Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Γραμμένο για τον θάνατο

Η τέχνη ανακαλεί τη μνήμη
της αληθινής του ύπαρξης
σ’ όποιον λησμόνησε πως
το Ον είναι το μοναδικό
πράγμα που αναφωνεί
όλο το σύμπαν.
Μόνο η επιστροφή της σκέψης
στην αρχή της θα ολοκληρώσει την σκέψη.
Μόνο η επιστροφή της δράσης
στην πηγή της θα ολοκληρώσει την δράση.
Πρόσεξε τι λέω.

Allen Ginsberg

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Ράγκα παράγκα


ή
Όταν τα συνήθη λόγια δεν αρκούν

Οι τρόποι κάθε πραγματικής ανανεώσεως
Μοιάζουν με διαρκές ξεχείλισμα
Ενός μεγάλου κανατιού μέσα από χέρια οινοχόων
Ή λουλουδιών μέσα από κάνιστρα γιομάτα
Που τα κρατούν νεάνιδες με γυμνωμένα στήθη .

Το κάθε ξεχείλισμα
Η κάθε ανανέωσις
Είναι παιδί που έρχεται
Μπροστά σε μάτια έκθαμβα γερόντων
Που έτσι και μόνον έτσι
Βλέποντας γυμνά τα μέλη της νεότητας
Και ακούγοντας τα πτερουγίσματα των νεοσσών
Ή τα τραγούδια των κοριτσιών και των εφήβων
Έτσι και μόνον έτσι μπορούν να ξανανιώσουν
Δεχόμενοι το σφρίγος της νεότητας
Έστω και αν δεν καταλαβαίνουν οι γερόντοι
Μια - μια τις λέξεις των ωδών και των θουρίων
Έστω και αν ονομάζουν
Τα θούρια αυτά ακατανόητα
Ακατανόητα
Διότι ποτέ δεν γνώρισαν οι νεοσσοί
Τους διδασκάλους παλαιοτέρων εποχών
Και την φαρέτραν της διαλεκτικής
Πολλών πτωχοπροδρόμων διδασκάλων
Διαφόρων αντιμαχομένων διδασκαλιών του παρελθόντος .

Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον
Με την λαλιάν αυτών που ομιλούν στην οικουμένη
Ράγκα - Παράγκα με φωνήν ασκίαστη
Σε τόπους αναχωρητών και κοσμοπόλεις
Ράγκα - Παράγκα τώρα και αύριον
Ράγκα - Παράγκα σαν βήμα ελεφάντων
Που υπερβέβαιοι διαβαίνουν
Κάποτε - κάποτε λουόμενοι
Τον μέγαν ποταμόν Ζαμβέζην
Ράγκα - Παράγκα σαν τα σκιρτήματα των ιαγουάρων
Μέσα στα φυλλώματα και υπό τα όμματα ειρηνικών σκιούρων
Ράγκα - Παράγκα σαν πλατάγισμα ουράς μιάς φάλαινας
Όταν ανέρχεται απο τους βυθούς ως Αναδυομένη
Ή Μεγαλόχαρη μέσα σε αφρούς φανερωμένη
Ηλιοχαρή παιγνίδια στις επιφάνειες παίζει
Συντρίβουσα εν ανάγκη τα φαλαινοθηρικά
Αν τούτοι οι κυνηγοί του λίπους της
Υπέρ το δέον επιμένουν
Εις την αισχράν επίθεσίν των .

Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον
Εις τα χωράφια και τας πόλεις
Στις πεδιάδες και στα όρη
Εις τας οδούς και τα σοκκάκια
Όταν στον κόσμον συντελείται πάκτωσις
Ως εις στιγμάς μιας πλήρους συνουσίας
Που ισοδυναμεί με μιαν κατάφασιν κεραυνοβόλον
Με "ναι" και "ναι" και πάλιν "ναι "
Και εν ανάγκη και όταν το "όχι "
Παρουσιάζεται ως φράγμα
Υπο το προσωπείον παρθενίας
Που πρέπει οπωσδήποτε να διατρηθή
Αν πρόκειται κάποια συνέχεια να υπάρξη
Αν πρόκειται ο θάνατος να υπερνικηθή
Ράγκα - Παράγκα ακόμη τότε
Τουτέστιν κάθε φορά που ο μέγας πασίχαρος κριός
Ευλογητός και ευλογών σπαργών εισδύει
Τείχη και πύλας καταρρίπτων
Κομίζων των θεών τα νικητήρια
Εις τους ανθρώπους δώρον .

Ράγκα - Παράγκα λοιπόν το θούριον
Με μια κραυγή γιομάτη
Κατά των υπερβολικά λεπτών και εξα-υλωμένων
Ράγκα - Παράγκα ρίγος βαθύ της γης
Και παφλασμός κυμάτων επαλλήλων
Που εκσπούν εις τους αιγιαλούς αισίως
Ή σπάζοντας εν μέσω αφρών
Βροντούν στα σπήλαια και τους βράχους
Όπως ξεσπούν τα κύμβαλα
Επάνω από τον ήχον των εγχόρδων
Ράγκα - Παράγκα σάλπιγγες πιο δυνατές
Και απο τις σάλπιγγες της Ιεριχούς
Κι απο τα σχοινιά πάσης αγχόνης
Ράγκα - Παράγκα κατά των σοφιστών
Κατά των εγωπαθών και των στεγνών ανθρώπων
Ράγκα - Παράγκα πίδακες του πνεύματος αειθαλείς και
άσπρες χαρές της ύλης
Ράγκα - Παράγκα υπέρ αθλήσεως της ηδονής
Ράγκα - Παράγκα υπέρ ποιήσεως σπερματικής και θείας καλωσύνης
Χριστού - Αδώνιδος ερωτικού και ανθρώπου
Σφρίγος της γης Ράγκα - Παράγκα
Αντίδοτον πάσης μελαγχολίας
Γδούπος λευκός βελούδινος αγγέλων
Που προσγειούμενοι μπροστά μας φέρνουν
Αντί ρομφαίας εδεμικήν τροφήν στους πειναλέους
Γάλα κουτιού γλυκό Νεστλέ και του ουρανού το μάννα
Ράγκα - Παράγκα - Ράγκα !

Ανδρέας Εμπειρίκος

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Νοσταλγία


Μεσ' από το βάθος των καλών καιρών
οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε.

Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.

Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
-- πόσος καιρός! -- τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν' ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά.

Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ' ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.

Τα μάτια που κρεμούν -- ήλιοι χλωμοί --
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί...

Κώστας Καρυωτάκης

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Χαϊκού


Ω, να πεθαίναμε σαν τα πουλιά
που δεν αφήνουν πτώμα.
Μόνο ένα πούπουλο στην αντηλιά
να κατεβαίνει αργά, χωρίς
ποτέ να φτάνει στο χώμα

(Απο τη συλλογή Σκοτεινές Μπαλλάντες και άλλα ποιήματα)
Νάσος Βαγενάς

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Εμιγκρέδες της Ρουμανίας


Ένα απόγευμα ο γιος του Ρουμάνου
έχασε το κοτοπουλάκι του.
Χτύπησε όλες τις πόρτες.
Τα μεγάλα του μάτια,
καθώς το αναζητούσανε μάταια,
μου φάνηκαν χοάνες
που από μέσα τους
μπορούσε ο καθένας
να διακηρύξει
τ' ανθρώπινα δικαιώματα.
Πόσο μ' αρέσει
ν' ακούω τους ανθρώπους
ν' ανεβαίνουν με το ασανσέρ
και να μιλάνε ρουμάνικα...
Κι ένα βράδυ,
ενώ κοίταζα τα τοξωτά μπαλκόνια
του μαιευτηρίου της «Έλενας»,
άκουσα ήχο πιάνου.
Κάποιος απ' τους Ρουμάνους
έπαιζε από συνήθεια το ίδιο κομμάτι
και μεταμόρφωνε, πάλι, τους δήμιους
της Αμερικάνικης πρεσβείας,
τους μεταμόρφωνε, πάλι, σε χάδι.
Πόσο μ' αρέσει
ν' ακούω τους ανθρώπους
ν' ανεβαίνουν με το ασανσέρ
και να μιλάνε ρουμάνικα...
Ένα μεσημέρι, σκυφτή κι ανώνυμη,
μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους
μιας πολυκατοικίας,
τους άκουσα να μιλάνε ρουμάνικα.
Καθώς ανέβαινα με το ασανσέρ...
...να μιλάνε ρουμάνικα.
Και τότε τραγούδησα:
''Πόσο μ' αρέσει
ν' ακούω τους ανθρώπους
ν' ανεβαίνουν με το ασανσέρ
και να μιλάνε ρουμάνικα...''
Εμιγκρέδες της Ρουμανίας,
πιθανότητες ευτυχίας,
στην περιοχή της Αμερικάνικης πρεσβείας...

Λένα Πλάτωνος

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

Στον θάνατο, δεν μπορείς να φτάσεις το εγγύτερο

Γνωρίζουμε όλοι για τον θάνατο αυτό
που πάντα θα γνωρίζουμε γιατί
όλοι μας βιώσαμε
το στάδιο πριν την γέννηση.
Η ζωή μοιάζει μ’ ένα πέρασμα μέσα από
δύο πόρτες στο σκοτάδι.
Και οι δυο είναι ίδιες και αληθινά
αιώνιες, και ίσως κάποιος
να πει πως στο σκοτάδι
συναντιόμαστε. Η φύση του χρόνου
διαφωτίζεται απ’ αυτή την
συνάντηση των αιωνίων άκρων.
Είναι εκπληκτικό αν σκεφτείς πως
η σκέψη και η προσωπικότητα
ενός ανθρώπου διαιωνίζεται στον
χρόνο μετά το πέρασμά του
στην αιωνιότητα. Και ο χρόνος ο ένας
είναι όλος ο Χρόνος αν τον κοιτάξεις
μέσα από τον τάφο.

Allen Ginsberg

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Ονειρεύομαι τα στήθη


Μητέρα,
πρόσωπο παράξενης θεάς
πάνω από το γαλατένιο σπίτι μου,
αυτό το εκλεπτυσμένο άσυλο,
σε έφαγα ολόκληρη.
Όλη μου η ανάγκη
σαν γεύμα σε κατάπιε.
Αυτό που πρόσφερες
θυμάμαι σε ένα όνειρο:
τα μπράτσα όλο φακίδες να με σφίγγουν,
το γέλιο κάπου πάνω από το χνουδωτό μου καπελάκι,
τα ματωμένα δάχτυλα να δένουν τα κορδόνια μου,
τα στήθη κρεμασμένες νυχτερίδες,
και τότε να με σαϊτεύουν,
να με κάνουν να λυγίζω.
Τα στήθη που εγνώριζα τη μεσονύκτια ώρα
χτύπησαν σαν τη θάλασσα που έχω τώρα μέσα μου.
Μητέρα, εγώ για να μην φάω
έβαλα μέλισσες στο στόμα μου
όμως καλό δεν σου ‘κανε.
Στο τέλος έκοψαν τα στήθη σου
και γάλα χύθηκε από αυτά
στου χειρουργού το χέρι
κι εκείνος τα αγκάλιασε.
Τα πήρα
και τα φύτεψα.
Σε κλείδωσα Μητέρα,
αγαπητή νεκρή γυναίκα,
έτσι που οι μεγάλες σου κουδούνες,
αυτά τα αγαπημένα άσπρα πόνι,
μπορούν να συνεχίσουν να καλπάζουν, να καλπάζουν
όπου κι αν βρίσκεσαι.

Anne Sexton

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Εσύ και το ποίημα

Έρχεσαι και ξανάρχεσαι σ΄αυτή την αίθουσα
τόσο γυμνή που σε κοιτάζουν όλοι.
Βασανίζεις τα καθίσματα σα να βασανίζεις τον ένοχο.
Σου λέω να πνίξεις μέσα σου αυτά τα άγρια πουλιά
μα εσύ τα λευτερώνεις.
Γίνεσαι μαύρη από τη λύπη σου
κι έρχεσαι εδώ.
Από καιρό έρχεσαι και ξανάρχεσαι.
Τα γόνατά σου αστράφτουν μέσα στην αίθουσα.
Σου πλένω με τα δάκρυά μου τα χέρια και τις μασχάλες.
Σου πλένω τα πόδια ως τα βουνά.
Σου χαρίζω την πιο ζεστή φωνή μου για να ντυθείς.
Μα εσύ φεύγεις
όπως ήρθες
γυμνή
για να υπάρχει πάντα ένα ποίημα
να λέει
για σένα.


(από τη συλλογή "Η νύχτα και η αντίστιξη")
Τάκης Σινόπουλος

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Πελώριος και κόκκινος


Πελώριος και κόκκινος
Πάνω απ’ το Γκραν Παλέ
Βγαίνει ο χειμωνιάτικος ήλιος
Και χάνεται
Σαν κι αυτόν πάει η καρδιά μου να χαθεί
Κι όλο το αίμα μου πάει να φύγει
Να φύγει στην αναζήτηση σου
Έρωτά μου
Ομορφιά μου
Και να σε βρει
Εκεί που είσαι.

Jacques Prevert

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Θάνατος και Σία


Δύο, φυσικά και υπάρχουν δύο.
Μοιάζει τώρα απολύτως φυσικό -
Ο ένας που ποτέ δεν κοιτάζει ψηλά, που τα μάτια του έχουν βλέφαρα
Και βολβούς, όπως του Μπλαίηκ,
Που επιδεικνύει
Τα εκ γενετής σημάδια που είναι το κατατεθέν του σήμα -
Του νερού το καυτό σημάδι,
Η γυμνή
Του κόνδορα χάλκινη πατίνα.
Είμαι κόκκινο κρέας. Το ράμφος του

Μου ρίχνεται στο πλάι: Δεν μ' έχει ακόμα του χεριού του.
...

(μτφ: Γιάννης Λειβαδάς 
Ανθολογία αμερικανικής ποίησης 
του εικοστού αιώνα - εκδ. Ηριδανός, 2007)
Sylvia Plath

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Άσμα



Η μηχανή σπάει τις πέτρες σαν κόκαλα μικρού παιδιού
κάποτε συντρίβει τα χέρια του χειριστή πάντοτε
ακολουθεί ένα νόμο.
ο τραγουδιστής Ντύλαν που είχε μια κιθάρα και μια καλύβα
στον Αμαζόνιο έφτυνε στο ποτάμι ακολουθώντας δικό του νόμο
για να χωθεί στα γρανάζια της μηχανής
απ’ την καλύβα και το ποτάμι.
άνοιξε
μία
τρύπα και βούλιαξε μαζί με την κιθάρα
στον Αμαζόνιο ουρλιάζοντας ένα σκοπό αψηφώντας
στα φρεναρίσματα της μηχανής στην αγκαλιά
της πόρνης εκμετάλλευσης
κατέληξε
νικημένος
πια.
το μηχάνημα εξαπέλυσε ένα βλήμα στη σελήνη
αν και θα διαγείρει τις συνειδήσεις των νεκρών.
ο Ντύλαν μπροστά στο χωνί μασούσε χαλίκια
σαν υποταχτικό σκυλί.
γύρω του έσπαγε η κραυγή η πρωτινή του
πάνω σε τζάμια σε γρανάζια σε μάνατζερς
όχι σαν κραυγή που αδυνατεί να τρυπήσει ένα τύμπανο
ή ένα τζάμι, μα σαν οργανισμός από νερό
που πνίγεται στο νερό,
ήρεμα
οργισμένα
και γίνεται ψάρι.
αυτό το χρονικό μιας καλύβας
το ποτάμι ακολουθώντας τον νόμο του το χρήμα σαρώνοντας
τις θελήσεις, μια κοπέλα με παίδευε χθες όλη νύχτα
χτίζαμε έναν πύργο με χάδια το πρωί μας τον γκρέμισαν
ίσως να μην την ξαναδώ, πού θα πάω αλήθεια;
ο Θεός με παιδεύει
ξεκινώντας από ένα σύννεφο κοπριάς μέχρι
το μπρούντζινο άγαλμα του ήρωα
το μυαλό μου είναι θολό από χιλιάδες σαλιγκάρια
κι η παλάμη μου μια εξέδρα καθώς
ταξιδεύει για την Αφροδίτη
ω να ’ξερα να σου μίλαγα, χρόνε,
με διφορούμενα πέδιλα αγώνων σκοτώνοντας νόμους
συμβιβασμούς παραδόσεις ακολουθώντας τον δικό μου νόμο
μα τότε δεν θ’ άξιζα όσο μια μηχανή;

Λευτέρης Πούλιος

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Ο θλιμμένος μου εαυτός

Κάποιες φορές όταν τα μάτια μου είναι κόκκινα
αναβαίνω στην κορυφή του κτιρίου της Αρ Σι Έι
και ατενίζω τον κόσμο μου, το Μανχάτταν -
τα κτίρια μου, τους δρόμους που έκανα τα κατορθώματά μου,
τις σοφίτες, τα κρεβάτια, τα φτηνιάρικα διαμερίσματα
- αποκάτω στην Πέμπτη λεωφόρο που κι αυτή την έχω στο μυαλό μου,
τα αυτοκίνητα της σαν μυρμήγκια, μικρά κίτρινα ταξί, άνθρωποι
που περπατούν στο μέγεθος μάλλινων ψηγμάτων -
Πανόραμα των γεφυρών, ξημέρωμα πάνω από τη μηχανή του Μπρούκλυν,
ο ήλιος δύει στο Νιου Τζέρσεϊ που γεννήθηκα
και στο Πάτερσον που έπαιξα με τα μυρμήγκια -
οι κατοπινοί μου έρωτες στην 15η οδό,
οι πιο μεγάλοι μου έρωτες στο Λόουερ Ηστ Σάιντ,
τα κάποτε υπέροχα αμόρε μου στο Μπρονξ
πέρα μακριά -
πορείες που διασταυρώνονται σ' ετούτους τους κρυμμένους δρόμους,
η ιστορία μου ολόκληρη, οι απουσίες και οι
εκστάσεις μου στο Χάρλεμ -
- ο ήλιος λάμπει πάνω από κάθε τι που εξουσιάζω
μ' ένα κλείσιμο του ματιού στον ορίζοντα
μέσα στην έσχατη μου αιωνιότητα -
το ζήτημα είναι άπιαστο.
Θλιμμένος,
παίρνω το ασανσέρ και κατεβαίνω,
συλλογισμένος,
και περπατώ στα πεζοδρόμια καρφώνοντας τα μάτια σ’ όλων των ανθρώπων
τις τζαμαρίες, τα πρόσωπα,
κι ύστερα αναρωτιέμαι ποιος νιώθει αγάπη,
και σταματώ, θολωμένος
μπροστά σε μια βιτρίνα αυτοκινήτων
και στέκομαι χαμένος μέσα σε χαλαρές σκέψεις,
με την κίνηση να πηγαίνει πάνω και κάτω στα τετράγωνα της 5ης λεωφόρου
πίσω μου
προσμένοντας για μια στιγμή όταν ...
Είναι ώρα να γυρίσω στο σπίτι και να φτιάξω βραδινό και να ακούσω
τα ρομαντικά νέα του πολέμου στο ραδιόφωνο
... κάθε κίνηση παύει
και περπατώ μέσα στην άχρονη θλίψη της ύπαρξης,
η τρυφερότητα ξεχύνεται μέσα από τα κτίρια,
τα ακροδάχτυλά μου αγγίζουν το πρόσωπο της πραγματικότητας,
το πρόσωπο το δικό μου το γραμμωμένο από δάκρυα στον καθρέφτη
κάποιου παραθύρου - το σούρουπο -
όταν δεν νιώθω καμιά επιθυμία -
για καραμέλες - ή να αποκτήσω φουστάνια ή Γιαπωνέζικα
αμπαζούρ της διανόησης -
Σαστισμένος με το θέαμα γύρω μου,
άντρες να αγκομαχούν στο δρόμο
με δέματα, εφημερίδες,
γραβάτες, όμορφα κοστούμια
σύμφωνα με το γούστο τους
άντρες, γυναίκες, που ξεχύνονται πάνω στα πεζοδρόμια
κόκκινα φώτα που ρυθμίζουν ρολόγια βιαστικά και
ελεγχόμενες κινήσεις -
Και όλοι ετούτοι οι δρόμοι να οδηγούν
τόσο διαγώνια, γεμάτοι κόρνες, εκτεταμένα,
μέσα από λεωφόρους
στοιχειωμένες από ψηλά κτίρια ή πηγμένες στη βρώμα
των φτωχικών συνοικιών
μέσα από τόση μπλοκαρισμένη κίνηση
αυτοκίνητα και μηχανές να ουρλιάζουν
με τόσο πόνο σ’ αυτήν την
εξοχή, σ’ αυτό το νεκροταφείο
στην γαλήνη
του νεκροκρέβατου ή του βουνού
που κάποτε αντίκρισα
ποτέ δεν ξαναβρήκα ή επιθύμησα
να έρθει στο μυαλό μου
όπου ολόκληρο το Μανχάτταν που είδα πρέπει να εξαφανιστεί.

Allen Ginsberg

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Ως ενδυμίων


Απαλές κοιλάδες έχει ο ύπνος ακριβώς όπως
Και η επάνω ζωή. Μ’ εκκλησάκια που βόσκουν σε χορτάρι εμπρός
αέρα
Που ολοένα μηρυκάζουν ώσπου να γίνουν ζωγραφιές
Η μια την άλλη σβήνοντας σε πλάγιον ήχο. Κάποτε
Περιοδεύουν δύο ή τρία φεγγάρια. Γρήγορα όμως χάνονται
Η ομορφιά κει που ακινήτησε διαρκεί σαν άλλο ουράνιο σώμα
Η ύλη ηλικία δεν έχει. Μόνον ν’ αλλάζει ξέρει. Θες πάρ’ την από
την αρχή
Θες απ’ το τέλος. Ήρεμα κυλάει εμπρός η επιστροφή κι εσύ την
παρακολουθείς δήθεν αδιάφορος
Τραβάς ωστόσο το σχοινί σ’ όρμο Μυρτώον έρμο
Δίχως ούτ’ ένα ελαιόδεντρο να σου απουσιάσει
Αχ Θάλασσα πάνω που ξυπνάς πως ξανακαινουριώνονται όλα!
Μικροί πως χαϊδευτήκαμε και παίξαμε πεντόβολο τα γονικά μας!
Για δες τι σηκωμό σηκώνει μες στ’ ατάραχα ο Σιρόκος ο ύπνιος•
και πως στα δύο τα χωρίζει!
Από τη μια μεριά ξυπνώ και κλαίω για τα που μου επάρθηκαν
αθύρματα
Και από την άλλη κοιμούμαι
Τη στιγμή που ο Ελευθέριος φεύγει και η Ιωνία χάνεται
Μόλις που διακρίνεται λοφίσκος μ’ απαλά κοίλα γεμάτος σγουρά
χλοΐσματα
Κι αντικρύ αντερείσματα σκληρά
Που να φυλάγεσαι απ’ όλα τα ενδεχόμενα• ενώ πρόσφυγες μέλισσες
Κατά σμήνη βομβούν και μια γιαγιά μες στ’ αλιεύματα της
δυστυχίας βρίσκει
Να βγάλει από τα λίγα της χρυσαφικά παιδιά κι εγγόνια
Ξεφόρτωτον κι απ’ το ένα πλάι σε κυλάει ο κίνδυνος και σ’ αγνοεί
Που συ ο ίδιος κάποτε θέλησες να τον αγνοήσεις
Αυτά βέβαια στα ψέματα του ρούχου που φοράς δίχως τη φόδρα του
ν’ αναποδογυρίσεις
Κει που αγγιχτήκανε οι μουτζούρες με τα χρυσά νομίσματα
Όπως τα βδελυρά με τ’ άγια
Παράξενο είναι
Πόσο ακατανόητα ζούμε αλλ’ απ’ αυτό κρεμόμαστε
Χλωρό περιστεράκι του βασιλικού φιλί που σου ‘δωσα επάνω
στο κρεβάτι μου
Και στα γραφτά μου τρεις και τέσσερις ανέμους ανορθόγραφους
Να ζαλιστούν τα πέλαγα όμως
Γεμάτο νου και γνώση ν’ ακολουθεί το δρόμο του κάθε πλεούμενο
Ταλαντεύονται τα γεγονότα και στο τέλος πέφτουν πριν κι από τους
ανθρώπους
Αλλά φανό θυέλλης δεν έχει το σκοτάδι
Πού ‘ναι η Μίλητος πού είναι η Πέργαμος πού η Αττάλεια και πού
Η Κωνσταν Κωνσταντινο ντινοπολίς;
Στους χίλιους ύπνους ένας βγαίνει ο ξυπνητός αλλά για πάντοτε.
Άρτεμις Άρτεμις κράτα μου τον σκύλο της σελήνης
Δαγκώνει κυπαρίσσι και ανησυχούν οι Αιώνιοι
Κοιμάται πιο βαθιά κείνος που έχει περιβραχεί απ’ την Ιστορία
Μπρος μ’ ένα σπίρτο ας την ανάψεις σαν οινόπνευμα
Ποίηση μόνον είναι
Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία
Όπως μπορεί και να τη φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι
Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη.

(Από την συλλογή "Δυτικά της λύπης")
Οδυσσέας Ελύτης

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Ἡ χρησιμότητα τῆς ἀπειλῆς


Ἔχουν ἀρχίσει νὰ μὲ κυκλώνουν ἐπικίνδυνα οἱ ὧρες.
Ἀκούω τὰ φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ἀνήσυχα χορικά.
Πρέπει νὰ ζήσω τὶς ἀντίστροφες δυνάμεις.
Ὢ καρδιά μου - τρομαχτικότερη σελήνη!

Νίκος Καροῦζος