Αν υπάρχει μια ηδονή
είναι να κάνεις έρωτα
το κορμί τυλιγμένο με σπάγκους
τα μάτια κλειστά από λάμες ξυραφιών
Εκείνη προχωράει σαν λαμπτήρας
Το βλέμμα του αυτού την προσπερνά και
προετοιμάζει το πεδίο
Οι μύγες εκπνέουν σαν ωραία εσπέρα
Μια τράπεζα βαράει φαλιμέντο
προκαλώντας πόλεμο με νύχια και με δόντια
Τα χέρια της αναποδογυρίζουν την ομελέτα
τ' ουρανού
την απέλπιδα κεραυνοβολώντας πτήση των
γκιόνηδων
και κατεβάζουνε κάποιον θεό απ' το βάθρο που
κούρνιαζε
προχωράει η πολυαγαπημένη με στήθη λεμόνια
Τα πόδια της πλανώνται στις στέγες
Τι τρελό όχημα αυτοκίνητο
σκαρφαλώνει στο βάθος του στήθους της
Στρίβει ξεμπουκάρει και βουτά
σαν θαλάσσιο τέρας μέγα μέγιστο τεράστιο
Είναι η στιγμή που έχουν διαλέξει τα φυτά
να βγουν απ' την τροχιά του ήλιου
Ανεβαίνουν σαν επευφημία
Τα νιώθεις τα νιώθεις
τώρα που η δροσούλα
ποτίζει τα κόκαλα και τα μαλλιά σου
Και ούτε καν αισθάνεσαι ότι το μαγικό τούτο φυτό
δίνει στα μάτια σου βλέμμα χεριού
που αιμορραγεί που αγαλλιάται
Ξέρω ότι ο ήλιος το μακρινό εκείνο σκουπίδι
εκρήγνυται σαν ώριμος καρπός
όποτε κυλάνε τα νεφρά σου εφαπτόμενα
στην καταιγίδα που τόσο μα τόσο πολύ ποθείς
Μα τι τις νοιάζει τις συγκεχυμένες απαρχές μας
η υπόγεια ολίσθηση των εντελώς ακαταλήπτων
μας υπάρξεων
ότ' είναι μεσημέρι
είναι να κάνεις έρωτα
το κορμί τυλιγμένο με σπάγκους
τα μάτια κλειστά από λάμες ξυραφιών
Εκείνη προχωράει σαν λαμπτήρας
Το βλέμμα του αυτού την προσπερνά και
προετοιμάζει το πεδίο
Οι μύγες εκπνέουν σαν ωραία εσπέρα
Μια τράπεζα βαράει φαλιμέντο
προκαλώντας πόλεμο με νύχια και με δόντια
Τα χέρια της αναποδογυρίζουν την ομελέτα
τ' ουρανού
την απέλπιδα κεραυνοβολώντας πτήση των
γκιόνηδων
και κατεβάζουνε κάποιον θεό απ' το βάθρο που
κούρνιαζε
προχωράει η πολυαγαπημένη με στήθη λεμόνια
Τα πόδια της πλανώνται στις στέγες
Τι τρελό όχημα αυτοκίνητο
σκαρφαλώνει στο βάθος του στήθους της
Στρίβει ξεμπουκάρει και βουτά
σαν θαλάσσιο τέρας μέγα μέγιστο τεράστιο
Είναι η στιγμή που έχουν διαλέξει τα φυτά
να βγουν απ' την τροχιά του ήλιου
Ανεβαίνουν σαν επευφημία
Τα νιώθεις τα νιώθεις
τώρα που η δροσούλα
ποτίζει τα κόκαλα και τα μαλλιά σου
Και ούτε καν αισθάνεσαι ότι το μαγικό τούτο φυτό
δίνει στα μάτια σου βλέμμα χεριού
που αιμορραγεί που αγαλλιάται
Ξέρω ότι ο ήλιος το μακρινό εκείνο σκουπίδι
εκρήγνυται σαν ώριμος καρπός
όποτε κυλάνε τα νεφρά σου εφαπτόμενα
στην καταιγίδα που τόσο μα τόσο πολύ ποθείς
Μα τι τις νοιάζει τις συγκεχυμένες απαρχές μας
η υπόγεια ολίσθηση των εντελώς ακαταλήπτων
μας υπάρξεων
ότ' είναι μεσημέρι
Benjamin Péret
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου