Ανοίχτε μου την πόρτα αυτή που κλαίγοντας χτυπώ
η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του Ευρίπου
είδες μιαν όχθη σύννεφα να κατεβαίνει
με τ’ ορφανό πλοιάριο στους πυρετούς του μέλλοντος
όμως όλες τις μεταμέλειές σου τις θλίψεις όλες τις θυμάσαι
αόριστα καμπύλα ψάρια λουλούδια του βυθού
ήταν η θάλασσα πάλαι ποτέ
και κάθε ποταμός εκεί εξαντλείται
ώ μνήμη μνήμη
ένα βράδυ μπήκα σε πανδοχείο μελαγχολικό
κοντά στο Λουξεμβούργο
στο βάθος της αίθουσας ένας Χριστός πετούσε
ένας κρατούσε μια νυφίτσα
άλλος ένα σκαντζόχοιρο
έπαιζαν τράπουλα κι εσύ με είχες λησμονήσει
θυμάσαι το πένθος των σταθμών
πολύωρο
διασχίζαμε πολίχνες με περιστροφές 24ωρες
τη νύχτα κάναν εμετό τον ήλιο της ημέρας
ώ ναύτες ώ γυναίκες σκυθρωπές
και σεις συντρόφοι μου και σεις όλα τ’ αναπολείτε
δύο ναύτες χωρίς ποτέ ν’ απομακρύνονται χωρίς ποτέ τους
να μιλούν
ο πιο μικρός ξεψύχησε γέρνοντας στο πλευρό του
ώ σεις συντρόφοι λατρεμένοι
ηλεκτρικά κουδούνια των σταθμών άσματα θεριστών
τροχοφόρα του χασάπη συντάγματα αμέτρητα των δρόμων
γέφυρες ιππικού νύχτες μπλάβες από αλκοόλ
είδα πόλεις παραλοϊσμένες θυμάσαι τα προάστια
και το γυμνό κοπάδι των τοπίων
κυπαρίσσια τεντώνοντας τον ίσκιο τους κάτω από την Εκάτη
τη νύχτα αυτή στο γέρμα του καλοκαιριού άκουσα ένα πουλί
χαύνο κι εξοργισμένο
και τον άσωστο κρότο κάποιου στενόμακρου κι άφεγγου
ποταμού
και καθώς όλα τα βλέμματα κι οι λάμψεις όλες όλων των
ματιών
κυλούσανε πεθαίνοντας στην εκβολή του ποταμού
οι όχθες έμεναν βουβές χορταριασμένες κι έρημες
και το βουνό πλημμύριζε με φως την άλλη όχθη
ύστερα σιγανά και δίχως πιθανή εξήγηση
σκιές των ζωντανών αναρριχώνταν στο βουνό λοξές ή στρέ-
φοντας
αιφνίδια τη φασματική τους όψη με τις σκιές παλλόμενες
όπως
οι ξιφολόγχες κι άλλοτε ανέβαιναν ψηλά και πάλι χαμη-
λώναν
οι οδοντωτές αυτές σκιές βογκώντας σαν άνθρωποι γλι-
στρώντας
βήμα το βήμα στο βουνό –όγκος φωτός-
άραγε ποιον ξεχώρισες στις ξέθωρες αυτές φωτογραφίες
θυμάσαι τη μέρα που μια μέλισσα ρίχτηκε στη φωτιά
Δυό ναύτες χωρίς ποτέ ν’ αφήνει ο ένας το πλευρό του άλλου
Ο μεγαλύτερος φορούσε μια σιδερένια αλυσίδα στο λαιμό
Ο μικρότερος έκανε πλεξούδες τα ξανθά του μαλλιά
Ανοίχτε μου την πόρτα αυτή που κλαίγοντας
χτυπώ
η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του
Ευρίπου.
Guillaume Apollinaire
η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του Ευρίπου
είδες μιαν όχθη σύννεφα να κατεβαίνει
με τ’ ορφανό πλοιάριο στους πυρετούς του μέλλοντος
όμως όλες τις μεταμέλειές σου τις θλίψεις όλες τις θυμάσαι
αόριστα καμπύλα ψάρια λουλούδια του βυθού
ήταν η θάλασσα πάλαι ποτέ
και κάθε ποταμός εκεί εξαντλείται
ώ μνήμη μνήμη
ένα βράδυ μπήκα σε πανδοχείο μελαγχολικό
κοντά στο Λουξεμβούργο
στο βάθος της αίθουσας ένας Χριστός πετούσε
ένας κρατούσε μια νυφίτσα
άλλος ένα σκαντζόχοιρο
έπαιζαν τράπουλα κι εσύ με είχες λησμονήσει
θυμάσαι το πένθος των σταθμών
πολύωρο
διασχίζαμε πολίχνες με περιστροφές 24ωρες
τη νύχτα κάναν εμετό τον ήλιο της ημέρας
ώ ναύτες ώ γυναίκες σκυθρωπές
και σεις συντρόφοι μου και σεις όλα τ’ αναπολείτε
δύο ναύτες χωρίς ποτέ ν’ απομακρύνονται χωρίς ποτέ τους
να μιλούν
ο πιο μικρός ξεψύχησε γέρνοντας στο πλευρό του
ώ σεις συντρόφοι λατρεμένοι
ηλεκτρικά κουδούνια των σταθμών άσματα θεριστών
τροχοφόρα του χασάπη συντάγματα αμέτρητα των δρόμων
γέφυρες ιππικού νύχτες μπλάβες από αλκοόλ
είδα πόλεις παραλοϊσμένες θυμάσαι τα προάστια
και το γυμνό κοπάδι των τοπίων
κυπαρίσσια τεντώνοντας τον ίσκιο τους κάτω από την Εκάτη
τη νύχτα αυτή στο γέρμα του καλοκαιριού άκουσα ένα πουλί
χαύνο κι εξοργισμένο
και τον άσωστο κρότο κάποιου στενόμακρου κι άφεγγου
ποταμού
και καθώς όλα τα βλέμματα κι οι λάμψεις όλες όλων των
ματιών
κυλούσανε πεθαίνοντας στην εκβολή του ποταμού
οι όχθες έμεναν βουβές χορταριασμένες κι έρημες
και το βουνό πλημμύριζε με φως την άλλη όχθη
ύστερα σιγανά και δίχως πιθανή εξήγηση
σκιές των ζωντανών αναρριχώνταν στο βουνό λοξές ή στρέ-
φοντας
αιφνίδια τη φασματική τους όψη με τις σκιές παλλόμενες
όπως
οι ξιφολόγχες κι άλλοτε ανέβαιναν ψηλά και πάλι χαμη-
λώναν
οι οδοντωτές αυτές σκιές βογκώντας σαν άνθρωποι γλι-
στρώντας
βήμα το βήμα στο βουνό –όγκος φωτός-
άραγε ποιον ξεχώρισες στις ξέθωρες αυτές φωτογραφίες
θυμάσαι τη μέρα που μια μέλισσα ρίχτηκε στη φωτιά
Δυό ναύτες χωρίς ποτέ ν’ αφήνει ο ένας το πλευρό του άλλου
Ο μεγαλύτερος φορούσε μια σιδερένια αλυσίδα στο λαιμό
Ο μικρότερος έκανε πλεξούδες τα ξανθά του μαλλιά
Ανοίχτε μου την πόρτα αυτή που κλαίγοντας
χτυπώ
η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του
Ευρίπου.
Guillaume Apollinaire
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου