Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Στὴν ὕλη εἰσχώρησα οὐρλιάζοντας


Δυὸ θάλασσες μὲ κυνηγοῦν: ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος
δυὸ ρεύματα π᾿ ἀνάθεματα στὴν καρδιὰ μου...
Ψάχνω γιὰ νὰ βρῶ μέσ᾿ στὸ σκυλοπιωμένο κεφάλι μου
δεύτερη κτητικὰ ἀντωνυμία
δὲ βρίσκω - νοημοσύνη. Δὲ μαρμάρωσα τίποτα
Νὰ παίζουμε τοὺς ἀνέμους
νὰ παίζουμε γλυκὰ τοὺς κολασμένους
Τί βρέφος ἠδυνόμενο τὸ ποίημα
κι ὁ φουκαριάρης ὁ Ἰησοῦς
μ᾿ ἕνα πορτοκαλένιο σωβρακάκι
κρεμιέται κάθε χρόνο στὰ ἔαρα
Ἡ τέχνη μας ἡ φριχτότερη τοῦ ἐγὼ μεταμφίεση.

Νίκος Καροῦζος

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Το βιμπραφόν

Έχεις ακούσει Βιμπραφόν;
Προχτές ένα κοριτσάκι με ρωτούσε
τι κρύβει το βραχιόλι που φοράω.
Και `γω σου λέω τώρα,
κρύβει, μια σειρά από Βιμπραφόν.
Κάποιος χτυπάει στο παράθυρό μου.
Τι ξέρεις για τον εαυτό μου;

Το πάρκο σκούριασε.
Το φθινόπωρο μπαίνουν άνθρωποι στα νοσοκομεία.
Το φθινόπωρο είναι η εποχή των εγγραφών.

Όμως εμένα στο μυαλό μου
κυκλοφορεί το Βιμπραφόν.
Πυκνό, ανεξιχνίαστο, γοητευτικό παρόν μου.

Άχρηστες βιβλιοθήκες
είναι οι στιγμές που απορείς.
Ανεξιχνίαστες μαύρες τρύπες
που καταπίνουν, που καταπίνουν κάθε είδος διαφυγής
όταν δεν είναι οι οικονομικές συνθήκες
αλλά οι αρρώστιες
που σε χωρίζουν από αυτούς που επιθυμείς.

Έχεις ακούσει Βιμπραφόν;
Τώρα, μέσα στις χάντρες έχει εισχωρήσει,
κανείς δεν μπορεί να μας χωρίσει.
Κι όταν κάποιος χτυπήσει στο παράθυρό σου
να ξέρεις θα σου πει,
Το πάρκο σκούριασε.
Το φθινόπωρο μπαίνουν άνθρωποι στα νοσοκομεία.
Το φθινόπωρο είναι η εποχή των εγγραφών.
και μετά, θα σου ζητήσει λίγο Βιμπραφόν...

Λένα Πλάτωνος

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Αυτός ο έρωτας


Αυτός ο έρωτας
Τόσο βίαιος
Τόσο εύθραυστος
Τόσο τρυφερός
Τόσο απελπισμένος
Αυτός ο έρωτας
Όμορφος σαν τη μέρα
Κι απαίσιος σαν τον καιρό
Όταν ο καιρός είναι απαίσιος
Αυτός ο έρωτας τόσο αληθινός
Αυτός ο έρωτας τόσο όμορφος
Τόσο ευτυχισμένος
Τόσο χαρούμενος
Και τόσο μηδαμινός
Που τρέμει από φόβο σαν παιδί στο σκοτάδι
Και τόσο ήρεμος για τον εαυτό του
Σαν ήρεμος άντρας στη νύχτα
Αυτός ο έρωτας που έκανε τους άλλους να φοβούνται
Που τους έκανε να μιλάν
Που τους έκανε να χλωμιάζουν
Αυτός ο έρωτας παραφυλαγμένος
Γιατί εμείς τον είχαμε παραφυλάξει
Καταδιωγμένος, πληγωμένος, ποδοπατημένος, αποτελειωμένος, απαρνημένος, ξεχασμένος
Γιατί εμείς τον είχαμε καταδιώξει, πληγώσει, ποδοπατήσει, αποτελειώσει, απαρνηθεί, ξεχάσει
Ολόκληρος αυτός ο έρωτας
Τόσο ζωντανός ακόμη
Και τόσο ηλιόλουστος
Είναι ο δικός σου
Είναι ο δικός μου
Εκείνος που υπήρξε
Αυτό το πάντα καινούριο πράγμα
Και που δεν άλλαξε
Όμοια αληθινός σαν φυτό
Όμοια τρέμοντας σαν πουλί
Όμοια ζεστός όμοια ζωντανός σαν καλοκαίρι
Μπορούμε κ’ οι δυο
Να φεύγουμε και να ξαναγυρνάμε
Μπορούμε να ξεχνάμε
Και μετά να ξανακοιμόμαστε
Να ξυπνάμε να υποφέρουμε να γερνάμε
Να κοιμόμαστε ακόμη
Να ονειρευόμαστε το θάνατο
Να ξυπνάμε να χαμογελάμε και να γελάμε
Και να ξανανιώνουμε
Ο έρωτας μας στέκει εκεί
Πεισματάρης σαν γαϊδούρα
Ζωντανός σαν πόθος
Σκληρός σαν μνήμη
Ηλίθιος σαν κλάψα
Τρυφερός σαν ανάμνηση
Κρύος σαν μάρμαρο
Όμορφος σαν μέρα
Εύθραυστος σαν παιδί
Μας κοιτάει χαμογελώντας
Και μας μιλάει χωρίς να λέει τίποτα
Κι εγώ τον ακούω τρέμοντας
Και φωνάζω
Φωνάζω για σένα
Φωνάζω για μένα
Σε ικετεύω
Για σένα και για όλους όσους αγαπιούνται
Και αγαπήθηκαν
Ναι του φωνάζω
Για σένα για μένα και για όλους τους άλλους
Που δεν ξέρω
Στάσου εκεί
Εκεί που είσαι
Εκεί που ήσουν άλλοτε
Στάσου εκεί
Μην κουνιέσαι
Μη φεύγεις
Εμείς αγαπιόμαστε
Σε ξεχάσαμε
Εσύ μη μας ξεχνάς
Δεν έχουμε παρά εσένα πάνω στη γη
Μη  μας αφήσεις να κρυώσουμε
Πάντα πολύ μακρύτερα
Κι αδιάφορο πού
Δώσε μας σημάδι ζωής
Πολύ αργότερα στη γωνιά κάποιας δεντροστοιχίας
Στο δάσος της μνήμης
Πρόβαλε άξαφνα
Τέντωσέ μας το χέρι
Και σώσε μας.

Jacques Prevert

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Ἡ νύχτα μὲ συμφέρει


Πράγματι ἡ νύχτα μὲ συμφέρει.
Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τὶς φιλοδοξίες· ὕστερα
διορθώνει τὶς σκέψεις· ἔπειτα
συμμαζώνει τὴ θλίψη καὶ τὴν κάνει ὑποφερτότερη
τὴ σιωπὴ μὲ σέβας ἀνατέμνει·
ἐξαίρει τὴν ὄσφρηση μὰ προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει.

Νίκος Καροῦζος

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

Ο καιόμενος

Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

(Συλλογή Μεταίχμιο Β' 1957)
Τάκης Σινόπουλος

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Της αδικοθανατισμένης

Μιαν κόρη ρόδα μάζωνε κι αθούς εκορφολόγα,
να πλέξει ζόγια με  τ’ς αθούς, στεφάνι με τα ρόδα.
Κι ο Γιάννης εκατέβαινεν από λαγού κυνήγι,
Ζευγάρι ρόδα τση ζητά  και τέσσερα του δίνει.
Βγαν’απού το δαχτύλιν του όμορφο δαχτυλίδι,
Εις την ποδιάν τση το πετά κι εις τα βυζιά τση δίδει.

Κι η μάναν τση την τόπωσεν απού το παραθύρι,
-Μωρή, και δεν εντράπηκες να πάρεις δαχτυλίδι;
Αφησ’εσύ, σκύλα Μαριώ, κι α δε σε μηνυτέψω,
Απού ‘χεις δώδεκ’αδερφούς και δεκαοχτώ ξαδέρφους!

Ολημερίς τη μάλωνε κι αργα τη μηνυτεύγει
Και εις τσι δώδεκ’αδερφούς και δεκαοχτώ ξαδέρφους.
Δέρνουν την δώδεκ’αδερφοί κι οι δεκαοχτώ ξαδέρφοι,
Δέρνει τηνε κι η μάνα τση με την βαριάν τση ρόκα
Κι ο κύρης τ’ς ο πρωτόπαπας με το χοντρό ραβδίν του.
Ούλοι  μπλιο την εδέρνανε με πέτρες και με ξύλα,
Τα αίματα σουρώνανε, τα ρούχα ματωθήκαν.
Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα η κόρη ψυχομάχειε
Κι η μάναν τση μπαινόβγαινε κι έσερνε τα μαλλιάν τση
Κι ο κύρης τ’ς ο πρωτόπαπας τα γόνατάν του δέρνει.
Κι η μάναν τση τήνε ρωτά τζαγκουρνομαδισμένη:

-Θέλεις τα μπα, θέλεις τα ξα, θέλεις τα βελουδένια,
θέλεις τα καταπράσινα, που τα ‘φερεν ο Γιάννης;
-Δεν θέλω μπα, δεν θέλω ξα, δεν θέλω βελουδένια,
δεν θέλω καταπράσινα κι ας τα’φερε κι ο Γιάννης
θέλω τα ματωμένα μου , να κατεβώ στον Άδη,
να βγει ακουσμός εις τα χωριά, διαλαλημός στη χώρα,
πως μ’αδικοθανάτισαν για’να ζευγάρι ρόδα.

Δημοτικό τραγούδι

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Γκασέλα του απελπισμένου έρωτα


Η νύχτα αρνιέται να'ρθει
για να μην έρθεις εσύ
και μήτε εγώ να μπορέσω να πάω.

Όμως εγώ θα πάω
κι ας τρώει το μηνύγγι μου ένας ήλιος από σκορπιούς.

Όμως κι εσύ θα'ρθεις με τη γλώσσα σου καμένη από την αλμυρή βροχή.

Η μέρα αρνιέται να'ρθει
για να μην έρθεις εσύ
και μήτε εγώ να μπορέσω να πάω.

Όμως εγώ θα πάω
παρατώντας στα βατράχια το τσακισμένο μου γαρύφαλλο.

Όμως κι εσύ θα'ρθεις
ανάμεσα από τα θολά του σκοταδιού λαγούμια.

Η νύχτα κι η μέρα δε θέλουν να'ρθουν
για να πεθάνω εγώ για σένα
κι εσύ να πεθάνεις για μένα.

(μετάφραση Τάκης Βαρβιτσιώτης)
Federico Garcia Lorca

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Κυριακή


Ο ήλιος ψηλότερα θ’ ανέβει σήμερα που ‘ναι Κυριακή.
Φυσάει το αγέρι και σαλεύει μια θημωνιά στο λόφο εκεί…
Τώρα καμπάνες που χτυπάνε είναι ο θεός αληθινός.
Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε και μεγαλώνει ο ουρανός.
Άσε τον κόσμο στη χαρά του κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό, ένα τραγούδι του θανάτου.

Κώστας Καρυωτάκης

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Ο Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος στον Πόρο


Καὶ νὰ ποὺ φάνηκε ὁ Ἀνδρέας Ἐμπειρίκος
στὸν Πόρο
τὰ δάχτυλά του κίτρινα καμένα ἀπ᾿ τὰ τσιγάρα
τσιγάρα νὰ καῖνε σὰν κεριὰ
γύρω γύρω στὰ τραπέζια
τσιγάρα πάνω στὶς καρέκλες
τσιγάρα παντοῦ
κι ἄγρια κόκκινα ποδήλατα νὰ περπατᾶνε.
Ὡραῖος σὰν ἀετὸς ὁ Ἐμπειρίκος
τὰ μάτια του νὰ καῖνε.
- Πῶς ἀπ᾿ τὸν Πόρο, Ἀντρέα;
ἐσὺ πάντα πήγαινες στὴν Ἄνδρο.
- Κι ἐσὺ Μίλτο, ἔπρεπε νὰ ἤσουνα
στὴν Ὕδρα, γιατί στὸν Πόρο;
Καὶ τότε ἔσκασε ἐκεῖνο τὸ ὡραῖο
τὸ φοβερὸ γέλιο του·
πετάχτηκαν τρομαγμένα τὰ σπουργίτια
ἕνα σύννεφο σπουργίτια
πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατό του.

(από τη συλλογή "Εκτοπλάσματα", 1986)
Μίλτος Σαχτούρης

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Όχι, ο έρωτας δεν είναι νεκρός

Όχι, ο έρωτας δεν είναι νεκρός σ’ αυτήν την καρδιά σε τούτα τα μάτια σ’ αυτό το  στόμα που ήδη διακήρυττε την απ’ ώρα αρχινισμένη κηδεία.
Ακούστε, μπούχτισα γραφικότητα, χρώματα, γοητεία.
Αγαπάω τον έρωτα, την τρυφερότητα του και την ανελέητη του σκληρότητα.
Ο έρωτας μου δεν έχει παρά ένα μονάχα όνομα, παρά μία μονάχα μορφή.
Τα πάντα ρει. Στόματα επικολλούνται σ’ αυτό το στόμα
Ω! εσύ του έρωτα μου όνομα και μορφή,
Μια μέρα στη θάλασσα ανάμεσα σ’ Ευρώπη κι Αμερική
Την ώρα που κι η έσχατη ακτίνα του ήλιου θα καθρεφτίζεται στην κυματώδη επιφάνεια των κυμάτων, ή σε μια νύχτα με καταιγίδα κάτω από ‘να δέντρο στην εξοχή, ή σ’ ένα γρήγορο αυτοκίνητο,
Ένα ανοιξιάτικο πρωινό στη λεωφόρο Μαλεσέρμπ,
Μια μέρα βροχερή,
Πριν να ξαπλώσεις την χαραυγή,
Σκέψου, διατάζω το οικείο μου φάντασμα σου, πως υπήρξα ο μόνος που σ’ αγάπησε χωρίς να σε ξέρει και πως είναι κρίμα που ποτέ δεν με γνώρισες.
Σκέψου, πως ποτέ δεν πρέπει να μετανιώνεις· πριν από μένα ο Ρονσάρ κι ο Μπωντλαίρ τραγουδήσανε το παράπονο των γριών ακόμα και των νεκρών που περιφρόνησαν τον αγνότερο έρωτα,
Εσύ, όταν θα ‘σαι νεκρή,
Θα ‘σαι ακόμα όμορφη, ποθητή.
Εγώ, θα είμαι ήδη νεκρός, έγκλειστος ολάκερος μες στο αθάνατο σου κορμί, κι η στίλβουσα σου εικόνα παρούσα στο άπειρο ανάμεσα στ’ ακατάβλητα θαύματα της ζωής και της αιωνιότητας, αν, αν όμως είμαι ακόμα ζωντανός
Η φωνή σου κι ο τόνος της, το βλέμμα σου κι οι ακτίνες του,
Το άρωμα σου και των μαλλιών σου το άρωμα κι άλλα πολλά πράγματα ακόμα δικά σου θα ζούνε εντός μου,
Εντός μου που δεν είμαι μήτ’ ο Ρονσάρ μητ’ ο Μπωντλαίρ,
Παρά μονάχα ένας φτωχός Ρομπέρ Ντεσνός και που, για να ‘χοντας σε γνωρίσει και αγαπήσει,
Ξέρω να τα τιμώ ακριβά.
Εγώ, που είμαι ο Ρομπέρ Ντεσνός, μόνο για να σ’ αγαπώ,
Και που υστεροφημία άλλη καμιά δε ζητώ παρά μονάχα πως σε αγάπησα.

Robert Desnos

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Μέγας ανατολικός

(απόσπασμα)
Ἀναπνέουσα βαθειά, ἡ Ὑβόννη ἐκοίταζε ἀκόμη τὸν οὐρανόν. Αἴφνης μία ἄλλη σκέψις, εἰς ἀδιάπτωτον ἀλληλουχίαν μὲ τὰς προηγουμένας ἐρχόμενη, ἔλαμψε εἰς τὸν νοῦν της. Ἧτο μία σκέψις γοργή, θερμή, σὰν αἷμα σφύζοντος νεανικοῦ ὀργανισμού... Μήπως ἂν ἤλλασσε πεποιθήσεις καὶ ἰδίως τὴν συμπεριφορᾶν της εἰς τὴν ζωὴν ὡς πρὸς τὸν ἔρωτα, εἰς τὸν ὁποῖον ἕως σήμερον ὑπῆρξε τόσον πολὺ ἐλλειμματίας, θὰ ἤρχιζε δι αὐτὴν νέα ζωή, μία ζωὴ πανήδονη, γλυκύτατη -ἡ μόνη ὀρθή, ἀληθινὴ καὶ φυσική. Ἀλήθεια, μήπως τοῦτο ἧτο δυνατόν; Ἀκόμη ὀλίγα δευτερόλεπτα ἐκοίταξε τὸν οὐρανὸν ὡς ἐν ἐκστάσει ἡ Ὑβόννη, γοητευμένη, μαγευμένη καὶ ἀναπνεόυσα βαθειὰ τὴν θαλασσίαν αὔραν... Ὤ, ναί, αὐτὸ ποὺ ἐσκέφθη ἧτο ἀπολύτως δυνατόν. Ἀλλέως, δὲν θὰ ἔλαμπαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὰ ἄστρα· ἀλλέως δὲν θὰ περιεστρέφοντο τόσον θριαμβευτικὰ καὶ μὲ τόσην εὐρυθμίαν οἱ τρόχοι τοῦ «Μεγάλου Ἀνατολικοῦ»· ἀλλέως δὲν θὰ ἐσκόρπιζε τόσον θωπευτικᾶ, τόσον ἠδονικᾶ, κατὰ διαστήματα, εἰς τὸ πρόσωπόν της, τὸ ὑγρὸν ψιμμύθιν τοῦ θαλασίου ἀφροῦ, ἡ ἁπαλὴ πνοὴ τοῦ ἀνέμου... Ὤ, ναί, αὐτὸ ποὺ ἐσκέφθη, ἧτο δυνατὸν νὰ γίνη κι ἡ ἀλλαγῆ αὐτή, ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀρχίση ἀμέσως, θὰ ἧτο ὁ λυτρωμός της.

(Ο Μέγας Ανατολικός, τόμος 1ος, σελ. 111-12)
Ανδρέας Εμπειρίκος

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Το καπνοπωλείο


Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.
Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.
Παράθυρα της κάμαράς μου,
Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,
(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν;),
που βλέπει στο μύστηριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.
Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.
Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.
Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,
Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.
Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα.
Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.
Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.
Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη
απ’το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται
μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας
που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου,
και ένα τίναγμα των νέυρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν.
Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.
Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,
στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου
και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.
Απέτυχα σε όλα.
Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα.
Γνωρίζοντας τι έχω,
γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού,
κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες,
αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα,
κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μ’ όλους τους άλλους.
Απομακρύνομαι μ’ ένα βήμα απ’ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα;
Πώς να ξέρω ποιός θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιός είμαι;
Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι; Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα!
Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται!
Ιδιοφυής; Αυτή τη στιγμή,
Εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ,
Κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιός ξέρει; ούτε έναν,
και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες.
Όχι, δεν πιστεύω σ’ εμένα.
Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες!
Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων;
Όχι, ούτε καν σ’ εμένα.
Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο,
δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυίας;
Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς –
- ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς –
Και, ποιός ξέρει, ίσως εφικτές,
δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά;
Ο κόσμος είναι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν,
κι όχι γι’ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο.
Ονειρεύτηκα περίσσοτερο απ’ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων,
Άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απ’ τον Χριστό.
Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει.
Αλλα είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα, αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα,
ακόμα κι αν δεν ζω σε μιά.
Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γι’ αυτό.
Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα.
Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε ν’ ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν τοίχο δίχως πόρτες.
Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σ’ ένα κοτέτσι.
Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σ’ ένα κλεισμένο πηγάδι.
Να πιστέψω σ’ εμένα; Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο.
Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι,
τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαιδεύει τα μαλλιά.
Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει,
ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών.
Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απ’ το κρεββάτι,
Αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής,
Σηκωνόμαστε και είναι ξένος,
Βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη,
κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο.
(Φάε σοκολάτες, μικρή
Φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απ’ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο.
Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο.
Φάε, βρώμικη μικρή, φάε!
Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ!
Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο,
Το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.)
Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,
Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.
Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα,
Ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου,
πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων,
μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο.
(Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γι’ αυτό εφησυχάζεις,
Είτε ελληνίδα θέα, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα,
Ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή,
Ή πριγκίπισσα που σε τραγούδουν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική,
Ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη,
Ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας,
Ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι –
Όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου!
Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος.
Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ
εμένα και δεν βρίσκω τίποτα.
Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια.
Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν,
Βλέπωτα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται
Βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου
Και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία,
Και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.)
Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα,
Και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ.
Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα,
Και σκέφτομαι : ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες.
(Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξ’ αυτών)
Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που τής έκοψαν την ουρά,
κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα.
Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα.
Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα.
Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος,
Με πέρασαν από μακριά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα.
Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,
είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.
Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
Είχα ήδη γεράσει.
Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει.
Πέταξα μακριά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο.
Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση
Γιατί είναι άκακο.
Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για ν’ αποδείξω πως είμαι υπέροχος.
Μουσική των άχρηστων στίχων μου,
Μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει,
αντι να συνεχίσω ν’ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου,
Η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου,
Σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες,
Ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα.
Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί.
Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού,
Συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενης ψυχής.
Θα πεθάνει και θα πεθάνω.
Θ’αφήσει το σημειωματάριό του, θ’αφήσω τους στίχους μου.
Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου.
Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή,
Όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα.
Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά.
Σε άλλους δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι,
Θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζούν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές.
Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο,
Πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο,
Πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα,
Πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια.
Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο.
Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για ν’αγοράσει καπνό;)
Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικα με κατακεραυνώνει.
Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος –
Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.
Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω.
Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.
Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.
Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,
Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία
Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.
Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα
Και συνεχίζω να καπνίζω.
Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.
(Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου,
θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.)
Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο.
Ο άντρας βγήκε απ’ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του;)
Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές.
(Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.)
Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε.
Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακρυά "Γειά σου, Εστέβες!" και το σύμπαν
ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.

Fernando Pessoa

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Ποικιλόθρον' ἀθανάτ'

(Καμιά μετάφραση δε μπορεί να αντικαταστήσει την αίσθηση του πρωτότυπου, γι'αυτό το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει εδώ θα ήταν η μετάφραση των αρχαίων ελληνικών (αιολικής διαλέκτου) να αποσιωπηθεί σκόπιμα, ώστε να επικεντρωθεί το ενδιαφέρον στο πρωτότυπο. Ωστόσο, ο ιστότοπος περιέχει γενικά μεταφράσεις, γι' αυτό έπεται του πρωτοτύπου και η προτιμώμενη μετάφραση.)

ποικιλόθρον' ἀθανάτ' Ἀφρόδιτα,
παῖ Δίος δολόπλοκε, λίσσομαί σε·
μή μ' ἄσαισι μηδ' ὀνίαισι δάμνα,
πότνια, θῦμον,

ἀλλὰ τυίδ' ἔλθ', αἴ ποτα κἀτέρωτα
τὰς ἔμας αὔδας ἀίοισα πήλοι
ἔκλυες, πάτρος δὲ δόμον λίποισα
χρύσιον ἦλθες

ἄρμ' ὐπασδεύξαισα· κάλοι δέ σ' ἆγον
ὤκεες στροῦθοι περὶ γᾶς μελαίνας
πύκνα δίννεντες πτέρ' ἀπ' ὠράνω ἴθε-
 ρος διὰ μέσσω·

αἶψα δ' ἐξίκοντο· σὺ δ', ὦ μάκαιρα,
μειδιαίσαισ' ἀθανάτωι προσώπωι
ἤρε' ὄττι δηὖτε πέπονθα κὤττι
δηὖτε κάλημμι

κὤττι μοι μάλιστα θέλω γένεσθαι
μαινόλαι θύμωι· τίνα δηὖτε πείθω
.. σάγην ἐς σὰν φιλότατα; τίς σ', ὦ
Ψάπφ', ἀδικήει;

καὶ γὰρ αἰ φεύγει, ταχέως διώξει,
αἰ δὲ δῶρα μὴ δέκετ', ἀλλὰ δώσει,
αἰ δὲ μὴ φίλει, ταχέως φιλήσει
 κoὐκ ἐθέλοισα.

ἔλθε μοι καὶ νῦν, χαλέπαν δὲ λῦσον
ἐκ μερίμναν, ὄσσα δέ μοι τέλεσσαι
θῦμος ἰμέρρει, τέλεσον, σὺ δ' αὔτα
σύμμαχος ἔσσο.

                   ***

Aθάνατη Aφροδίτη, που κάθεσαι σε πλουμιστό θρόνο,
κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ: δέσποινα,
μη βασανίζεις με έγνοιες και στεναχώριες την καρδιά μου!

Aλλά έλα κοντά μου, αν κάποτε άλλοτε άκουσες
τη φωνή μου από μακριά και εισάκουσες την
προσευχή μου. Tότε άφησες το χρυσό παλάτι του
πατέρα σου και ήρθες ζεύοντας την άμαξά σου.
Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε γρήγορα κάτω
στη μαύρη γη.

Xτυπώντας γοργά τα φτερά τους και διασχίζοντας τον
αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό. Γρήγορα φτάσανε· κι εσύ,
μακαρισμένη, με γελαστό το αθάνατό σου πρόσωπο,
με ρωτούσες τι έπαθα πάλι, γιατί σε κάλεσα πάλι,
τι επιθυμεί πιο πολύ η τρελή καρδιά μου. «Ποιο αγαπημένο
πρόσωπο πρέπει η πειθώ να φέρει τώρα στην αγάπη σου;
Πες μου, Σαπφώ, ποιος σε αδικεί;

Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η ίδια. Δε δέχεται
δώρα; Θα σου προσφέρει η ίδια. Δε σ' αγαπά; Σύντομα θα
σ' αγαπήσει, ακόμη και παρά τη θέλησή της.» Έλα και τώρα
και λύτρωσέ με από το βαρύ μαράζι. Eκπλήρωσε αυτό που
η καρδιά μου ποθεί να γίνει και γίνε σύμμαχός μου.

(1D, 191P, μετάφραση Δ. Iακώβ)
Σαπφώ

XL

Μη ζητήσεις, Λευκονόη, δεν είναι θεμιτό να μάθεις, ποιο τέλος έχουν ορίσει οι θεοί σε μένα, ποιο σε σένα, και μη δοκιμάζεις τους Βαβυλώνιους αριθμούς. Πόσο καλύτερο είναι να υπομένει κανείς ο,τιδήποτε του συμβεί! Είτε ο Δίας έδωσε περισσότερους χειμώνες, είτε έδωσε τελευταίο τούτο το χειμώνα, που τώρα συντρίβει την Τυρρηνική θάλασσα ενάντια στους σκοπέλους. Να είσαι σώφρονας αφήνοντας την αθυμία, να διυλίσεις τα κρασιά σου, και, επειδή η ζωή είναι λίγη, να κόψεις τη μακρά ελπίδα. Ενώ μιλούμε, ο φθονερός χρόνος έχει φύγει. Απόλαυσε το σήμερα, όσο γίνεται λιγότερο εύπιστη στην επόμενη ημέρα.

(Από τις "Ωδές", εκδόσεις Παπαδήμα, μετάφραση Μπαλτά)
Horatius

Ο κρεμασμένος

Απ' τις ρίζες των μαλλιών μου κάποιος θεός μ' άρπαξε.
Τσουρουφλίστηκα στα μπλε του βολτ σαν προφήτης στην έρημο.

Μεμιάς χάθηκαν οι νύχτες από μπρος σα σαύρας βλέφαρο:
Ένας κόσμος από φαλακρές λευκές μέρες σε μια ανίσκια κόγχη.

Όρνιου βαρεμάρα με κάρφωσε σ' αυτό το δέντρο.
Αν ήταν εγώ, θα 'χε κάνει κι αυτός, αυτό που κανα 'γω.

(μτφ: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ 
Σύγχρονοι Αμερικανοί Ποιητές - εκδ. ύψιλον, 1983)
Sylvia Plath

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Η άνοδος


Οι λέξεις όταν πέφτουν στο σώμα της νυκτός
Μοιάζουν με καράβια που τις θάλασσες οργώνουν
Με άνδρες που σπέρνουν και γυναίκες που μιλούν
Μέσα στους ποππυσμούς των φιλημάτων
Σαύρες περνούν μέσα στα ρίγη των ακτών
Πελάγους που απλώνεται μέχρι την άμμο
Με πλαταγίσματα με παφλασμούς
Ολίγον πριν ο ήλιος ανατείλη
Ενώ ακούονται φωνές των ραψωδών της ύλης
Και αλαλαγμοί αλέκτορος ορθίου
Επί μιας στήλης άλατος χωρών μεσημβρινών
Όταν ογκούνται οι πόθοι στους αιγιαλούς
Μυριάδων που πορεύονται μεσ' στις ριπές του ανέμου
Μπροστά στα μάτια των ολβίων κορασίδων
Που κύπτουν με τα στήθη των εγγίζοντα το ύδωρ
Το καθαρό νερό των ρυακιών
Ώσπου να βρουν και να αισθανθούν στα σώματα και στας
ψυχάς των
Άνευ ορίων άνευ όρων
Την κεκτημένη άνοδον της ηδονής.

Ανδρέας Εμπειρίκος

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Κάτω από τον κόσμο υπάρχουν πολλοί κώλοι πολλά μουνιά

Κάτω από τον κόσμο υπάρχουν πολλοί κώλοι, πολλά μουνιά
πολλά στόματα και πούτσοι,
κάτω από τον κόσμο υπάρχει πολύ τελείωμα, και πολύ σάλιο στάζει
σαν ρυάκι,
Υπάρχουν πολλά Σκατά κάτω από τον κόσμο, που κυλάνε κάτω από πόλεις μες στα ποτάμια, πολύ κατρουλιό πλημμυρίζει κάτω από τον κόσμο,
Πολύ μύξα στου κόσμου τα βιομηχανικά ρουθούνια, βρισιές κάτω απ’ του κόσμου
το σιδερένιο μπράτσο, αίμα
διαχέεται έξω απ’ του κόσμου τα στήθη,
ατέλειωτες λίμνες δακρύων, θάλασσες από αηδιαστικά ξερατά ορμούν μεταξύ των ημισφαιρίων πλημμυρίζουν προς το Sargasso, παλιά λαδωμένα κουρέλια και υγρά φρένων, ανθρώπινη βενζίνη-
Κάτω από τον κόσμο υπάρχει πόνος, σπασμένοι μηροί, βόμβες νάπαλμ φλέγονται
σε μαύρα μαλλιά, φώσφορος τρώει αγκώνες μέχρι κόκαλο
εντομοκτόνα μολύνουν τις παλίρροιες των ωκεανών, πλαστικές κούκλες ξεβρασμένες στον Ατλαντικό, παιχνίδια στρατιωτάκια συνωστισμένα στον Ειρηνικό, Β-52 βομβαρδιστικά πνίγουν τον αέρα ζούγκλα με αναθυμιάσεις και θαυμάσιες λάμψεις
Ρομπότ με βόμβο γέρνουν πάνω σε ορυζώνες πετώντας σωρούς χειροβομβίδων,
πλαστικές σφαίρες ψεκάζονται στη σάρκα, ορυχεία με δόντια δράκων &
ζελένιες φωτιές πάνω σε αχυρένιες σκεπές και σε νεροβούβαλους,
διάτρητες χωριάτικες καλύβες από αιχμηρά βλήματα, χαρακώματα γεμάτα με αέρια-
δηλητηριώδεις εκρηκτικές σκόνες -
Κάτω από τον κόσμο υπάρχουν σπασμένα κρανία, συνθλιμένα πόδια, βγαλμένοι βολβοί, άκαμπτα δάχτυλα, ανοιγμένα σαγόνια,
Δυσεντερία• εκατομμύρια άστεγοι, βασανισμένες καρδιές, άδειες ψυχές.
Απρίλιος 1973
 (Μετάφραση: Γιώργος Αλισάνογλου)
Allen Ginsberg

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Το καράβι του δάσους

Ξέρω ότι
αν είχα
μια φορεσιά
ένα φράκο
χρώματος πράσινο ανοιχτό
με μεγάλα κόκκινα σκοτεινά λουλούδια
Αν στη θέση της
αόρατης
αιολικής άρπας που μου χρησιμεύει
για κεφάλι
είχα μια τετράγωνη πλάκα
πράσινο σαπούνι

Έτσι που ν’ ακουμπά
απαλά
η μια της άκρη
ανάμεσα στους δυο μου ώμους

Αν ήτανε δυνατό
ν’ αντικαταστήσω
τα ιερά σάβανα
της φωνής μου
με την αγάπη
που έχει
μια μεταφυσική μουσική κόρη
για τις μαύρες ομπρέλες της βροχής

Ίσως τότες
μόνο τότες
θα μπορούσα να πω
τα φευγαλέα οράματα
της χαράς
που είδα κάποτες
σαν ήμουνα παιδί
κοιτάζοντας ευλαβικά
μέσα στα στρογγυλά
μάτια
των πουλιών

Νίκος Εγγονόπουλος

Κυριακή



Σήμερα είναι Κυριακή
Για πρώτη φορά με άφησαν σήμερα και βγήκα στη λιακάδα
Δε μου ‘τυχε ποτέ σε όλη τη ζωή μου
Να μείνω έτσι ακίνητος κοιτάζοντας ψηλά τον ουρανό
Και ν’ απορώ που είναι τόσο μακριά μου
Τόσο γαλάζιος, τόσο απέραντος
Έκατσα κατάχαμα γεμάτος σεβασμό
Κι ακούμπησα την πλάτη στον ασβεστωμένο τοίχο.
Και τούτη τη στιγμή δε μπαίνει ζήτημα
Να ριχτώ στα κύματα, μήτε μς νοιάζουν οι αγώνες
Μήτε που σκέφτομαι καθόλου τη λευτεριά και τη γυναίκα.
Η γη, ο ήλιος, κι εγώ μέσα στον ήλιο ευτυχισμένος.

(Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, εκδ. Ελληνικά γράμματα)
Nazim Hikmet