Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Ερωτικό Γράμμα

 Δεν είναι εύκολο να εκφράσω την αλλαγή που επέφερες.

Αν είμαι τώρα ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε,

Αν και, όπως μια πέτρα , αυτό δεν μ` ενοχλούσε,

Να μένω στη θέση μου ακολουθώντας τη συνήθεια

Δεν είναι ότι μ' έσπρωξες απλά μια ίντσα, όχι—

Ούτε ότι μ' άφησες να στηλώσω το μικρό γυμνό μάτι μου

Στον ουρανό ξανά, χωρίς ελπίδα, φυσικά,

Κατανόησης της κυανότητας ή των αστεριών


Δεν ήταν αυτό. Ας πούμε πως κοιμήθηκα : ένα φίδι

Κρυμμένο ανάμεσα σε μαύρους βράχους σαν μαύρος βράχος

Στον λευκό υετό του χειμώνα—

Όπως οι γείτονές μου, δε μπορώ να χαρώ

Με τα εκατομμύρια τέλεια σμιλευμένα

Μάγουλα που ανάβουν κάθε στιγμή για να λιώσουν

Το μάγουλό μου από βασάλτη. Τους πήραν τα κλάματα,

Άγγελοι θρηνούντες πάνω από φύσεις βουβές,

Αλλά δε με έπεισαν. Εκείνα τα δάκρυα πάγωσαν.

Κάθε νεκρό κεφάλι είχε ένα προσωπείο πάγου.

 

Και συνέχισα να κοιμάμαι σαν λυγισμένο δάχτυλο.

Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν καθαρός αέρας

Και οι εγκλωβισμένες σταγόνες που ανέβαιναν ως πάχνη

Διαφανείς σαν πνεύματα. Πολλές πέτρες κείτονταν

Πυκνές και ανέκφραστες ένα γύρω.

Δεν ήξερα τι να υποθέσω.

Έλαμπα, με γυάλινα – λέπια, και ξεδιπλώθηκα

Να εκρεύσω απ` τον εαυτό μου , σαν υγρό

Ανάμεσα από πόδια πτηνών και φυτών μίσχους.

Δεν ξεγελάστηκα .Σε γνώρισα αμέσως.

 

Δέντρο και πέτρα έλαμπαν, δίχως σκιές.

Το ανάστημά μου έγινε διαυγές σαν γυαλί.

Άρχισα να μπουμπουκιάζω σαν Μαρτιάτικο κλαδί:

Ένα μπράτσο κι ένα πόδι, ένα μπράτσο , ένα πόδι.

Από πέτρα σε σύννεφο, έτσι ανυψώθηκα.

Τώρα μοιάζω με ένα είδος θεότητας

Πλέοντας στον αέρα μες την καμιζόλα της ψυχής μου

Καθαρή σαν ένα θραύσμα πάγου. Είναι ένα δώρο.


Μτφ. Κατερίνα & Ελένη Ηλιοπούλου

Sylvia Plath

Prozac

 


Αποκεφαλιστή

ανθισμένων ονείρων με στήμονες νεκροκεφαλές

ως συνήθως ευφυής

ελέγχοντας αυστηρά τα επίπεδα της σεροτονίνης

αυξομειώνοντας τις δόσεις του Prozac

ξαπλώνεις κάτω από το μονότονο ήχο της βροχής

μουρμουρίζοντας το Exit music for a Film των Radiohead

Και ζώντας κατʼ επανάληψη

ό, τι δεν έχει πια αξία

και άνευ σημασίας είναι εδραιωμένο ως συναίσθημα

κάνοντας τον σκύλο του Παβλόφ

να σαλιάζει στη θέα ενός πλαστικού οστού

που οι ακονισμένοι του κυνόδοντες

έχουν ρημάξει,

δεν κατανοείς την αλλαγή

Ο κόσμος έχει μετακινηθεί

ξεθάψανε τους νεκρούς σου

συγχώρεσες τον εαυτό σου

και ξανάκανες τα ίδια λάθη


Κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά σου

τους σάπιους μίσχους μιας ανθοδέσμης

που ξεχάστηκε χρόνια τώρα στο νερό

άπλωσες τον ρύπο

εμπιστευτικά

μυστικά

διαγράφοντας την ανάμνηση του γεγονότος

Στα δάχτυλά σου

μεγάλωσαν τα νύχια

και γαντζώθηκε η κόπωση

γιατί,

το να διαβάζεις ένα βιβλίο με τόσο μικρά γράμματα

πνιγμένο στις λεπτομέρειες

τοποθετώντας το χέρι σου κάθε φορά στο κατάλληλο σημείο

σε αποκάμει

φορτώνοντάς σου τη βαθιά θλίψη

όσων χαμένων κουβαλά κανείς

ένα δόντι, ένα καστανό μάτι, ένα φιλί

μια δύσοσμη αναπνοή, μια αγκαλιά,

τη δομή ενός κρυστάλλινου δακρύου

καθώς προσεκτικά το κουβαλάς

χρόνια τώρα

για να το χύσεις

το πολύτιμό σου

σʼ εκείνη τη μία και μόνη στιγμή

που κατρακυλώντας από τα μάγουλα

καμπανιστό θα διαλυθεί στο λευκό μου μάρμαρο.


Γιάννης Αντιόχου

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

22

 Τόσα για σένα έχω γράψει κι όμως 

νιώθω πως δεν σε ξέρω πια καθόλου 

σαν άστρα είμαστε τ’ ουράνιου θόλου 

που τα ’χει απομακρύνει κάποιος νόμος 

επώδυνης βαρύτητας κι ο τρόμος 

μιας σύντηξης ακόμα τ’ απωθεί, 

αλλ’ απ’ τη γη λάμπουν σαν να ποθεί 

το ένα τ’ άλλο…


Υπόθεση Ευδαιμονίας

Διονύσης Καψάλης

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Ο προφήτης


(απόσπασμα)


Τα παιδιά δεν είναι δικά σας παιδιά.

Είναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της ζωής για τον εαυτό της.

Έρχονται στον κόσμο μέσα από 'σας,

αλλά δεν προέρχονται από εσάς

και, παρότι είναι μαζί σας, δεν ανήκουν σε 'σας.

Mπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας

όχι όμως τις σκέψεις σας.

Γιατί έχουν τις δικές τους σκέψεις.

Μπορείτε να στεγάσετε το σώμα τους

όχι όμως την ψυχή τους.

Γιατί η ψυχή τους ζει στο σπίτι του αύριο

που εσείς δεν μπορείτε να το επισκεφτείτε ούτε καν στα όνειρά σας.

Μπορείτε να πασχίσετε να τους μοιάσετε,

μην προσπαθείτε όμως να τα κάνετε να σας μοιάσουν.

Γιατί η ζωή δεν πηγαίνει πίσω

ούτε μένει στο χτες.

Eίστε τα τόξα απ’ τα οποία τινάζονται

σαν ζωντανές σαΐτες τα παιδιά σας.

Ο τοξότης βλέπει στόχο στη γραμμή του Απείρου

και σας λυγίζει με τη δύναμή του

ώστε οι σαΐτες του να φύγουν γοργά

και να φτάσουν μακριά.

Δεχτείτε το λύγισμά σας στα χέρια του με χαρά.

Γιατί αυτός,

όπως αγαπά τη σαΐτα που εκτοξεύεται,

αγαπά και το τόξο που είναι σταθερό.


Khalil Gibran

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Ποίημα στους φίλους


Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις

για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,

ούτε έχω απαντήσεις

για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου ˙

όμως μπορώ να σ’ ακούσω

και να τα μοιραστώ μαζί σου.

Δεν μπορώ ν’ αλλάξω

το παρελθόν ή το μέλλον σου.

Όμως όταν με χρειάζεσαι

θα είμαι εκεί μαζί σου.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου.

Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου

να κρατηθείς και να μη πέσεις.

Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου

δεν είναι δικές μου.

Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο.

Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια

αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,

όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο

που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου

όταν κάποιες θλίψεις

σου σκίζουν την καρδιά,

όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου

και να μαζέψω τα κομμάτια της

για να την φτιάξουμε ξανά πιο δυνατή.

Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι

ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.

Μόνο μπορώ

να σ’ αγαπώ όπως είσαι

και να είμαι φίλος σου.

Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν

τους φίλους μου και τις φίλες μου,

δεν ήσουν πάνω

ή κάτω ή στη μέση.

Δεν ήσουν πρώτος

ούτε τελευταίος στη λίστα.

Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.

Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.

Να εκπέμπεις αγάπη.

Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.

Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις με τους άλλους.

Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες.

Να ακούμε την καρδιά μας.

Να εκτιμούμε τη ζωή.

Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι

ο πρώτος, ο δεύτερος ή ο τρίτος

στη λίστα σου.

Μου αρκεί που με θέλεις για φίλο.

Ευχαριστώ που είμαι. 


Jorge Luis Borges

Άτιτλο


Μας έκαναν να πιστέψουμε πως η αληθινή αγάπη, η δυνατή, συμβαίνει μόνο μια φορά, το πιθανότερο πριν τα 30 μας.

Δε μας είπαν ποτέ πως η αγάπη δεν είναι κάτι που μπορείς να προκαλέσεις ούτε έχει χρονοδιάγραμμα.

Μας έκαναν να πιστέψουμε πως ο καθένας μας είναι ένα μισό πορτοκάλι και πως η ζωή έχει νόημα μόνο όταν βρεις το άλλο μισό.

Δε μας είπαν πως γεννηθήκαμε ολόκληροι και πως κανείς στη ζωή μας δεν αξίζει να κουβαλήσει στην πλάτη του αυτή την τόσο μεγάλη ευθύνη του να συμπληρώσει ό,τι μας λείπει,

Μόνοι μας εξελισσόμαστε. 

Αν έχουμε καλή παρέα, είναι απλώς πιο ευχάριστο.

Μας έκαναν να πιστέψουμε σε μια φόρμουλα «δύο σε ένα», 

δύο άνθρωποι που μοιράζονται τον ίδιο τρόπο σκέψης, 

τις ίδιες ιδέες και πως έτσι μόνο δουλεύει.

Ποτέ δεν ειπώθηκε πως έχει ένα άλλο όνομα, ακύρωση, 

πως μόνο δύο ξεχωριστοί άνθρωποι με τη δική τους προσωπικότητα μπορούν να έχουν μια υγιή σχέση. 

Μας έκαναν να πιστέψουμε πως ο γάμος είναι ένας υποχρεωτικός θεσμός και πως οι φαντασιώσεις εκτός ορίου θα πρέπει να καταπιέζονται.

Μας έκαναν να πιστέψουμε πως οι λεπτοί και οι όμορφοι είναι αυτοί που αγαπιούνται περισσότερο, πως αυτοί που κάνουν λίγο σεξ είναι βαρετοί και αυτούς που κάνουν πολύ σεξ δεν πρέπει να τους εμπιστεύεσαι.

Μας έκαναν να πιστέψουμε πως υπάρχει μόνο μία φόρμουλα να είσαι ευτυχισμένος, η ίδια για όλους και πως όποιος ξεφεύγει από αυτό τον τρόπο είναι καταδικασμένος να γίνει εγκληματίας.

Δε μας είπαν ποτέ πως αυτές οι φόρμουλες μπορούν να πάνε στραβά, πως αναστατώνουν τους ανθρώπους, τους αποξενώνουν και πως μπορούμε να δοκιμάσουμε άλλες εναλλακτικές.

Δεν μας είπαν πως κανείς δε θα μας πει αυτά τα πράγματα. 

Ο καθένας θα πρέπει να τα μάθει από μόνος του. 

Και όταν φτάσουμε στο σημείο να ερωτευτούμε πρώτα τον εαυτό μας, τότε μόνο μπορούμε να ερωτευτούμε και κάποιον άλλον.


John Lennon

Δεκέμβρηδες του είκοσι


Πριν λίγες μέρες

προσπάθησα να ισορροπήσω

πάνω σε μια ξεχαρβαλωμένη

πλάκα πεζοδρομίου

στο διάζωμα που χωρίζει

τα αντίθετα ρεύματα της Θηβών

στο ύψος του Αιγάλεω

χαζεύοντας κάμποση ώρα

δυο υπαλλήλους του δήμου

να κρεμάνε ράθυμα

χριστουγεννιάτικες γιρλάντες

με μπλε φωτάκια

πάνω σε μια μεταλλική κολόνα

μπήκε ο Δεκέμβρης

ήρθαν τα χριστούγεννα

αλλά εσύ δεν ήσουν εκεί

να μοιραστούμε

τη χαρμόσυνη είδηση ή έστω

την ξεχαρβαλωμένη πλάκα

δώδεκα χρόνια πριν

κανείς δεν θα νοιαζόταν

Δεκέμβρη μήνα

για ένα ξηλωμένο πεζοδρόμιο

στη μέση της Θηβών

ή οποιουδήποτε άλλου δρόμου

μα αυτό δεν είναι κάτι νέο

και στο μεταξύ

ένα παλιό Νισάν

με κατεύθυνση προς Πειραιά

και ανοιχτά παράθυρα

(Δεκέμβρη μήνα, ε;)

πέρασε δίπλα μου

ουρλιάζοντας στα FM

«το κράτος εγγυάται»

ύστερα 

σε χρόνο ενεστώτα πια

(για τις ανάγκες της αφήγησης)

πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες

πέφτουν και οι πρώτες

βλαστήμιες

ο ψαρομάλλης υπάλληλος

με το κίτρινο γιλέκο

κρέμεται στην κολόνα

έχοντας τυλιγμένη γύρω του

μια γιρλάντα με μπλε φωτάκια

που αναβοσβήνουν χαρωπά

ενώ εκείνος βρίζει παναγίες

γιατί έχει απλώσει τα ρούχα

στο πίσω μπαλκόνι

αλλά έχει ξεχάσει

να κατεβάσει την τέντα

— σε αυτό το σημείο

σκέφτομαι ότι αν ήσουν εδώ

θα επαναλάμβανες

την αποστροφή σου

για τα μπαλκόνια, τα ύψη

και γενικά οτιδήποτε μπορεί

να σε απομακρύνει

από τον δρόμο

(συμφωνούμε)

(ωραία!)

στο μεταξύ

οι δρόμοι αδειάζουν

το Νισάν απομακρύνεται

οι υπάλληλοι καπνίζουν

η βροχή δυναμώνει

ο Σωτήρας εγγυάται

το Κράτος εγγυάται

το Δελτίο Καιρού εγγυάται

κι εγώ

ισορροπώ

και σε περιμένω

πάνω σε μια

ξεχαρβαλωμένη

πλάκα πεζοδρομίου

Δεκέμβρη μήνα

του είκοσι.


Γ.Δ. Σέρμυντ

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Επιστροφή


«… qui ne pouvait pas

croire à la fin du voyage»

J. Supervielle


Το τέλος ενός ταξιδιού μοιάζει πάντοτε με προδοσία

Μοιάζει με τις φυλακισμένες αναμνήσεις

Πως ήμασταν κάποτε νέοι

Και πιάναμε το σφυγμό της γης


Και γέρναμε απρόσεχτα στα κάγκελα της νύχτας

Μια σύντομη εναλλαγή

Κάθε φορά και νέες γνωριμίες

Ξεχνιούνται γρήγορα σαν τις παλιές κινηματογραφικές ταινίες

Τα ξενοδοχεία σού γνέφουν ερεθιστικά

Και φωτίζονται τη νύχτα με υποσχέσεις

Ανηφορίζεις την ανησυχία σου

Και φτάνεις στα τελευταία περίπου σπίτια μιας επαρχιακής πολιτείας

Εκεί ανάβεις την προσδοκία σου

Και ταλαντεύεσαι ανάμεσα στις τρεις αδερφές

Τρεις αδερφές τριπλή χαρά συλλαβίζεις με θλίψη

Σου εξηγούν πως το χιόνι θα στρώσει

Μα οι ματιές αφήνουν αυλάκια πύρινα το κατόπι τους

Νιώθεις απύθμενα ρίγη καθώς το τζάκι γελάει

Σκέφτεσαι την αυγή θα ‘σαι φευγάτος

Κάθε άνθρωπος έστω και ο πιο άσημος θα προδοθεί κάποια μέρα

Πολύ πριν απ’ το σπασμό

Ύστερα από την προσφορά του κυκλάμινου

Κάποιος φίλος ψιθύριζε κλεφτά

Πως κάποτε ένα σούρουπο

Έκλαψε ασυλλόγιστα μες στο μουσείο

Μπροστά στον πίνακα ενός ανώνυμου του 14ου αιώνα

Δεν ξαφνιαστήκαμε

Θρηνήσαμε κι εμείς χειρότερα

Για ακατάληπτα σχήματα

Για μουσικές αγίνωτες

Για έρωτες που εκπληρώθηκαν και για έρωτες που δεν θα ξαναρθούν

Ένα ταξίδι τελείωσε

Τώρα

Στην κορφή του ήρεμου βουνού

Σταυρώθηκαν οι τριάντα μας πόθοι

Κι ολονυχτίς υφαίνουμε τον σάλαγο της φλύαρής μας μνήμης


Κλείτος Κύρου

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Ἕνα ἔρημο ἄνθος

Βαθύτερο ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταραχὴ

ποὺ φέρνει μέσ᾿ στὸ στῆθος ἡ ἐπιθυμία

ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο.

Ποιὰ φωνὴ τὸ κυρίεψε καὶ μοιάζει σὰν νὰ δείχνει

τὴν ἄγνωστη γαλήνη μὲ μικρὰ χρώματα...

Εἶναι βγαλμένο στοὺς κινδύνους τῆς χαρᾶς

ἀμέριμνο σὰν ἰδέα.


Νίκος Καρούζος

Η μοίρα της γυναίκας του καθηγητή


Μια φορά ένας καθηγητής έφαγε κάτι με το οποίο βρισκόταν σε έντονη αντιπαράθεση και άρχισε να ξερνάει.  

Πήγε κοντά του η γυναίκα του και του είπε:

«Τι έπαθες;»

Αλλά ο καθηγητής είπε:

«Τίποτα».

Και η γυναίκα του έφυγε.

Ο καθηγητής ξάπλωσε στο ντιβάνι, έμεινε λιγάκι ξαπλωμένος, ένιωσε να συνέρχεται και είπε να πάει στη δουλειά του. Εκεί τον περίμενε μια έκπληξη: ο μισθός του ήταν πετσοκομμένος.  Αντί για 650 ρούβλια, πήρε μόνο 500. Ο καθηγητής άρχισε να τρέχει από τον ένα υπεύθυνο στον άλλο, χωρίς αποτέλεσμα. Πήγε στον διευθυντή και ο διευθυντής είπε πως δεν γνώριζε τίποτα. Ύστερα πήγε στον λογιστή και ο λογιστής του είπε να πάει στον διευθυντή. Κι ο καθηγητής πήρε το τραίνο να πάει στη Μόσχα.

Στον δρόμο αρρώστησε βαριά από γρίπη. Το τραίνο έφτασε στη Μόσχα κι εκείνος δεν μπορούσε ούτε να συρθεί μέχρι την πλατφόρμα.

Τον έβαλαν σ’ ένα φορείο και τον πήγαν στο νοσοκομείο.

Εκεί έμεινε τέσσερις μέρες και μετά πέθανε.

Το σώμα του το αποτέφρωσαν, έβαλαν την στάχτη σ’ ένα δοχείο και το έστειλαν στη γυναίκα του.

Λοιπόν, η γυναίκα του καθηγητή έτυχε να κάθεται και να πίνει καφέ. Ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι.

«Τι είναι αυτό;»

«Ένα δέμα για σας».

Η γυναίκα του καθηγητή ευχαριστήθηκε πάρα πολύ. Όλα πάνω της χαμογελούσαν. Έβαλε στο χέρι του ταχυδρόμου ένα φιλοδώρημα και, σε λίγο, να που ξετύλιγε κιόλας το δέμα. Κοιτάζει και βλέπει ένα δοχείο σαν κι αυτά που βάζουν τις στάχτες των νεκρών. Κι ένα μήνυμα: «Ό,τι απέμεινε από το ταίρι σας».

Η γυναίκα του καθηγητή δεν κατάλαβε τίποτα. Κούνησε το δοχείο, το κράτησε μπροστά στο φως, διάβασε το μήνυμα έξι-επτά φορές... Τελικά κατάλαβε τι είχε συμβεί και αναστατώθηκε τρομερά.

Η γυναίκα του καθηγητή αναστατώθηκε τρομερά, έκλαψε τρεις ολόκληρες ώρες και ύστερα αποφάσισε να θάψει το δοχείο. Το τύλιξε σε μιαν εφημερίδα και πήγε στον Κήπο του Πρώτου Πενταετούς Πλάνου.

Διάλεξε ένα πολύ απόμερο μονοπάτι και άρχισε να σκάβει για να θάψει το δοχείο, όταν την πλησίασε ένας φύλακας.

«Ε!» της φώναξε. «Τι κάνεις εκεί;»

Εκείνη φοβήθηκε και είπε:

«Μερικά βατράχια ήθελα να πιάσω μ’ αυτό το δοχείο».

«Α, καλά!» είπε ο φύλακας. «Αυτό δεν πειράζει. Μόνο να προσέχεις να μην πατάς το χορτάρι».

Όταν έφυγε, η γυναίκα του καθηγητή έθαψε το δοχείο με την στάχτη, πάτησε καλά το χώμα σ’ εκείνο το σημείο και πήγε να κάνει μια βόλτα στον Κήπο.

Σε λίγο τη διπλάρωσε ένας ναυτικός.

«Έλα, πάμε να ρίξουμε έναν υπνάκο», της είπε.

«Και γιατί να κοιμηθούμε με το φως της μέρας;» αποκρίθηκε εκείνη.

Όμως ο ναυτικός δεν το έβαλε κάτω: «Πάμε να κοιμηθούμε...» και «Πάμε να κοιμηθούμε...»

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, σε λίγο η γυναίκα του καθηγητή νύσταξε πραγματικά.

Περπατούσε στον δρόμο και δεν έβλεπε μπροστά της από τη νύστα. Οι άνθρωποι έτρεχαν γύρω της σαν κόκκινα και πράσινα σημάδια. Και εκείνη απλά ένιωσε να βυθίζεται στον ύπνο.

Κι έτσι, κοιμήθηκε περπατώντας. Κι ονειρεύτηκε πως ερχόταν προς το μέρος της ο Λέων Τολστόι, κρατώντας στο χέρι ένα καθήκι.

«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε.

Κι εκείνος της έδειξε με το δάχτυλο το καθήκι και της είπε:

«Εδώ μέσα έχω κάνει κάτι της προκοπής και τώρα πάω να το δείξω στον κόσμο. Πρέπει να το δούνε όλοι».

Η γυναίκα του καθηγητή πήρε το βλέμμα της από το καθήκι και κοίταξε τον Τολστόι και είδε πως δεν ήταν πια ο Τολστόι,  αλλά μια καλύβα και μέσα στην καλύβα βρισκόταν μια κότα.

Η γυναίκα του καθηγητή προσπάθησε να πιάσει την κότα, αλλά εκείνη πήγε και χώθηκε κάτω από έναν καναπέ και την κοίταζε· μα τώρα ήταν λαγός.

Η γυναίκα του καθηγητή τρύπωσε κι αυτή κάτω από τον καναπέ, για να πιάσει τον λαγό, και ξύπνησε.

Ξύπνησε και κοίταξε γύρω της και είδε πως όντως βρισκόταν κάτω από έναν καναπέ.

Και βγήκε από τον καναπέ και είδε το δωμάτιο, όπου καθόταν στην αρχή. Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν μισοτελειωμένος ο καφές της. Και πάνω στο τραπέζι βρισκόταν το μήνυμα: «Ό,τι απέμεινε από το ταίρι σας».

Η γυναίκα του καθηγητή έχυσε κι άλλα δάκρυα και κάθισε ν’ αποτελειώσει τον καφέ της, που είχε κρυώσει πια.

Ξαφνικά, κουδούνι.

«Τι να είναι;»;

Κάμποσοι άνθρωποι μπαίνουν μέσα και λένε:

«Πάμε».

«Πού;» ρωτάει η γυναίκα του καθηγητή.

«Στο ψυχιατρείο», απαντούν εκείνοι.

Η γυναίκα του καθηγητή άρχισε να ξεφωνίζει και στύλωσε τα πόδια, όμως οι άνθρωποι που είχαν μπει στο σπίτι την άρπαξαν και την πήγαν στο ψυχιατρείο.

Από τότε, σ’ ένα κρεβάτι, σε κάποιο ψυχιατρείο, κάθεται μια σχετικά φυσιολογική γυναίκα καθηγητή και κρατά ένα καλάμι του ψαρέματος και ψαρεύει στο πάτωμα ένα αόρατο ψάρι ή κάτι τέτοιο.

Αυτή η γυναίκα καθηγητή είναι μόνον ένα αξιοθρήνητο παράδειγμα του πόσοι δύστυχοι σ’ αυτόν τον κόσμο δεν κατέχουν στη ζωή τη θέση που θα έπρεπε να κατέχουν.


Daniil Kharms

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Συμβουλές για όσους λύνουν σταυρόλεξα


Να λύνετε σταυρόλεξα

Για να αποφύγετε μελλοντικά το αλτσχάιμερ


Στη λέξη έρωτας να ξέρετε ότι

Πάντα κάποιο γράμμα περισσεύει

Και κάποιο δεν σου φτάνει

Γι΄αυτό να δείχνετε μεγαλοψυχία και υπομονή

Στη λέξη αλήθεια

Τα γράμματα είναι πιο πολλά

απ΄όσα φαίνονται

και προπαντός απ΄όσα σας ζητούνται

στη λέξη εγώ υπάρχει ένας αριθμός γραμμάτων

αυστηρά προσωπικός που δεν χωράει πουθενά

η λέξη θάνατος γράφεται στα μαύρα τετράγωνα

με μια μελάνη που σβήνει ό,τι γράφει

στα άσπρα κρύβονται πολύ συχνά παγίδες

με σημασίες για τις οποίες δεν υπάρχουν λέξεις

παρά μονάχα το κυνήγι των γραμμάτων

που δεν οδηγεί όμως πουθενά.


όσο για την λέξη αγάπη

πάρτε καλύτερα μικρό καλάθι

με λίγο ψωμί και κρέας για να ταΐσετε τον λύκο

που ελλοχεύει στο βάθος του σταυρόλεξου.



από τη συλλογή «Αρχαία δίψα»

εκδ. Καστανιώτη 2020

Κατερίνα Καριζώνη

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Άτιτλο

 


έχω φίλες

που είναι μυρμήγκια 

οργανωτικές

καθαρές

πάντα προετοιμασμένες για τα επόμενα

και έχω φίλες

που είναι τζιτζίκια

πάντα ορεξάτες

για το παρόν

αφαιρούν

τα τραύματα τους

όπως τα παιδία

αφαιρούν τα φτερά τους

μα εκείνες δεν παύουν

ποτέ να πετάνε

και φίλες

πεταλούδες

αξιαγάπητες

στολίζουν 

τον κόσμο

και ας μην τους αξίζει

άλλες 

που χρόνια, τώρα

νιώθουν κατσαρίδες

κρύβονται

και μόνο

η αγάπη

τις βγάζει

απτούς υπονόμους

αρέσει σε όλες μας

να βουτάμε 

τις κεραίες μας

στο βρεγμένο χώμα

και φοβόμαστε

τα μεγάλα ζώα

κυρίως τους ανθρώπους

κυρίως όταν συμφωνούν

με τις ταξινομήσεις

και τους ρόλους

χωρίς να καταλαβαίνουν

πως εύκολα 

αλλάζουμε τη μορφή μας

και καμία δεν χάνεται

τους χειμώνες

και συ,

μαλάκα αίσωπε

ξέχασες να πεις

πως ο τζίτζικας

τραγούδαγε

για τις νύχτες

που πέρασε

με τον μέρμηγκα

παρέα

κρυμμένοι

κοντά δεκαεπτά χρόνια

από το βλέμμα σου


Μκχ