Απαλές κοιλάδες έχει ο ύπνος ακριβώς όπως
Και η επάνω ζωή. Μ’ εκκλησάκια που βόσκουν σε χορτάρι εμπρός
αέρα
Που ολοένα μηρυκάζουν ώσπου να γίνουν ζωγραφιές
Η μια την άλλη σβήνοντας σε πλάγιον ήχο. Κάποτε
Περιοδεύουν δύο ή τρία φεγγάρια. Γρήγορα όμως χάνονται
Η ομορφιά κει που ακινήτησε διαρκεί σαν άλλο ουράνιο σώμα
Η ύλη ηλικία δεν έχει. Μόνον ν’ αλλάζει ξέρει. Θες πάρ’ την από
την αρχή
Θες απ’ το τέλος. Ήρεμα κυλάει εμπρός η επιστροφή κι εσύ την
παρακολουθείς δήθεν αδιάφορος
Τραβάς ωστόσο το σχοινί σ’ όρμο Μυρτώον έρμο
Δίχως ούτ’ ένα ελαιόδεντρο να σου απουσιάσει
Αχ Θάλασσα πάνω που ξυπνάς πως ξανακαινουριώνονται όλα!
Μικροί πως χαϊδευτήκαμε και παίξαμε πεντόβολο τα γονικά μας!
Για δες τι σηκωμό σηκώνει μες στ’ ατάραχα ο Σιρόκος ο ύπνιος•
και πως στα δύο τα χωρίζει!
Από τη μια μεριά ξυπνώ και κλαίω για τα που μου επάρθηκαν
αθύρματα
Και από την άλλη κοιμούμαι
Τη στιγμή που ο Ελευθέριος φεύγει και η Ιωνία χάνεται
Μόλις που διακρίνεται λοφίσκος μ’ απαλά κοίλα γεμάτος σγουρά
χλοΐσματα
Κι αντικρύ αντερείσματα σκληρά
Που να φυλάγεσαι απ’ όλα τα ενδεχόμενα• ενώ πρόσφυγες μέλισσες
Κατά σμήνη βομβούν και μια γιαγιά μες στ’ αλιεύματα της
δυστυχίας βρίσκει
Να βγάλει από τα λίγα της χρυσαφικά παιδιά κι εγγόνια
Ξεφόρτωτον κι απ’ το ένα πλάι σε κυλάει ο κίνδυνος και σ’ αγνοεί
Που συ ο ίδιος κάποτε θέλησες να τον αγνοήσεις
Αυτά βέβαια στα ψέματα του ρούχου που φοράς δίχως τη φόδρα του
ν’ αναποδογυρίσεις
Κει που αγγιχτήκανε οι μουτζούρες με τα χρυσά νομίσματα
Όπως τα βδελυρά με τ’ άγια
Παράξενο είναι
Πόσο ακατανόητα ζούμε αλλ’ απ’ αυτό κρεμόμαστε
Χλωρό περιστεράκι του βασιλικού φιλί που σου ‘δωσα επάνω
στο κρεβάτι μου
Και στα γραφτά μου τρεις και τέσσερις ανέμους ανορθόγραφους
Να ζαλιστούν τα πέλαγα όμως
Γεμάτο νου και γνώση ν’ ακολουθεί το δρόμο του κάθε πλεούμενο
Ταλαντεύονται τα γεγονότα και στο τέλος πέφτουν πριν κι από τους
ανθρώπους
Αλλά φανό θυέλλης δεν έχει το σκοτάδι
Πού ‘ναι η Μίλητος πού είναι η Πέργαμος πού η Αττάλεια και πού
Η Κωνσταν Κωνσταντινο ντινοπολίς;
Στους χίλιους ύπνους ένας βγαίνει ο ξυπνητός αλλά για πάντοτε.
Άρτεμις Άρτεμις κράτα μου τον σκύλο της σελήνης
Δαγκώνει κυπαρίσσι και ανησυχούν οι Αιώνιοι
Κοιμάται πιο βαθιά κείνος που έχει περιβραχεί απ’ την Ιστορία
Μπρος μ’ ένα σπίρτο ας την ανάψεις σαν οινόπνευμα
Ποίηση μόνον είναι
Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία
Όπως μπορεί και να τη φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι
Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη.
(Από την συλλογή "Δυτικά της λύπης")
Οδυσσέας Ελύτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου