Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Ο καλλιεργητής


Εφύτεψα κομήτες
και των άστρων έσπειρα τον σπόρο
στους παρθένους αγρούς

Με αερόλιθους έχτισα το σπίτι μου
και είδα απ' τον φεγγίτη μου
τον κόσμο να γυρνάει γύρω μου

Ήπια το τονωτικό κρασί της μεσημβρίας
και στης σημύδας τα κλαδιά έψησα
τους υπέροχους κορυδαλλούς της
καρυκευμένους με καρδούλες μπουμπουκιών

Τα λιβάδια ξερνάνε την ψυχή
οι λιποθυμισμένες παπαρούνες σκορπάνε το αίμα τους
φυλλορροεί το ρόδο των ανέμων
και οι κόκκινες πέστροφες αυτοκτονούν όντας αιχμάλωτες

Από παλιά περίμενα την πιο μεγάλη μέρα
όπου των αστεριών ο θερισμός
θα μ' έφερνε θεός να γίνω

Ήδη όμως σκληραίνουν τα χέρια μου
αδειάζουν τα μάτια μου
σαπίζουν τα δόντια μου
και η γη τη σκόνη της αλέθοντας γυρίζει πάντα

Ivan Goll

Παράθυρο στη νύχτα


Τελευταίο βλέμμα
εκκολαπτήριο πάνω από την πόλη
τόσο μακριά και τόσο κοντά
είσαι άραγες εσύ το άστρο το μεγαλύτερο
ή η κάμαρα η πιο μικρή
που μένει ξάγρυπνη στη γη;

Είσαι κόσμος πύρινος
στα εξεγερμένα ποτάμια
στα όρη τα φλεγόμενα
από τις απαρχές των αιώνων;

Είσαι η στενή σοφίτα
όπου η μοναδική της λάμπα φέγγει
την ωχρή κεφαλή που έχει σκύψει
φοβισμένη πάνω απ' τη λευκή σελίδα;

Άστρο συμπάντειο
που μίκρυνες κι έγινες ανθρώπειο
ο διαβάτης που περνά σε χαιρετάει.

Ivan Goll

Οι εραστές της μοναξιάς



Πόσοι και πόσοι στις νυχτερινές κάμαρες μέσα
δεν ξεστρώνουν με τα εύθραυστα χέρια τους
τα μολυβένια σεντόνια

Τυφλό το μάτι του εκκρεμούς
η μοναξιά
κρέμεται από το σπανιολέτο
και το παντζούρι
χτυπάει σάμπως λαβωμένου άγγελου φτερούγα

Όσοι δεν κοιμούνται περιμένουν
περιμένουν τον άνεμο
του κόσμου το τέλος περιμένουν

Αχ να και η αυγή με χρώματα σμέουρου:
τη στυφή ξαναπαίρνει η ζωή γεύση του αίματος

Ivan Goll

Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Ένα φύλλο σ’ ένα δέντρο


Ένα φύλλο σ’ ένα δέντρο.
Άλλο φύλλο μες στον νου.
Τα δύο φύλλα
είναι σε διαφορετικά κλαδιά,
ο ίδιος όμως φθινοπωρινός άνεμος
θα τα ρίξει κάτω και τα δυό τους.

Roberto Juarroz 

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Νοικοκυρά

Ώρα ξεκούρασης
με τα χέρια σταυρωμένα σε σοδειές.
Είχα σωστά μετρήσει το αλεύρι,
μα βρέθηκα λίγο λειψή απ’ τη μεριά της ζάχαρης.
Δε θα μπορούσε να 'ναι αλλιώς.
Αυτή είναι η ζωή μου, ο διάδρομος που
ενώνει τα υπνοδωμάτια με το σαλόνι
τι άλλο; δεν τολμάω να πω,
κάτι μ’ απορροφά ύπουλα,
οι τοίχοι όπως λευκοί Πατριάρχες ευλογούν
τη δουλειά μου,
σαν σκύβω
δε βλέπουν
πως στύβοντας το σφουγγαρόπανο, τα
δάκρυά μου κυλάνε προς τις ρίζες τους.

Αθηνά Παπαδάκη

Η άνθρωπος



Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.

Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα, εγώ ή εκείνος;
Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως πότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καϋμός;
Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.

Πώς θα δω το πρόσωπό μου,
την ψυχή μου πώς θα παραδεχτώ,
όταν τόσο παλεύω
και δεν μπορώ ν' αρμοστώ.

«Ότι διά σου αρμόζεται
γυνή τω ανδρί.»

Δεν φαίνεται ακόμα το τραγικό
του απρόσωπου, ούτε κι εγώ
δεν μπορώ να το φανταστώ ακόμα, ακόμα.
Τι θα γίνει που τόσο καλά,
τόσα πολλά ξέρω και γνωρίζω καλλίτερα,
πως απ' το πλευρό του δεν μ' έβγαλες.

Και λέω πως είμαι ακέριος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι εγώ έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτε, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ' τον ήλιο
κι έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ' εκείνον ν' αντισταθώ
και δεν θέλω από κείνον τίποτα
να δεχτώ και δε θέλω να περιμένω.

Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δι' εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν' αγαπώ,

εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.

Από τη συλλογή Αντιθέσεις (1957)
Ζωή Καρέλλη

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος



Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του vα πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει

Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε

Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;
Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε vα παίξει με τους άρχοντες
Αρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα


Απο τη Συλλογη Του κόσμου (1978).
Ελένη Βακαλό

Πράσινο

Έχω πράσινα μάτια και το δικαίωμα να ορίσω
Καθώς το αγριόχορτο
Τα έργα των πολιτειών και τη μοναξιά των μνημείων.
Το δικαίωμα να διαγράψω την Ιστορία
Καθώς ο μικρότερος αδελφός, που κατέβηκε το πηγάδι
Και βγήκε στον ουρανό.
Το δικαίωμα να συλλαβίσω φύλλα κι αγκάθια
Καθώς αειθαλές
Στους πνεύμονες των πάρκων
Και στην ασυδοσία της ρεματιάς.
Η έπαρσή μου είναι του πράσινου
Κι έχω δικαίωμα,
Επιβάλλοντας σιωπή στην έρημο, ν' αφουγκραστώ
Τη λαχτάρα μου να υπάρξω, που διακλαδίζεται,
Βαθιά, ραγίζοντας
Την πιο δυνατή λαχτάρα μου, να υπάρξει
Ο κόσμος.

Από τη συλλογή Σχεδόν χωρίς προοπτική δυστυχήματος (1971)
Παυλίνα Παμπούδη

Το σώμα και η αμαρτία



Να αμαρτάνεις με τον πιο ενάρετο τρόπο
είπε
και εξαγνισμός να είναι η ακολασία σου.

Να περιστρέφεσαι πλανήτης
αστέρας η τιμωρία σου —
είπε
ο απλανής εγώ να παρατηρώ.

Έτσι
ατελεύτητη θα είναι η περιφορά σου
μα πάντα καινούρια,
ο χρόνος σου αιώνιος θα είναι
κι ανεπανάληπτος ο οργασμός σου
το σώμα σου θα είναι παρόν
μα η ψυχή σου μέλλον.

Να δοξαστεί το παρελθόν
κι η ιστορία να γίνει
επιτέλους
παραμύθι.

Από τη συλλογή Μεταγραφή ημερολογίου (1984)
Άντεια Φραντζή

Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Η ιστορία του λύκου μου



Ποιος να προφητέψει πια
σε τούτες τις κορφές;
Κουραστικό το όνειρο
γλιστράει απ’ τα αστέρια
σκοτεινοί οι κρατήρες της γης
σιγάζουν το χαμό.

Τη βρίσκω την αυγή
πάντα με κόπο
χαλώ με το νύχι τις μεγάλες επιφάνειες
χωρίς ανταύγεια.
Σκληραίνουν τα νερά
παλιά παραμύθια
για αδελφότητες ζώων
τελειώνουν στην πέτρα.
Πεθαίνουν οι κύκνοι
ωραίες γραμμές οι λαιμοί
στο κέντρο ήλιος.
Περιμένω ν’ αλλάξει ο αέρας
να φέρει φτερά πράσινων πουλιών
χελιδονόψαρα, καλαμπόκι
άγγιγμα απ’ τον Ισημερινό
πορείες για  προσκυνήματα
στους Τάφους.

Υποφέρει ο χρόνος μες τη μέρα
και στο δάσος μου το φως
έχασε το μονοπάτι
και πέρασε στον ωκεανό.
Τέλεια η απομάκρυνση
στην πέρα πλαγιά οι κοινωνίες
κι οι εκκλησίες
γιορτές θάνατοι
στην πέρα πλαγιά.

Τρύπωσαν στην τρίχα μου
παλαβά στρείδια
αγκάθια μενεξελιά
μικρότατα δαιμονικά
σκληρίζουν, θορυβούν
πότε δείχνουν την Ανατολή
πότε τη δύση
στραβό με λένε
καλό τρελό στην πείνα
με φαντασίες
γυμνός στο κρύο…
Περιμένω το θαύμα
ίσως με το σούρουπο
κάποια καλή μυρωδιά
απάντηση στη δίψα ένα τραγούδι
ίσως.
Χλιαρή η ανάσα μου
στα χαμηλά βότανα
μικρά τα ερπετά
τρέμουν τη μοναξιά μου.
Αν πεθάνει –σιγομιλούν-
θα σκορπίσει και η αναμονή
κι η έρημος παντοδύναμη θα ’ναι
ως τους πλανήτες.

Οι λύκοι δεν πηγαίνουν στη θάλασσα-
τρομάζουν τα πέλματα στην άμμο.
Όμως μοιάζει η παραλία στην ελπίδα.
Απλώνεται και μένω πιστός.
‘Όλα εδώ θα φτάσουν με τον καιρό.
Η άνοιξη δεν προδίδει
έρχεται απ’ τους υδάτινους ορίζοντες
ως τις μυγδαλιές
και τις κιτρινωπές νεκρές αλεπούδες.
Όμοιο το χώμα
στρώνει αγάπες και προσκαλεί.
Παλιά ταξίδια στα βάραθρα
-ήταν μόνο οι σκιές των αετών από πέρα-
κούρνιασαν στο όνειρο
το αρχαίο ζευγάρι πλάθει τους αγρούς.

Φεύγει ο άνεμος βορινός
με θαύματα σκληρότητας.
Εδώ στο ακροθαλάσσι
δεν παιδεύουν οι δύσες
κι είναι ωραίες οι μέρες
με τους καθρέφτες των βυθών
στους ουρανούς.

Ας είναι κι έτσι με τη γη.
Στάχυα και χελιδόνια
παρασύρουν την αγιοσύνη στην ακτή.

Συντρίβεται στους βράχους.

 [από τη συλλογή Λύκοι και Σύννεφα 1963]
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Τροία


Πόσοι στο πέλαγος, πόσοι πνιγμένοι
κι όσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουν-
όλοι περίμεναν να σ’ αντικρύσουν.
Μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει.
Στις αμμουδιές, θυμήσου, οι πεθαμένοι,
καθώς περνάς, γυρεύουν να μιλήσουν.
Κείνα που χτίσαμε θα μας γκρεμίσουν.
Μοιάζει να νίκησαν οι νικημένοι.
Τούτη την άνοιξη, κανείς δεν ξέρει!
Ο ποταμός μού γέμιζε το στόμα
κι ο ήλιος με κρατούσε από το χέρι.
Τ’ άλογα γύριζαν χωρίς το σώμα.
‘Οταν ξανάρθαμε το καλοκαίρι,
Θε μου, πώς άλλαζαν οι πύργοι χρώμα!
Νάνος Βαλαωρίτης

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Έτσι που τραύλισα


Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν
γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας
Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη
Ανάσα και χειρονομία καμμιά μέσ’ στα αδειανά φωνήεντα
κι ούτε ένα τρίξιμο απ’ τα σύμφωνα
και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού
και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους
Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο
βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά
πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων
όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά
μιλάει μόνο με σήματα
μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς
στις φαντασμαγορίες του τίποτε
Έτσι κι εμείς αδειάσαμε
και μας ψέκασαν με αναισθητικό
έτσι που αποξενωθήκαμε απ’ τον πόνο
– αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση... –
κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ’ τον πόνο
Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές
σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό
Αλλά το τρομερό καραδοκεί
Ό, τι δεν είναι τέχνη μέσ’ στην τέχνη
αυτό
το ανθρώπινο
αυτό
κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει

Βύρων Λεοντάρης


Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Σκάκι


Ένας κόσμος-ένας κόσμος τετράγωνος ο κόσμος μου.
Στις απλοποιημένες του διαστάσεις χαρακώνονται οι ορίζοντες των
ημερών, της ισονυκτίας η αντιθετική επιφάνεια.
Όλα τα εγκλήματα της ζωής-πανουργίες φόνοι-ξαναζούν απάνου
στο σιντέφι και στον όνυχα όπου επίπονα γλιστρούν άκαρδου
νου τα φιλντισένια σύμβολα τα είδωλα από κοράλλι.
Ο δρόμος τους, οι επικίνδυνοι σταθμοί των, οι απογοητεύσεις και
τα λάφυρα-χαρές γι αυτό που ήτανε καρδιά.
Τώρα με του χεριού τη σπάνια κίνηση να περιπλέξει το ξερό
παιχνίδι.
Το αίμα που κυλάει, οι βιασμοί, ό,τι κρυφό έχει η ψυχή, δε διακρίνεται
στις αυστηρές του μεταβολές.
Όσοι όμως ξέρουν τους κανονισμούς, στο κάτοπτρο βλέπουν τις
φρικτές εικόνες που δύο παίκτες κλείσανε σ’ εβένινο πλαίσιο
και προσπαθούν με λιτές κούκλες να σκεπάσουν.

Νικόλαος Κάλας