Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Το βιολί

            Ήταν που ήταν η βραδιά όλη πάθος, τ΄ ήθελες να πάρεις το βιολί σου, να μας μαράνεις την ψυχή εντελώς; Δεν έφθανε το κύμα που μας λίκνιζε, και το φεγγάρι που μας πλημμυρούσε; Τι ιδέα πάλι ήταν αυτή, να σηκωθείς ν΄ αρπάξεις το βιολί σου, και να μας πληγώσεις την καρδιά;…

            Καλά καθόμαστε στην άκρη του γιαλού, δίπλα στο κύμα του Σαρωνικού, άλλοι στα βράχια κι άλλοι στις καρέκλες, και λέγαμε και γω δεν ξέρω τι· λέγαμε τρεις κουβέντες και σωπαίναμε, ίσως νικημένοι απ΄ το φεγγάρι, που πρόσταζε από πάνω τη σιωπή. Η νύχτα, μόλις πού και πού μιλούσε. Ήχοι σπασμένοι, σκόρπιοι, μακρινοί, τρεμούλες των νερών, κομμένα λόγια, πότε το πλάνο θρόισμα του κύματος, πότε, μακρυά, το γαύγισμα ενός σκύλου και πότ΄ ένα τραγούδι που περνούσε. Μέσ΄ στο μεγάλο ακίνητο φεγγάρι, υπήρχε ανάγκη απόλυτης σιωπής.

            Τι σου ήρθε τότε, ευλογημένε, να βγάλεις απ΄ τη θήκη το βιολί, να μας μαράνεις την ψυχή εντελώς;…

            Δε θα στο συγχωρήσουμε ποτέ…

            Δεν ξέρω καν αν έπαιξες καλά, ή αν το χέρι σου έτρεμε λιγάκι – θέλεις η μπύρα, θέλεις το φεγγάρι – και πού και πού μας πρόσφερες κ΄ ένα μικρούλι φάλτσο· μπορούσες τότε να κάμεις ό,τι θέλεις : η νύχτα ως κι αυτό στο συγχωρούσε : το βράδυ εκείνο λεγόταν «επιείκεια».

            Και δεν ήταν ανάγκη να μας παίξεις, μήτε την Ανάμνηση του Ντρλά, μήτε και το Θρύλο του Βιενάβσκι : τρεις νότες ήταν ίσως αρκετές – μόνο τρεις νότες, όχι παραπάνω – για να μας κάμεις όλο ό,τι θέλεις. Τρεις νότες μόνο αρκούσαν, σε βεβαιώνω, για να μας κάμεις το μεγάλο το κακό. Μας βρήκες όλους τόσο ανυπεράσπιστους…

            Γιατί μόλις άρχιζες να παίζεις, εκεί που ήμαστε όλοι τόσο μόνοι, και περιμέναμε και γω δεν ξέρω τι – καθένας κι άλλο, καθένας το δικό του – μας πήρες όλους ξαφνικά στη φούχτα σου, κ’  έκανες την ψυχή μας μια ψυχή, μια ψυχή μεγάλη πληγωμένη – αυτή που θα είναι πάντα λυπημένη, και θα θυμάται, και θα νοσταλγεί. Κι αφού μας έκαμες όλους μια ψυχή, θέλησες να πάρεις τα δάκρυά μας. Ω, αυτό ποτέ δε θα στο συγχωρήσω! Τα δάκρυα είναι πράματα ιερά – δε μπορεί ο καθένας να τα παίρνει…

            Κι όμως, εσύ μας γέλασες, μας γέλασες, θαρρώ, και μας τα πήρες, μας έκανες κουρέλι με δυο νότες, σα να μην ήμαστε όλοι τόσο φίλοι σου, σα να βαστούσες μια μικρή μνησικακία, κάτι κρυφό παράπονο μαζί μας, και που το κρυβες λεπτά κι από καιρό, και που περίμενε δεν ξέρω ποια ευκαιρία, να μας πετύχει έτσι ανυπεράσπιστους, να βγει κρυφά, να μας εκδικηθεί!

            Κι όμως εμείς δε σε πληγώσαμε ποτέ, από τον καιρό που γνωριζόμαστε, πιστεύω;…

            Μα ίσως και να μην το θελες και συ, ίσως η μοίρα να το θέλησ’ έτσι, αυτή που βρίσκει πάντα τρόπο να πληγώνει – και συ να ήσουν μόνο το όργανό της· ίσως της μοίρας τ΄ όργανο τ΄ ακούσιο, να ήταν το βράδυ εκείνο ένα βιολί.

            Γι΄ αυτό, την ώρα που χωρίζαμε στο τραίνο, μ΄ όλο το μεγάλο το κακό, τ΄ αληθινό κακό που μας προξένησες – βλέπεις εμείς πόσο είμαστε καλοί; – σου είπαμε μονάχα «ευχαριστώ»…


Εφημερίδα «Έθνος», 28-10-1923
Ναπολέων Λαπαθιώτης

2 σχόλια:

  1. Υπέροχο πραγματικά! Χθες το διάβασα και εγώ τυχαία για πρώτη φορά!!
    Εάν μένεις Αθήνα να πας στο 'ούτε μια νότα αγάπη μου' των bijoux de kant!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ'ευχαριστώ για την πρόταση, αλλά δε μένω Αθήνα και χάνω ,δυστυχώς, πολλά θεάματα. Αναφέρουν αυτό το ποίημα στην παράστασή τους; Ενδιαφέρουσα ιδέα, η δημιουργία της ομάδας τους.

      Διαγραφή