Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Ωδή στον Ντούριν


Όταν ο κόσμος ήταν νέος και τα βουνά θαλερά,
κανένα στίγμα δε φαινόταν στο Φεγγάρι,
μήτε λέξεις στο ρυάκι ή στην πέτρα,
όταν ο Ντούριν ξύπνησε κι άρχισε να βαδίζει.
Ονόμασε τους ανώνυμους λόφους και τις κοιλάδες·
ήπιε από πηγάδια που κανείς δεν είχε γευτεί·
σταμάτησε και κοίταξε στο Μίρορμερ,
όπου είδε ένα στέμμα άστρων
–σα να ‘ταν από πετράδια συνυφασμένα μ’ ασημένια κλωστή–,
πάνω απ’ το κεφάλι του στη σκιά.
Ο κόσμος ήταν δίκαιος, τα βουνά ψηλά,
τις Πρεσβύτερες Ημέρες πριν την πτώση
των μεγάλων βασιλέων  της Νάργκοθροντ
και Γκόντολιν, που τώρα έχουν περάσει μακριά,
πέρα απ’ τη Θάλασσα  στη Δύση.
Ο κόσμος ήταν δίκαιος, λοιπόν, την εποχή του Ντούριν.Βασιλέας ήταν σε σκαλισμένο θρόνο,
σε πέτρινες αίθουσες με πολλούς πυλώνες,
μ’ επαργυρωμένα πατώματα κ’ επιχρυσωμένες οροφές,
με ρούνους δύναμης στις πύλες.
Το φως του ήλιου, των άστρων και του φεγγαριού
σε πελεκημένους από κρύσταλλο φανούς έλαμπε,
δίχως να σκιάζεται από σύγνεφο ή της νυκτός σκιές.
Εκεί στεκόταν, πάντα δίκαιο κι ολόλαμπρο.
Εκεί το σφυρί χτυπούσε τ’ αμόνι,
εκεί το κοπίδι έσκιζε κι ο χαράκτης χάραζε·
εκεί σφυρηλατούσαν τη λεπίδα κ’ έδεναν τη λαβή·
ο ανθρακωρύχος έσκαβε κι ο αρχιτέκτων έχτιζε·
εκεί το βηρύλλιο, η πέρλα και τ’ ωχρό οπάλιο
μαζί με τ’ ατσάλι κατεργάζονταν σα να ‘ταν λέπια ψαριού.
Η ασπίδα κι ο θώρακας, το τσεκούρι και το σπαθί,
οι αστραφτερές λόγχες στοιβάζονταν σα θησαυρός.
Ακούραστος τότε ο λαός του Ντούριν·
κάτω απ’ το βουνό η μουσική ξενυχτούσε:
οι αρπιστές άρπιζαν, οι ραψωδοί τραγουδούσαν
και στις πύλες οι τρομπέτες ηχούσαν.

Τώρα, ο κόσμος είναι γκρίζος, τα βουνά γερασμένα,
η φωτιά του σιδηρουργείου σποδός·
μήτε άρπα ηχεί, μήτε κι ο πέλεκυς:
το σκοτάδι εδράζεται στις αίθουσες του Ντούριν·
μια σκιά πάνω απ’ τον τάφο του,
στη Μόρια, στη γέφυρα του Κάζαντ-ντουμ.
Μα ακόμα τα βυθισμένα άστρα εμφανίζονται
στο μαύρο και δίχως θόρυβο Μίρορμερ·
εκεί κείται το στέμμα του, στα βαθειά νερά,
μέχρι ο Ντούριν απ’ τον ύπνο να σηκωθεί ξανά.

J.R.R. Tolkien

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου