Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Άτιτλο



Είμαι ρεσεψιονίστ,

αλλά περιστασιακά γίνομαι και βαστάζος,

μεταφέροντας βαλίτσες σε ορόφους χωρίς ασανσέρ

στα αυθαίρετα κτίρια της βαριάς τους βιομηχανίας,

για να μου δώσει ο Τουρίστας δύο ευρώ.


Κάνω θελήματα για τον καλοκάγαθο νησιώτη που με προσέλαβε,

φέτος παντρεύει την κόρη του

και κάνει οικονομία στους μισθούς μας.


Είμαι ρεσεψιονίστ,

αλλά περιστασιακά αναλαμβάνω δουλειές που δεν θα έπρεπε,

καλύπτω τα κενά των εξαντλημένων συναδέλφων

που λιποθυμούν -χαμογελώντας,

γιατί κοιτάει κι ο πελάτης.


Νιώθω τυχερό, όπως και να ‘χει-,

κάποιες φορές είναι καλοί μαζί μου.

Δεν λένε τίποτα αν πιάσω έναν χυμό να πιώ,

ούτε σχολίασαν το λερωμένο με καφέ αντίτυπο των Δουβλινέζων,

που σέρνω μαζί μου

-για υποστήριξη πιο πολύ,

δεν προλαβαίνω να διαβάζω,

κι αν προσπαθήσω το βράδυ,

το βιβλίο μού πέφτει απ’ τα χέρια.


Μου ‘δωσαν μέχρι και ρεπό, Αύγουστο μήνα,

επειδή είχα σαράντα πυρετό,

Αφαιρέθηκε, πολύ λογικά, από τον μισθό μου.

“Βλέπεις ένα μεγάλο ξενοδοχείο,

νομίζεις πως είμαι πλούσιος”

λέει το αφεντικό, δακρύζοντας σχεδόν

“δεν έχω τόσα λεφτά όσα πιστεύεις!”

Παραλίγο να τον λυπηθώ.


Αλλά έχω να κοιμηθώ μήνες,

η αλπραζολάμη δεν δουλεύει πια,

η αλλαγή βάρδιας με σκοτώνει,

ονειρεύομαι με ανοιχτά μάτια,

τα κενά μνήμης με διαλύουν,

γίνομαι κακός και πικρόχολος,

οι τουρίστες είναι ενοχλητικοί,

απολιτίκ, αποικιοκράτες, ανόητοι,

όταν φωτογραφίζονται πλάι στα μνημεία

μού φαίνονται ακόμα πιο ηλίθιοι,

όταν αγοράζουν Πάνες με πλαστικές στύσεις

και μουσικά κουτιά που παίζουν τον κιτς εθνικό ύμνο

της ζορμπικής πονηριάς,

μού ‘ρχεται να καγχάσω ειρωνικά

αντ’αυτού χαμογελάω δουλικά:

δεν υπάρχουν δουλειές στην Ελλάδα.


Η έννοια της προσωρινότητας σπάει

σε έξι με επτά μήνες το χρόνο,

σε ατεμάχιστες χωρίς ρεπό εβδομάδες

στους Ιούλιους χωρίς τέλος,

με τη ζέστη της κόλασης πάνω στους εργάτες.

Ο επιχειρηματίας/αφεντικό/καλοσυνάτος Ζορμπάς/οικογενειάρχης

παραπονιέται πως τα λεφτά δεν φτάνουν

για ένα γαμημένο κλιματιστικό.

Ο χρόνος κυλάει, ναι,

κυλάει γρήγορα,

οι μήνες θα περάσουν,

πριν καν το καταλάβω,

πέρασα τη μισή μου ζωή να τους σερβίρω.


Αντώνης Γουλιανός