Το απαίσιο δέρμα της
τεντωμένο από κάποιον έμπορο
μοιάζει με το δικό μου, εδώ, ανάμεσα στα δάχτυλα,
σαν κάποιου είδους υμένα, σαν του βατράχου.
Σίγουρα όταν γεννήθηκα το πρόσωπό μου ήταν μικρούλι
και σίγουρα πριν γεννηθώ μπορούσα να πετάω.
Όχι καλά, υπ’ όψιν, μόνο ένα πέπλο δέρματος
από τα μπράτσα μου ως τη μέση.
Πετούσα και τη νύχτα. Νύχτα να μη με βλέπουν
αλλιώς θα με χτυπούσαν.
Ίσως τον Αύγουστο, καθώς τα δέντρα υψώνονταν ως τ’ άστρα
πετούσα από φύλλο σε φύλλο μες το πηχτό σκοτάδι.
Αν μ’ έπιανες με το φακό σου
θα ‘βλεπες ένα ροδαλό πτώμα με φτερά,
έξω, έξω απ’ την κοιλιά της μάνας του, γεμάτο τρίχες
και τραχύ, να πετά πάνω απ’ τα σπίτια, τους στρατώνες.
Γι αυτό με μυρίζουν τα σκυλιά του σπιτιού σου.
Ξέρουν ότι είμαι κάτι που πρέπει να πιαστεί
κάπου στο κοιμητήριο που κρέμομαι ανάποδα
σαν μισερός μαστός.
Anne Sexton
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου