Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Πρόσκληση

Θέλω να βρεθούμε

για να μη ξεχάσω πως κάποτε υπήρξαμε

κάτω από τον ίδιο ουρανό

μάρτυρες σε αυτή τη μαζική λιγοθυμία

των δύο χιλιάδων κάτι χρόνων

στους ίδιους δρόμους της πόλης που στενάζει.

Θέλω να βρεθούμε στα στενά που φοβάμαι να διασχίσω

στα σπίτια από κάτω των εξαντλημένων γυναικών, των επαναλαμβανόμενων ανδρών,

μπροστά από πόρτες που δεν θα ανοίξουν ποτέ για να φανερωθούν

τα πρόσωπα των έμφυλων άφυλων με την υπόθεση –τι θα γινόταν αν- καρφωμένη στο κούτελο

τρέξε να βρεθούμε στο στενό με τους κινέζους που δουλεύουν για λευκούς

εκεί που μαζεύονται οι άραβες και μιλάνε πολύ και δεν καταλαβαίνουμε τι λένε

στα μαγικά σημεία που συχνάζουν

τα γατιά που έχουν βρει το νόημα της ζωής

και είναι πάντα ζεστά με τη γούνα τους μέσα στη γούνα τους

χωρίς οθόνες

όλα όμορφα πίσω από όμορφα ακόμα κι αν είναι άσχημα,

στις πίσω πόρτες ακριβών εστιατορίων

όπου οι σερβιτόρες κάνουν διάλειμμα για τσιγάρο

και τραγουδούν την έκπτωση σαν σειρήνες της νύχτας

να περάσουμε δρόμους και μνημεία νεκρά

να επισκεφτούμε την πόλη που μας ανοίγεται ξένη.

Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε.

Στα πλακάκια βγαίνει το μαύρο του νέφους που συσσωρεύεται

στα πρόσωπά μας, μέσα στις λακκούβες μαζεύεται μαύρο σκοτάδι

και είναι ακόμα Γενάρης, τα βράδια φέρνουν το ένα μετά το άλλο

σαν να μην έχει συμβεί τίποτα

δεν τολμάει κανείς να ανατρέψει το σύμπαν

οι σταγόνες της βροχής είναι οι μόνες που γλιστράνε από τις ταράτσες

κι όλα αυτά που έχουν κάνει οι άνθρωποι τι θα απογίνουν;

Διαβάζω ένα βιβλίο κι άλλο ένα για να ξεχάσω πώς θα ήταν

εάν ο χρόνος παρατεινόταν σε εκείνα τα λεπτά που ακούμπησες

την πλάτη σου στον τοίχο απέναντί μου και το βλέμμα σου έμεινε στο δικό μου

και συνεννοηθήκαμε, μιλούσαμε χωρίς φωνές, χωρίς αγγίγματα, χωρίς πληροφορία

τα κόκαλά μας πλησιάζαν, μα ήταν σε απόσταση, ο χρόνος, ο χρόνος ήταν μικρός και μεγάλωσε

και οι σκέψεις μου ελπίζω να πέρασαν τον δρόμο με τα αυτοκίνητα που μας χώριζαν,

τους ανθρώπους που τρέχουν όλη μέρα στα μετρό και στους δρόμους, στα καυσαέρια, σε τόπους κι άλλους τόπους, χωρίς στοργή, έχουν ξεχάσει και συνεχίζουν να διαγράφουν,

και όλο πηγαίνουν πηγαίνουν να βρούνε τι -κανείς δεν ξέρει-

ανθρώπους που διστάζουν να αναλάβουν την αλήθεια

ανθρώπους σαν εμένα κι εσένα

και το τσάι μου έχει κρυώσει στο πάτωμα,

γιατί δεν έχω τραπέζι.

Θα ήθελα αυτή η εξομολόγηση να ήταν χαϊκού, αλλά δεν είναι.

Κλείνω εδώ.

Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε.

Άραγε αυτοί οι κύκλοι γύρω από τον ήλιο

ξέρουν τι αλλαγή προκαλούν στα δάχτυλα που έχουν ξεχάσει να αγγίζουν;

Εκτός από τα λουλούδια

στο μπαλκόνι μου που δεν τολμούν να μεγαλώσουν

για αυτά υπάρχει το άπειρο μπροστά

ενώ για μένα στα μαλλιά μου μία λευκή τρίχα κι άλλη μία

ίσως κάπου εκεί

και επειδή είμαι μικρή ακόμα

μού λένε η ηλικία μου δεν μού φαίνεται

μα πονάνε τα πόδια μου και η μέση μου

και θα έρθω στο σύμπαν να το σπάσω

όπως με σπάει αυτό μέρα με τη μέρα

κι εκείνη τη στιγμή της διάλυσης

σε προσκαλώ, έλα πάμε μαζί.

Τα έχεις μάθει όλα; Σίγουρα;

Ερωτήματα κολλάνε πάνω στη φασαρία που συνεχίζει δια παντός,

χωρίς σταματημό.

Έχεις ξεσκαρτάρει όλα τα όνειρά σου

τις σκέψεις που κάνεις λίγο πριν γίνει ο καφές

σαν τις κυρίες που στέκονται και καπνίζουν στην άκρη του παραθύρου

ενώ κοιτάζουν το θέαμα,

τα φθινοπωρινά σου δάκρυα που λιγόστεψαν

γιατί δεν είχες να φας

τις χειμωνιάτικες ψύχρες που ξεκινάνε από μέσα

και σε τρώνε από έξω

και τους καλοκαιρινούς έρωτες που ξέχασες πια τι έλεγαν

κι αν είχαν κάτι να πούνε ποτέ.

Παίζουν δυνατά τα κομμάτια που άκουσες από τα αυτοκίνητα που περνούσαν

και σού έστριβαν το στομάχι με αναμνήσεις

για όλα αυτά που ποτέ μα ποτέ δεν τόλμησες.

Η καταραμένη βοή, αυτός θόρυβο της παύσης.

Όσες φορές και να κοιτάξω το ταβάνι, εκείνο με κοιτάει πίσω.

Με έχουν κουράσει αυτές οι μέρες, θέλω να σε δω

πριν φύγω ξαπλωμένη πάνω σε ένα στρώμα χιλιοχρησιμοποιημένο

θέλω να σε δω πριν κλείσουν τα φώτα στον διάδρομο

πριν χτυπήσει το κουδούνι για να είναι κανείς

πριν με πάρουν τηλέφωνο για να μού πούνε τίποτα

πριν πετάξει το σμήνος των πουλιών και έρθει το άλλο για την άνοιξη

γιατί είναι ακόμα Γενάρης και πώς θα περάσει;

Εκείνος ο σκίουρος που περνούσε από λεύκα σε λεύκα

σε εκείνες τις διακοπές που σφύριζε ο άνεμος πάνω στα φύλλα

και έλαμπε το κρεμαστό μου στις γραμμές του ήλιου

όσο γύριζα σαν μικρός πλανήτης να τον κοιτάξω

δεν ήξερε από φτώχεια και ήταν η πρώτη φορά που είδα ένα πλάσμα ελεύθερο

μετά έκανα την καμπούρα του διαβάσματος

για τη διατήρηση της αιώνιας αμηχανίας

ο πατέρας μου δεν το έβρισκε φυσιολογικό

και το σταμάτησα

ήθελα σαν τον σκίουρο να τελειώνω, να κοντεύω, να φτάνω. Πού;

Και οι μήνες περνάνε σαν αγκάθια που τα κατάπιε το δέρμα.

Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε.

Τα κύτταρά μου κάνουν συνεχώς στροφές και σε ψάχνουν

το χέρι μου χαϊδεύει τη σκόνη στον αέρα και φτιάχνει μορφές.

