμα,
χώμα με γλυκάνισο.
Σελήνη, με ώμο κοιμισμένο.
Και οι μέσες τους διασταυρώνονταν με ένα θό-
ρυβο από γυαλιά.
Είδα εγώ να τρέμουν τα μαγουλά τους όταν οι
καθηγητές του Πανεπιστημίου τους έφερναν χολή και
ξύδι σ’ ένα μικρούλικο σφουγγάρι. Πολλές φορές έπρεπε
να τρομάξουν τα σκυλιά που στέναζαν στους λευκότα-
τους κισσούς του στρώματος. Αλλά εκείνοι αγαπιούνταν.
Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα,
ή,
ένας άντρας
κι ένα κομματάκι γης,
ένας ελέφαντας
κι ένα μωρό,
ένα μωρό κι ένα βούρλο.
Ήταν δυο νεαροί λιπόθυμοι
κι ένα πόδι από νίκελ.
Ήταν οι βαρκάρηδες!
Ναι.
Ήταν οι τρομεροί βαρκάρηδες του Γουαδιάνα
που τσακίζουν με τα κουπιά τους όλα τα ρόδα του κό-
σμου.
Ο γερο-ναυτικός έφτυσε το ταμπάκο από το
στόμα του κι έβαλε μεγάλες φωνές για να τρομάξει τους
γλάρους. Μα ήταν πια υπερβολικά αργά.
Όταν οι γυναίκες πενθούσες έφτασαν στο σπίτι
του Κυβερνήτη αυτός έτρωγε ήσυχα πράσινα μύγδαλα
και κρύα ψάρια σ’ ένα εκλεκτό πιάτο από χρυσό. Ήταν
προτιμότερο να μην έχουν μιλήσει μαζί του.
Στις νήσους των Αζορών.
Σχεδόν δεν μπορώ να κλάψω.
Έριξα δυο τηλεγραφήματα, αλλά δυστυχώς
ήδη ήταν αργά.
Πολύ αργά.
Μονάχα ξέρω να σας πω πως δυο παιδιά που
περνούσαν στην άκρη του δάσους, είδαν μια πέρδικα
που της έσταζε μια κλωστούλα αίμα από το ράμφος.
Αυτή είναι η αιτία, αγαπητέ μου καπετάνιε, της
παράξενης μελαγχολίας μου.
(Ποιήματα σε Πρόζα,μτφρ. Βασίλης Λαλιώτης, Εκδόσεις Ενδυμίων, 2015)
Federico Garcia Lorca
Αφιέρωμα στον Γκύ ντε Μωπασάν
– Ήταν πολύ απλό. Αγαπιούνταν πάνω από όλα τα
μουσεία.
Χέρι δεξί,
με χέρι αριστερό.
Χέρι αριστερό,
με χέρι δεξί.
Πόδι δεξιό,
με πόδι δεξιό.
Πόδι αριστερό,
με σύννεφο.
Κόμη,
με πατούσα του ποδιού.
Πατούσα του ποδιού
με μάγουλο αριστερό.
Ω αριστερό μάγουλο! Ω βορειοδυτικό από κα-
ραβάκια και μυρμήγκια από υδράργυρο! Δώσε μου το
μαντίλι, Γενοβέφα, θα κλάψω… Θα κλάψω μέχρι που
από τα μάτια μου να βγει ένα πλήθος από αμάραντα…
Ξαπλώναν.
Δεν υπήρχε θέαμα άλλο πιο τρυφερό…
Με ακούσατε;
Ξαπλώναν!
Μηρός αριστερός
με μπράτσο αριστερό.
Μάτια κλειστά,
με νύχια ανοιχτά.
Μέση, με αυχένα,
και με ακτή.
Και τα τέσσερα αυτάκια ήταν τέσσερις αγγέλοι
στο καλυβάκι του χιονιού. Θέλονταν. Αγαπιούνταν.
Παρά το Νόμο της βαρύτητος. Η διαφορά που υπάρχει
ανάμεσα σε ένα αγκάθι από ρόδο και μια Star είναι πα-
νεύκολη.
Όταν το ανακάλυψαν αυτό, έφυγαν στην εξοχή.
Αγαπιούνταν.
Θεέ μου! Αγαπιούνταν μπροστά στα μάτια των
χημικών.
Πλάτη, με χώμα,
χώμα με γλυκάνισο.
Σελήνη, με ώμο κοιμισμένο.
Και οι μέσες τους διασταυρώνονταν με ένα θό-
ρυβο από γυαλιά.
Είδα εγώ να τρέμουν τα μαγουλά τους όταν οι
καθηγητές του Πανεπιστημίου τους έφερναν χολή και
ξύδι σ’ ένα μικρούλικο σφουγγάρι. Πολλές φορές έπρεπε
να τρομάξουν τα σκυλιά που στέναζαν στους λευκότα-
τους κισσούς του στρώματος. Αλλά εκείνοι αγαπιούνταν.
Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα,
ή,
ένας άντρας
κι ένα κομματάκι γης,
ένας ελέφαντας
κι ένα μωρό,
ένα μωρό κι ένα βούρλο.
Ήταν δυο νεαροί λιπόθυμοι
κι ένα πόδι από νίκελ.
Ήταν οι βαρκάρηδες!
Ναι.
Ήταν οι τρομεροί βαρκάρηδες του Γουαδιάνα
που τσακίζουν με τα κουπιά τους όλα τα ρόδα του κό-
σμου.
Ο γερο-ναυτικός έφτυσε το ταμπάκο από το
στόμα του κι έβαλε μεγάλες φωνές για να τρομάξει τους
γλάρους. Μα ήταν πια υπερβολικά αργά.
Όταν οι γυναίκες πενθούσες έφτασαν στο σπίτι
του Κυβερνήτη αυτός έτρωγε ήσυχα πράσινα μύγδαλα
και κρύα ψάρια σ’ ένα εκλεκτό πιάτο από χρυσό. Ήταν
προτιμότερο να μην έχουν μιλήσει μαζί του.
Στις νήσους των Αζορών.
Σχεδόν δεν μπορώ να κλάψω.
Έριξα δυο τηλεγραφήματα, αλλά δυστυχώς
ήδη ήταν αργά.
Πολύ αργά.
Μονάχα ξέρω να σας πω πως δυο παιδιά που
περνούσαν στην άκρη του δάσους, είδαν μια πέρδικα
που της έσταζε μια κλωστούλα αίμα από το ράμφος.
Αυτή είναι η αιτία, αγαπητέ μου καπετάνιε, της
παράξενης μελαγχολίας μου.
(Ποιήματα σε Πρόζα,μτφρ. Βασίλης Λαλιώτης, Εκδόσεις Ενδυμίων, 2015)
Federico Garcia Lorca
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου