Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Εύφλεκτη η απόσταση

Ἀσυγχώρητη ἀπροσεξία
νὰ μοῦ στείλεις ἐπὶ χάρτου ἐφημερίδας
ὁλοσέλιδή τη φωτογραφία σου
μὲ ἀναμμένο τὸ τσιγάρο της.

Ἂν ἔπιανε φωτιὰ ἡ παραλαβή;
Ποιὰ πυροσβεστικὴ
ψυχραιμία εἰς μάτην θὰ καλοῦσα
σὲ ποιὸ διανυκτερεῦον ἔγκαυμα
θὰ ἔτρεχα ἀνήμπορο ἐγὼ χαρτὶ καμένο
σὲ ποιὰν ἐξαντλημένη θεραπεία

σὲ ποιὰν ἀποζημίωση μετά.
Ἀσφάλεια ἀναθρώσκοντος καπνοῦ
δὲν ἔχω κάνει.

Κική Δημουλά

Μιλῶ...


Μιλῶ γιατὶ ὑπάρχει ἕνας οὐρανὸς ποὺ μὲ ἀκούει

Μιλῶ γιατὶ μιλοῦν τὰ μάτια σου
Καὶ δὲν ὑπάρχει θάλασσα δὲν ὑπάρχει χώρα
Ὅπου τὰ μάτια σου δὲ μιλοῦν

Τὰ μάτια σου μιλοῦν ἐγὼ χορεύω
Λίγη δροσιὰ μιλοῦν κι ἐγὼ χορεύω
Λίγη χλόη πατοῦν τὰ πόδια μου
Ὁ ἄνεμος φυσᾶ πού μᾶς ἀκούει

Γιώργος Σαραντάρης

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Στο μπαρ


Με την κοπέλα του πήγαιναν
ν’ ακούσουν έναν περίφημο νέγρο τραγουδιστή
σ’ ένα από τα πολυσύχναστα μπαρ της νεολαίας.
Πριν από την είσοδο την προειδοποίησε:

«Μου αρέσει μια γυναίκα
που ίσως έρθει στην παρέα απόψε.
Με το δέος και την κατάνυξη
που μπαίνει κανείς σε μια εκκλησία
έτσι θα έμπαινα στο σώμα της,
και θα με έτρωγε η αγωνία
να την ευχαριστήσω,
και να φανώ αντάξιος-
ενώ με σένα δεν με νοιάζει,
με σένα κάνω έρωτα αδιάφορα,
όπως μιλάω».

Ήταν μαγευτική η ατμόσφαιρα στο μπαρ,
ο κόσμος είχε ενωθεί με τους ρυθμούς
και τη φωνή του τραγουδιστή.
Η κοπέλα μουδιασμένη καταλάγιαζε
την ταραχή της.
Η ωμότητα του φίλου της
την εμπόδιζε να ενωθεί με οτιδήποτε.

Αλεξάνδρα Μπακονίκα

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Τοπίο


-Ἕνα κορίτσι πνίγεται μέσα στὸ μαῦρο
ἐγὼ ἀνεβαίνω σ᾿ ἕναν ἄσπρο οὐρανό

Μέσα στὸν ἔρημο χιονιὰ
ἕνας παπὰς κατάμαυρος μέσα στὴν παγωνιὰ
λίγα μαῦρα πουλιὰ σ᾿ ἕνα κλαδὶ
κι ἕνα μόνο λουλούδι
καὶ μιὰ φωνή:

-Ἐγὼ ἀνεβαίνω σ᾿ ἕναν ἄσπρο οὐρανὸ
μέσα στὸ μαῦρο πνίγεται ἕνα κορίτσι

Μίλτος Σαχτούρης


Μαχαίρι




Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
-όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες-
που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ' Αλγέρι.

Θυμάμαι, ως τώρα να 'τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:

«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν' αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.

Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε.
ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.

Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.

Σκύψε και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είναι αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις.»
-Πόσο έχει; - Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις πάρ΄το.

Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που η ιδιοτροπία μ' έκαμε και το 'καμα δικό μου,
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...

Νίκος Καββαδίας


Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Η κόρη της αβύσσου

Στη μνήμη του Φρανσουά, του Κάρολου και του Αρθούρου

Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.
Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.
Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.
Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.
Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.
Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τ’ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.
Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.
Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.
Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.
Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.
Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.
Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.

(Που είναι τα πουλιά;)
Γιώργος Παυλόπουλος


Δεν έχεις τι να χάσεις


Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.

Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
- ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.

Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.

Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.

Κική Δημουλά

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

το ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου

Από μακριά την είδα νά ‘ρχεται καταπάνω μου. Φορούσε παπούτσια πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη. Ως κι ο σκύλος πίσω της, βουτούσε ως τα μισά μέσα στο μαύρο.
Γέρασα να περιμένω, αλήθεια.
Κι είναι τώρα πολύ αργά για να καταλάβω πως όσο εκείνη προχωρούσε, τόσο το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν επρόκειτο να συναντηθούμε ποτέ.


Ακόμη βρέχει. Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει.
Κι αιωνίως θα κυκλοφορώ με μιαν ομπρέλα
 ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ
γεμάτη ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία.

1984
Οδυσσέας Ελύτης 

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Φιλημένη

Καθόμαστε αμίλητοι-θυμήσου, κοπελιά μου-
ερόδιζες από ντροπή-αλήθεια 'ναι ή ψέμα;-
κι άφηνες το κεφάλι σου να σιγογείρει χάμου
όταν το βλέμμα σου έσμιξε με το δικό μου βλέμμα.
Σου ζήτησα ο άμοιρος ένα φιλί μονάχα
εσύ μου το αρνήθηκες με τη γλυκιά φωνή σου
κι έγειρες το κεφάλι σου-να το θυμάσαι τάχα;-
μα 'γω το "ναι" εδιάβασα στα μάτια, τη μορφή σου.
Σ'αγκάλιασα, σε φίλησα, χωρίς να σε ρωτήσω
εσύ φαινόσουν, πονηρή, πως ήσουν θυμωμένη
και να ξεφύγεις ήθελες...μα όχι να σ'αφήσω
εγλίστρισες και μου 'φυγες...είσ'όμως φιλημένη.

Κώστας Καρυωτάκης

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Τὰ χέρια

Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕνα μεγάλον ἴσκιο
τὸ χρῶμα τῆς αὐγῆς τὸ αἰσθάνομαι στὰ δάχτυλά σου.
Ξέχασε τὸ ψέμα ποὺ σὲ βοήθησε νὰ ζήσεις
γύμνωσε τὰ πόδια σου, γύμνωσε τὰ μάτια σου,
μᾶς μένουν λίγα πράγματα ὅταν γυμνωθοῦμε
ἀλλὰ τὰ βλέπουμε στὸ τέλος πιστά.

Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι πάντα σ᾿ ἕνα μονοπάτι,
τ᾿ αὐλάκια χαλασμένα δεξιὰ κι ἀριστερά, στὴν ἄκρη
τὸ σπίτι μὲ γυαλιὰ ποὺ τὸ χτυπάει ὁ ἥλιος, ἄδειο.
Σκέφτηκα τὰ δάχτυλά σου νὰ χτυποῦν τὰ τζάμια
σκέφτηκα τὴν καρδιά σου νὰ χτυπᾷ πίσω ἀπ᾿ τὰ τζάμια
καὶ πόσο λίγα πράγματα χωρίζουν ἕναν ἄνθρωπο
ποῦ δὲν τὰ ξεπερνᾷ.

Δὲν ξέρεις τίποτα γιατὶ κοίταξες τὸν ἥλιο.
Τὸ αἷμα σου στάλαξε στὰ μαῦρα φύλλα τῆς δάφνης
τ᾿ ἀηδόνι, περασμένες νύχτες, μάρμαρα στὸ φεγγάρι
καὶ στὸ ποτάμι τό ῾συρα κι ἔβαψε τὸ ποτάμι.

Συλλογίζομαι, ὅταν συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
τὶς φλέβες μου καὶ τὸ μυστήριο τῶν χεριῶν σου ποὺ ὁδηγοῦν
κατεβαίνοντας προσεχτικὰ σκαλοπάτι τὸ σκαλοπάτι.
Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕναν μεγάλο κῆπο



Γιώργος Σεφέρης

Η συντομία του ονείρου

Tρέχει μέσ' στα χαράματα το ελάφι
που είναι η χαρά μου τόσος αντίλαλος
εδώ που κατοικώ
ένα πουλί από καπνό ανέρχεται στο ξημέρωμα.
Iδού ο Tρέχων
έχει σφάξει το αρνί στις πηγές των υδάτων.
Θριαμβική νεφέλη όχημα παλαιό ιδού ο Tρέχων
και το σύρουν
άλογα τρυπημένα στα λάμποντα πλευρά.
Mέσα στο όχημα βρίσκομαι και πηγαίνω
προς τον άγνωστο προορισμό μου.


(από Tα Ποιήματα, A΄, Ίκαρος 1993)
Νίκος Καρούζος

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Νύχτα του Άγρυπνου Έρωτα


Νύχτα πάνω από τους δυο με πανσέληνο, 
εγώ βάλθηκα να κλαίω κι εσύ γελούσες. 
Η καταφρόνια σου ήταν ένας Θεός, τα δικά μου παράπονα 
στιγμές και περιστέρια αλυσοδεμένα. 

Νύχτα κάτω από τους δυο. Κρύσταλλο οδύνης, 
έκλαιγες εσύ από βάθη απόμακρα. 
Ο πόνος μου ήταν ένας σωρός από αγωνίες 
πάνω στην αδύναμη καρδιά σου από άμμο. 

Η αυγή μας έσμιξε πάνω στο κρεβάτι, 
τα στόματα βαλμένα πάνω στο παγωμένο σιντριβάνι 
του αίματος τ αστείρευτου που χύνεται. 

Κι ο ήλιος μπήκε απ το κλειστό μπαλκόνι 
και το κοράλλι της ζωής άπλωσε το κλαδί του 
πάνω στην καρδιά μου τη σαβανωμένη. 

Federico Garcia Lorca

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Ρομαντικό Ηλιοβασίλεμα


Πόσο ο ήλιος είναι ωραίος όταν ολόδροσος ανατέλλει,
σαν μια έκρηξη μας εκτοξεύει την καλημέρα του!
- Πανευτυχής εκείνος - εκεί που μπορεί μαζί με τον έρωτα
να χαίρεται την δύση του πιο δοξασμένη κι απ' όνειρο!

Θυμάσαι! Όλα τα είδα, λουλούδι, πηγή, αυλάκι,
να λιγώνονται κάτω απ' το μάτι του σαν καρδιά που πάλλει...
- Ας τρέξουμε προς τον ορίζοντα, είν' αργά, ας τρέξουμε γρήγορα,
για να αδράξουμε τουλάχιστον της δύσης την ηλιαχτίδα.

Αλλά μάταια κυνηγώ τον Θεό που αποσύρεται,
Η ακάθεκτη Νύχτα εγκαθιστά το βασίλειο της,
μαύρη, υγρή, απαίσια, γεμάτη ανατριχίλες.

Μια μυρωδιά τάφου μες της νύχτας τα σκοτεινά πέπλα επιπλέει,
και το πόδι μου φοβισμένο συνθλίβει, στου βάλτου την όχθη,
απρόβλεπτους φρύνους και κρύα σαλιγκάρια.

Charles Baudelaire

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Ἐσμεράλδα

Στὸ Γιῶργο Σεφέρη

Ὁλονυχτιὲς τὸν πότισες μὲ τὸ κρασὶ τοῦ Μίδα
κι ὁ φάρος τὸν ἐλίκνιζε μὲ τρεῖς ἀναλαμπές.
Δίπλα ὁ λοστρόμος μὲ μακριὰ πειρατικὴ πλεξίδα
κι ἀλάργα μας τὸ σκοτεινὸ λιμάνι τοῦ Gabes.

Ἀπὰ στὸ γλυκοχάραμα σὲ φίλησε ὁ πνιγμένος
κι ὅταν ξυπνήσεις μὲ διπλὴ καμπάνα θὰ πνιγεῖς.
Στὸ κάθε χάδι κι ἕνας κόμπος φεύγει ματωμένος
ἀπ᾿ τὸ σημάδι τῆς παλιᾶς κινεζικῆς πληγῆς.

Ὁ παπαγάλος σοῦ ῾στειλε στερνὴ φορὰ τὸ «γειά σου»
κι ἀπάντησε ἀπ᾿ τὸ στόκολο σπασμένα ὁ θερμαστὴς
πέτα στὸ κύμα τὸν παλιὸ ποὺ ἐσκούριασε σουγιᾶ σου
κι ἄντε μονάχη στὸν πρωραῖον ἱστὸ νὰ κρεμαστεῖς.

Γράφει ἡ προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «σὲ προδίνω»
κι ὁ γρύλος τὸ ξανασφυράει στριγγὰ τοῦ τιμονιοῦ.
Μὴ φεύγεις. Πές μου, τό ῾πνιξες μία νύχτα στὸ Λονδίνο
ἢ στὰ βρομιάρικα νερὰ κάποιου ἄλλου λιμανιοῦ;

Ξυπνᾶν οἱ ναῦτες τοῦ βυθοῦ ρισάλτο νὰ βαρέσουν
κι ἀπὲ νὰ σοῦ χτενίσουνε γιὰ πάντα τὰ μαλλιά.
Τρόχισε κεῖνα τὰ σπαθιὰ τοῦ λόγου ποὺ μ᾿ ἀρέσουν
καὶ ξαναγύρνα μὲ τὶς φώκιες πέρα στὴ σπηλιά.

Τρεῖς μέρες σπάγαν τὰ καρφιὰ καὶ τρεῖς ποὺ σὲ κάρφωναν
καὶ σὺ μὲ τὶς παλάμες σου πεισματικὰ κλειστὲς
στερνὴ φορὰ κι ἀνώφελα ξορκίζεις τὸν τυφώνα
ποὺ μᾶς τραβάει γιὰ τὴ στεριὰ μὲ τοὺς ναυαγιστές.

Νίκος Καββαδίας

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Υψίπεδον της διελεύσεως


(απόσπασμα)
[…] Όλα στη γη θέλουν αγάπη και στοργή
Είμαστε κλώνοι με πεφτάστερα μπλεγμένα μες στα φύλλα
Της λεωφόρου που μας έρχεται και κατευθύνει
Τα γάργαρα συμπλέγματα των πανηγύρεων
Σε κάθε στροφή του δρόμου μες στο δάσος
Με τα πολύχρωμα πουλιά και τα μαμούνια
Που φτερουγίζουν μες στα γέλια των παιδιών
Με τα τζιτζίκια που αγάλλονται στη ζέστη
Και προκαλούνε στύσεις στους πατέρες
Και προκαλούνε στύσεις στους υιούς
Μπροστά στις εξαδέλφες και τις φίλες
Μέσα στα σμήνη των παλμών των οδοιπόρων
Πόθοι αγοριών και πόθοι κορασίδων
Πόθοι ανδρών και πόθοι γυναικών
Τρούλοι ψηλοί και ουρανομήκεις καπνοδόχοι
Ζητωκραυγάζουν την ανάγκη των ερώτων
Μέσα στις πόλεις και τους κάμπους
Μέσα στα όρη και τα δάση
Μέσα στους βράχους και τις πέτρες
Πίδακες της ανέμποδης αναπηδήσεως
Και πύραυλοι που δεν μαραίνει ο χρόνος την αλκή τους
Ζητωκραυγές κι ακατανόητα τραγούδια
Κραυγάζουν την ανάγκη των ερώτων
Με τα κουτιά τους ανοιγμένα
Με τα κόκκινα χείλη τους βρεγμένα
Με τα γαλάζια βλέφαρα ανοιχτά
Προς τα πελάγη και τον γαλαξία
Του στήθους και του σπέρματος που αναβλύζει.

Ποιήματα, Εκδόσεις Γαλαξία
Α. Εμπειρίκος

Πάντα για πρώτη φορά

Πάντα για πρώτη φορά
Μετά βίας σε γνωρίζω εξ όψεως
Επιστρέφεις εκείνη την ώρα της νύχτας σε ένα σπίτι
πλάγια απ' το παράθυρό μου
Σπίτι ολάκερα φανταστικό
Είναι εκεί που από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο
Μέσα στο απαράβατο σκοτάδι
Περιμένω να συμβεί μία φορά ακόμα το συναρπαστικό ρήγμα
Το ρήγμα το μοναδικό
Στην πρόσοψη και στην καρδιά μου
Όσο πιο κοντά σου έρχομαι
Στην πραγματικότητα
Όσο περισσότερο το κλειδί τραγουδά στην πόρτα του άγνωστου δωματίου
Όπου μου φανερώνεσαι μονάχη
Στην αρχή ενώνεσαι ακέραιη με τη φωτεινή
Τη φευγαλέα γωνία μιας κουρτίνας
Είναι χωράφι γιασεμιών που ατένισα χαράματα
σε ένα δρόμο στα περίχωρα της Grasse
Με το διαγώνιο ράπισμα των κοριτσιών ενώ συλλέγουν
Πίσω τους τα σκοτεινά να πέφτουνε φτερά των γυμνωμένων φυτών
Μπροστά τους η πλατεία εκτυφλωτικού φωτός
Η αυλαία αόρατα ανεβασμένη
Σ' έναν παροξυσμό τα άνθη συρρέουν όλα μέσα
Είσαι εσύ σε πάλη ενάντια στην ώρα εκείνη την τόσο μακριά ποτέ
αρκετά θολή μέχρι τον ύπνο
Εσύ σαν να μπορούσες να 'σαι
Η ίδια παρά τ' ότι εγώ δε θα σε συναντήσω ίσως
ποτέ
Κάνεις να φαίνεται σα να μην ξέρεις πως σε παρακολουθώ
Με τρόπο θαυμαστό δεν είμαι πλέον σίγουρος ότι το ξέρεις
Η απραξία σου μου φέρνει δάκρυα στα μάτια
Ένα σμήνος ερμηνείες περιβάλλει την κάθε σου χειρονομία
Είναι ετούτο ένα κυνήγι του μελιού
Είναι καρέκλες κουνιστές του καταστρώματος είναι κλαδιά
που κινδυνεύεις να σε γδάρουν μες στο δάσος
Είναι σε μια βιτρίνα της οδού Notre-Dame-de-Lorette
Δυο σταυρωμένες γάμπες όμορφες πιασμένες με ψηλές κάλτσες
Που ξεχειλώνουν στην καρδιά ενός μεγάλου άσπρου τριφυλλιού
Είναι μια μεταξένια σκάλα που ξεδιπλώνεται πάνω από τον κισσό
Είναι
Τι άλλο από την κλίση μου πάνω από τον γκρεμό και από την δική σου απουσία
Βρήκα το μυστικό κλειδί
Του να σε αγαπώ
Πάντα για πρώτη φορά


μετάφραση: Μ. Θεοφιλάκου
Andre Breton

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Υπερασπίζοντας τον εαυτό μου

Πριν τα σκεπτικά του σπλάχνα κατασπαράξετε
Πριν τον προσβάλετε με λόγια και με έργα
Πριν τον εξοντώσετε
Αποτιμήστε τον τον τρελό
Την αναντίρρητή του κλίση στην ποίηση
Το δέντρο του που μεγαλώνει γύρω απ¢ το στόμα
Με τις ρίζες πλεγμένες στα ουράνια.
Αυτός μας αντιπροσωπεύει ενώπιον του κόσμου
με την επώδυνη ευαισθησία του σαν σε γέννα.

Raul Gomez Jattin

Επιτύμβιος οίστρος

Κάθε πότε ν’ αλλάζουν άραγες οι θεοί
        μπαταρίες στο φεγγαράκι;
Δεν υπολήπτομαι καμιά ερώτηση κι όμως
ας παίζουμε γοερά τους ενδιαφερόμενους.
Οι αριθμοί δεν είναι μάρτυρες όχι!-
μάλιστα θα ’λεγα πως κρύβουν ένα φλάουτο


(Αντισεισμικός Τάφος, Εστία, 1984)
Νίκος Καρούζος

Αγαπώ την ώρα


Αγαπώ την ώρα που έρχεσαι
Σαν ανοιχτή γαλάζια ημέρα
Μ’ ένα στόμα σαν κρίνο

Τα δάκρυα ανοίγουν στο πρόσωπο
Όπως ένα ποτάμι
Τ’ απέραντα μάτια

Τα χέρια σου ταξιδεύουν
Σα λευκά περιστέρια

Δώσ’ μου τη δύναμη να κοιτάζω τον ήλιο
Να βλέπω το πρόσωπό σου

Άστρα στολίζουν το μέτωπο
Βυθισμένο στο κύμα της εικόνας σου
Μακρινό καθρεφτισμένο πρωινό

Είναι ένα αίνιγμα
Ένα
Μυστικό

Από τη συλλογή Άνθρωποι και πουλιά (1947)
 Γιώργος Θέμελης

Θάνατοι


Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα
την έχουν μέσα τους.

Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
κι απ' τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,
χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων·

ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια·

ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
κι ο λόγος σας εδιάλεξε για τάφο,
ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
και τον καημό δεν είπατε που γράφω·

μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου.

Από τη συλλογή, Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων(1919)
Κώστας Καρυωτάκης