Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Είχα έρωτες


Μες το βυθό του ονείρου σου θα 'ρθω
με το μυαλό μου το υγρό
να λιώνει.
Είχα έρωτες,
είχα μάχες
και παραφύλαξα στις γωνιές.
Μίλτος Σαχτούρης

Σημείο αναγνωρίσεως


ἄγαλμα γυναίκας μὲ δεμένα χέρια
Ὅλοι σὲ λένε κατευθείαν ἄγαλμα,
ἐγὼ σὲ προσφωνῶ γυναίκα κατευθείαν.
Στολίζεις κάποιο πάρκο.
Ἀπὸ μακριὰ ἐξαπατᾶς.
Θαρρεῖ κανεὶς πὼς ἔχεις ἐλαφρὰ ἀνακαθίσει
νὰ θυμηθεῖς ἕνα ὡραῖο ὄνειρο ποὺ εἶδες,
πῶς παίρνεις φόρα νὰ τὸ ζήσεις.
Ἀπὸ κοντὰ ξεκαθαρίζει τὸ ὄνειρο:
δεμένα εἶναι πισθάγκωνα τὰ χέρια σου
μ᾿ ἕνα σκοινὶ μαρμάρινο
κι ἡ στάση σου εἶναι ἡ θέλησή σου
κάτι νὰ σὲ βοηθήσει νὰ ξεφύγεις
τὴν ἀγωνία τοῦ αἰχμαλώτου.
Ἔτσι σὲ παραγγείλανε στὸ γλύπτη:
αἰχμάλωτη.
Δὲν μπορεῖς
οὔτε μία βροχὴ νὰ ζυγίσεις στὸ χέρι σου,
οὔτε μία ἐλαφριὰ μαργαρίτα.
Δεμένα εἶναι τὰ μάτια σου.
Καὶ δὲν εἶν᾿ τὸ μάρμαρο μόνο ὁ Ἄργος.
Ἂν κάτι πήγαινε ν᾿ ἀλλάξει
στὴν πορεία τῶν μαρμάρων,
ἂν ἄρχιζαν τ᾿ ἀγάλματα ἀγῶνες
γιὰ ἐλευθερίες καὶ ἰσότητες,
ὅπως οἱ δοῦλοι,
οἱ νεκροὶ
καὶ τὸ αἴσθημά μας,
ἐσὺ θὰ πορευόσουνα
μὲς στὴν κοσμογονία τῶν μαρμάρων
μὲ δεμένα πάλι τὰ χέρια, αἰχμάλωτη.
Ὅλοι σὲ λένε κατευθείαν ἄγαλμα,
ἐγὼ σὲ λέω γυναίκα ἀμέσως.
Ὄχι γιατὶ γυναίκα σὲ παρέδωσε
στὸ μάρμαρο ὁ γλύπτης
κι ὑπόσχονται οἱ γοφοί σου
εὐγονία ἀγαλμάτων,
καλὴ σοδειὰ ἀκινησίας.
Γιατὶ τὰ δεμένα χέρια σου, ποὺ ἔχεις
ὅσους πολλοὺς αἰῶνες σὲ γνωρίζω,
σὲ λέω γυναίκα.
Σὲ λέω γυναίκα
γιατ᾿ εἶσ᾿ αἰχμάλωτη.
Κική Δημουλά

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Ανδρείκελα

Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.

Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...

Κώστας Καρυωτάκης 

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Πώς να ζωγραφίσετε ένα πουλί

Ζωγραφίστε πρώτα ένα κλουβί
με μια πόρτα ανοιχτή
ζωγραφίστε μετά
κάτι όμορφο
κάτι απλό
κάτι ωραίο
κάτι χρήσιμο
για το πουλί
βάλτε έπειτα το μουσαμά απάνω σ’ ένα δέντρο
σ’ ένα κήπο
σ’ ένα πάρκο
ή σ’ ένα δάσος
κρυφτείτε πίσω από το δέντρο
χωρίς μιλιά
τελείως ακίνητοι…
Κάποτε το πουλί έρχεται γρήγορα
μα μπορεί και να περιμένει χρόνια
πριν τ’ αποφασίσει
Μην απογοητευτείτε
περιμένετε
περιμένετε αν χρειαστεί χρόνια ολόκληρα
το αν έρθει γρήγορα ή αργά το πουλί
δε θα ’χει καμιά σχέση
με την επιτυχία του πίνακα
Όταν φτάσει το πουλί
αν φτάσει
κρατήστε απόλυτη σιωπή
περιμένετε να μπει το πουλί στο κλουβί
κι όταν μπει
κλείστε απαλά την πόρτα με ένα πινέλο
μετά
σβήστε ένα ένα όλα τα σύρματα
προσέχοντας να μην αγγίξετε ούτε ένα φτερό του πουλιού
Ζωγραφίστε κατόπιν το δέντρο
διαλέγοντας το πιο ωραίο κλαδί του
για το πουλί
ζωγραφίστε ακόμη το πράσινο φύλλωμα και τη δροσιά του ανέμου
τη σκόνη του ήλιου
το σούρσιμο των ζώων στη χλόη μέσα στο κάμα του καλοκαιριού
και μετά περιμένετε το πουλί να τραγουδήσει
Αν δεν τραγουδά το πουλί
Είναι κακό σημάδι
σημάδι πως ο πίνακας είναι κακός
μ’ αν τραγουδά είναι καλό σημάδι
σημάδι πως μπορείτε να υπογράψετε
Τραβάτε λοιπόν πολύ απαλά
ένα φτερό απ’ το πουλί
και γράφετε τ’ όνομά σας σε μια γωνιά του πίνακα.
(Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης)
Jacques Prevert

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Beata Beatrix


Είδα τη Βεατρίκη μου στο δρόμο, κι ευθύς ο δρόμος έγινε δρόμος ονείρου.
Αντιπαρήλθα πλάι της, σα διαβάτης, και όλη η ψυχή μου άνθισε ως σε άνοιξη.
Χαθήκαμε κι’ οι δυο στην κίνηση της πόλης, αλλά πλουτίσαν οι ανάμνησές μας
με την εικόνα του άλλου ζωντανή, και συντροφιά τα δυο του μάτια φωτοβόλα.
Στο πλάι μου, Φύλακες Άγγελοι, αιωρούμενα τα βλέμματα της αγάπης.
Άστρα εξαιρετικά στ΄ολόμαυρο Στερέωμα του γύρω μου κενού, έρημου χώρου.
Μας εδάμασε και τους δυο το μυστήριο που καλύπτει την ψυχή του πλησίον.
Μας έφερε αντιμέτωπους, στο χάος του εγκόσμιου βίου, πρόσωπο προς πρόσωπο.
Η κοινότατη γένηκε με μιας ζωή, για μας, θαύμα ονείρου.
Και τέφρα πολλή συγκάλυψε την πριν ανόητη φωτοχυσία.
Με μεγαλοπρέπειαν ανάτειλε για μας ο φλογερός ο Ήλιος των Μεσονυχτίων,
που συγκρατεί στην αγκαλιά του όλα τα πλήθη των Αστερισμών του Στερεώματος,
και ουδέποτε αναζήτησε τον όλεθρό τους στη γαλανή εξαφάνιση.
Μας εσυγκάλυψαν με μιας τα πυκνά νυχτερινά σύννεφα.
Επερπατήσαμε νυχτερινά σε δασώδη βουνά, σε συννεφιές μουντές, σαν θεοί·
χανόνταν οι συνομιλίες μας σε αιώνιες εκτάσεις,
κινούσαμε το ενδιαφέρον όλης της πλάσης, αγαπημένοι καθώς διαβαίναμε.
Σκοπός κανένας ή επιθυμία δε μας οδηγούσε σ’ αυτούς τους περιπάτους.
Ήταν η ξενοιασιά κι’ η αμεριμνησία των σκοτεινών κόσμων.
Η ευτυχία του μυστηρίου, που κρατώντας μας απ’ το χέρι, μας οδηγούσε.
Δε μας ετάρασσε η συνάντηση των ρυακιών, των πουλιών τα πετάγματα,
ούτε το φύσημα των ανέμων, ούτε ο θόλος της υγρασίας.
Όλα ήταν γοητεία, και δώρα ουράνια, και ανάπαυση παρά πολλή.
Αλλά ήρθε ο Χρόνος να σημάνει, ο γήινος, με τους μεταλλικούς τους ήχους,
που, αυτοί, περνούνε αλάθητα, σα σφαίρες, τα διαστήματα
και φθάνουν ως εμάς. Ήρθαν τα ρόδινα σύννεφα της Αυγής.
Ήρθεν ο Ήλιος. Να βγαίνει από τη θάλασσα και να φωτίζει.
Ήρθεν η Μέρα. Και η σφραγίδα των πλανήσεών μας.
Και οι δρόμοι να πληθαίνουνε από κίνηση, περίσκεψη πολλή, ασχολίες εγκόσμιες.
Μόνος προς την Ανάμνηση ανυψώνω τώρα τα χέρια ικετευτικά,
να μου χαρίζει κάποτε με όλη τη δύναμη τις στιγμές των ονείρων,
τώρα, που εφυγαδεύθηκαν, ίσως για πάντα, οι τέτοιες απέραντες νύχτες.
Τ.Κ. Παπατσώνης