-Τα άλλα σώματα λένε ψέματα, μήπως λέει και το δικό μου;-

Ράβονται και ξαναράβονται οι φαντασιώσεις στη μνήμη

οι άνθρωποι μοιάζουν όλο και πιο πολύ με τον θεό

όταν ξεριζώνουν τις καρδιές τους

τις μέρες που πατάνε τις άλλες μέρες

και λιώνουν σαν ξερά φύλλα σε μία απότιστη γλάστρα.

Μέσα στα κουτιά χώνονται οι καινούργιες ζωές

κτίζουν γωνίες από χαρτιά με αξία ανεξέλεγκτη,

τα πλούσια δωμάτια εγκυμονούν το τέλος του κόσμου

μικροί πολιτικοί μας δαγκώνουν τις φλέβες και τα πόδια,

φαντάσματα τα χρέη μας στάζουν στις βρύσες τα βράδια,

ο μεγαλύτερός μας εφιάλτης γεμίζει το σούρουπο ποτήρια

-κι εμείς;

Μένουμε αγάλματα μπροστά στον καθρέφτη.

Αξίζει κάτι; Έλα να δραπετεύσουμε.

Οι τηλεοπτικές μεταφορές μοιάζουν όλο και πιο πολύ με εμάς,

σκιές που γελάμε κρυφά για να μην ακούσουν οι μανάδες μας,

οι έγνοιες και οι λύπες μας.

Γνωριστήκαμε μόνο με τα ρούχα και με λόγια που κάνουν πως ξέρουν τι λένε

ντρεπόμαστε και αυτό το συναίσθημα είναι το μόνο που καταγράφεται στη σάρκα.

Φτιάχνουμε σίδερα και σοβάδες για να κρατάνε τη γη να μην πέσει

κι ω τι κρίμα, δεν αναπνέουμε από ευγένεια

όσο η νιότη μας στριμώχνεται σε δωμάτια που δεν μας χωράνε.

Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε.

Θέλω να βρεθούμε έξω από τους θόλους,

μακριά από κριτικές επιτροπές και κρατικές απάτες,

μακριά από αυτά που μας ποδοπάτησαν με φροντίδα,

να μυρίζουμε απλώς λίγο δάσος και λίγη αγάπη.

Ποιος είναι ο τρόπος που τελειώνει;

Οι δολοφόνοι δεν λέγονται δολοφόνοι,

οι διαφορετικοί πεθαίνουν πιο γρήγορα,

κάποιοι ζωντανοί είναι πιο σημαντικοί από άλλους,

τα σώματα που έφτιαξαν για εμάς δεν είναι δικά μας,

κι όταν σού λένε ότι δεν είσαι καλός στο σχολείο

οι ήπειροι γράφουν την εκδίκησή τους.

Κάθε φορά που ένας πατέρας δεν λέει ότι αγαπάει το παιδί του

ένα αστέρι εκρήγνυται.

Τα εγκόσμια λάμπουν συνεχώς μεγαλύτερα

δεν ξέρουν τι θα πει φτώχεια και συνήθεια

κλείνουν την ερημιά σε γιγάντια βάζα που κτίζουν τον φόβο

για τη ματαιότητα και μας κρατάνε με μία απορία

απέναντι στον κίνδυνο.

Μην ξεχαστούμε μέσα στον ύπνο μας

κι έρθει και μας πνίξει το χάος.

Δαγκώνει δεν δαγκώνει;

Ξανά τα χέρια στις τσέπες και όχι πολλές κινήσεις

η θερμοκρασία είναι ακόμα χαμηλή,

είναι ακόμα Φεβρουάριος,

τα πουλιά έχουν αποδημήσει ήδη

το τσάι κρυώνει σε ένα λεπτό, ενώ χρειάζεται τέσσερα για να γίνει

και είναι στα τελευταία τέσσερα λεπτά που κάνεις ακριβώς τις ίδιες κινήσεις.

Η φιγούρα σου διαγράφεται πάνω στα άλλα πρόσωπα που προσπερνάς.

Αν ακουμπήσεις τον ώμο μου, κάνε μία ευχή

και πες μου τι θα γίνει.


Αντιγόνη Ηλιάδη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου