Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Νυχτερίδες

  


Ο εαυτός μου δυσκολεύει τις μέρες μου

Μα αν τον ρωτήσεις, λέει πως προσφέρει

Μπαίνει μες στο μυαλό μου τα μεσάνυχτα

Κι οι στίχοι του είναι μαύροι σαν λεφτά από νταλαβέρι

Ζω για τα κίτρινα φώτα

Που ανάβουνε τις νύχτες κάτω απ’ τη Ρωμαϊκή

Για τις νέον ταμπέλες στην Εγνατία

Από τα ξενοδοχεία που γαμάνε οι μυστικοί

Από μικρό παιδί μου λέγανε

Κάτι δεν πάει καλά μ’ εμένανε

Οι πιο πολλοί συμμαθητές μου χαίρονταν με μαλακίες

Μα εμένα υπήρχαν μέρες που όλα μου φταίγανε

Λένε πως στη χώρα μου έχει Ήλιο

Τον χαίρονται οι τουρίστες μες στα bangaloos

Εγώ μάλλον γεννήθηκα μπάσταρδος

Οι βάλτοι με τραβάνε μέσα τους σαν να ‘μαι βάτραχος


Μετά τις τέσσερις διαστέλλονται οι κόρες

Νιώθω μεγάλος μόνο τις μικρές ώρες

Μπλε σειρήνες, ουρλιαχτά και φακοί

Νυχτερίδες μες στα μαύρα Audi

Ποτέ δε μένουμε μόνοι

Μας προσέχει το φεγγάρι πάνω από το Γεντί

Μπλε σειρήνες, ουρλιαχτά και φακοί

Νυχτερίδες μες στα μαύρα Audi


Λένε πως στη χώρα μου έχει θάλασσα

Προσέχω να βουτάω όπου τα πόδια μου πατώνουνε

Γιατί μες στον βυθό έχει πτώματα που με στοιχειώνουνε

Που ούτε όλοι οι γερανοί του λιμανιού δε με σηκώνουνε

Γιατί γυρνάω αυτούς τους δρόμους σαν σβούρα;

Αφού βγάζω λεφτά, γιατί έχω τόση σκοτούρα;

Όσα κι αν βγάλω, τα χρωστάω σ’ αυτήν

Δεν κοιτάμε από την άλλη, αυτό είναι-

Δεν έχω beef, δε δίνω clout

Τους συμφέρει να με λένε βασιλιά του underground

Η Καθημερινή, σ’ ένα άρθρο της με είπε βραχύσωμο

Λες κι είναι η δουλειά μου να πηδάω για ριμπάουντ

Δεν είμαστε αθλητές, δεν είμαστε καλλιτέχνες

Παίζουμε μονά σε στοιχειωμένες μπασκέτες

Μας μαρκάρουνε φαντάσματα κι έχουμε συμπαίκτες

Τους φίλους μας που φύγαν ψηλά σαν ρουκέτες


Μετά τις τέσσερις διαστέλλονται οι κόρες

Νιώθω μεγάλος μόνο τις μικρές ώρες

Μπλε σειρήνες, ουρλιαχτά και φακοί

Νυχτερίδες μες στα μαύρα Audi

Ποτέ δε μένουμε μόνοι

Μας προσέχει το φεγγάρι πάνω από το Γεντί

Μπλε σειρήνες, ουρλιαχτά και φακοί

Νυχτερίδες μες στα μαύρα Audi


Λένε πως στη χώρα μου εκτιμάνε τη ζωή

Κι επιλέγει ο καθένας μας το πώς θα σκοτωθεί

Περιμένοντας το πι, τη σύνταξή του να μπει

Ή σ' ένα γρήγορο αμάξι πάνω σ’ άσφαλτο υγρή

Καλά τα γηρατειά, ωραία και τ’ αυτοκίνητα

Μα οι πιο πολλοί μου φίλοι λένε «Δε μας κάνει τίποτα!»

Ξέρουνε καλά στην εμπειρία αυτή

Δεν είναι θέμα πώς πεθαίνει κάποιος αλλά πώς ζει

Οι άνθρωποι γερνάν, φεύγουνε με τα χρόνια

Μένουνε κιτς φωτογραφίες που ασχημαίνουν σαλόνια

Τα νυχτόβια πλάσματα όμως ζούνε αιώνια

Νευρικά τιμόνια, λερωμένα πνευμόνια


ΛΕΞ

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Άτιτλο



Είμαι ρεσεψιονίστ,

αλλά περιστασιακά γίνομαι και βαστάζος,

μεταφέροντας βαλίτσες σε ορόφους χωρίς ασανσέρ

στα αυθαίρετα κτίρια της βαριάς τους βιομηχανίας,

για να μου δώσει ο Τουρίστας δύο ευρώ.


Κάνω θελήματα για τον καλοκάγαθο νησιώτη που με προσέλαβε,

φέτος παντρεύει την κόρη του

και κάνει οικονομία στους μισθούς μας.


Είμαι ρεσεψιονίστ,

αλλά περιστασιακά αναλαμβάνω δουλειές που δεν θα έπρεπε,

καλύπτω τα κενά των εξαντλημένων συναδέλφων

που λιποθυμούν -χαμογελώντας,

γιατί κοιτάει κι ο πελάτης.


Νιώθω τυχερό, όπως και να ‘χει-,

κάποιες φορές είναι καλοί μαζί μου.

Δεν λένε τίποτα αν πιάσω έναν χυμό να πιώ,

ούτε σχολίασαν το λερωμένο με καφέ αντίτυπο των Δουβλινέζων,

που σέρνω μαζί μου

-για υποστήριξη πιο πολύ,

δεν προλαβαίνω να διαβάζω,

κι αν προσπαθήσω το βράδυ,

το βιβλίο μού πέφτει απ’ τα χέρια.


Μου ‘δωσαν μέχρι και ρεπό, Αύγουστο μήνα,

επειδή είχα σαράντα πυρετό,

Αφαιρέθηκε, πολύ λογικά, από τον μισθό μου.

“Βλέπεις ένα μεγάλο ξενοδοχείο,

νομίζεις πως είμαι πλούσιος”

λέει το αφεντικό, δακρύζοντας σχεδόν

“δεν έχω τόσα λεφτά όσα πιστεύεις!”

Παραλίγο να τον λυπηθώ.


Αλλά έχω να κοιμηθώ μήνες,

η αλπραζολάμη δεν δουλεύει πια,

η αλλαγή βάρδιας με σκοτώνει,

ονειρεύομαι με ανοιχτά μάτια,

τα κενά μνήμης με διαλύουν,

γίνομαι κακός και πικρόχολος,

οι τουρίστες είναι ενοχλητικοί,

απολιτίκ, αποικιοκράτες, ανόητοι,

όταν φωτογραφίζονται πλάι στα μνημεία

μού φαίνονται ακόμα πιο ηλίθιοι,

όταν αγοράζουν Πάνες με πλαστικές στύσεις

και μουσικά κουτιά που παίζουν τον κιτς εθνικό ύμνο

της ζορμπικής πονηριάς,

μού ‘ρχεται να καγχάσω ειρωνικά

αντ’αυτού χαμογελάω δουλικά:

δεν υπάρχουν δουλειές στην Ελλάδα.


Η έννοια της προσωρινότητας σπάει

σε έξι με επτά μήνες το χρόνο,

σε ατεμάχιστες χωρίς ρεπό εβδομάδες

στους Ιούλιους χωρίς τέλος,

με τη ζέστη της κόλασης πάνω στους εργάτες.

Ο επιχειρηματίας/αφεντικό/καλοσυνάτος Ζορμπάς/οικογενειάρχης

παραπονιέται πως τα λεφτά δεν φτάνουν

για ένα γαμημένο κλιματιστικό.

Ο χρόνος κυλάει, ναι,

κυλάει γρήγορα,

οι μήνες θα περάσουν,

πριν καν το καταλάβω,

πέρασα τη μισή μου ζωή να τους σερβίρω.


Αντώνης Γουλιανός