Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Ένα Κλεμμένο Ποδήλατο


Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο

Και θα 'ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο

Γιατί μια καινούρια αγάπη θα χύνεται σα μέλι

Κι από ένα σημείο τής γης αυτός ο ήλιος θ' ανατέλλει

Πιο όμορφος από ποτέ, σαν στρογγυλό χρυσάφι

Θα λάμψει στο βλέμμα σου σα μεγάλο διαμάντι

Κι εγώ που κάνω όνειρα χωρίς να κοιμάμαι

Περνάω μέσα από ένα κρύσταλλο χωρίς να φοβάμαι

Γιατί τα όνειρα που κάνω όταν περπατώ στο δρόμο

Είναι πιο έντιμα απ' αυτά που μας πλασάρει ο νόμος

Ο νόμος μιας εταιρίας, ο νόμος μιας πολιτείας

Η χώρα μου είναι αποικία μιας πιο μεγάλης αποικίας

Χρώματα απ' τον πόλεμο μιας υδατογραφίας

Χρώματα αγάπης και χρώματα βίας

Θάψε τις κούκλες κι όλα τα πλαστικά σου όπλα

Μαχαίρια, πιστόλια, κάθε είδους κόλπα

Τα όνειρα της ζωής, μια θαμπή ανάμνηση

Στριφογυρίζουν σα μόρια μιας μεγάλης περιπλάνησης

Σα δαχτυλίδια του Κρόνου στέκονται πάνω απ' το κεφάλι

Τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι

Είναι σα μαγνήτης που με κάνει να ονειρεύομαι

Να μιλάω στα κτίρια, στα σύννεφα, ή να προσεύχομαι

Να 'χα μια θάλασσα έξω απ' το σπίτι μου

Κι όποτε βρέχει να πετάω απ' το μπαλκόνι μου

Κρατώντας το χέρι σου για πάντα

Στις φραουλένιες πεδιάδες, στις γραμμικές κοιλάδες

Κι όπως συγκρούεται ένα αεροπλάνο στο μυαλό μου

Να γίνει το σώμα σου ένα με το δικό μου

Πες μου, πες μου, τι σκέφτεσαι για μένα

Όταν τα σώματά μας στέκουν σταυρωμένα;

Κι από ένα σημείο της Γης αυτός ο ήλιος ανατέλει

Κάποιος τότε σ' ένα στόχο σημαδεύει

Χρώματα απ' τον πόλεμο μιας υδατογραφίας

Χρώματα αγάπης και χρώματα βίας

Θάψε τις κούκλες σου κι όλα τα πλαστικά όπλα

Μαχαίρια, πιστόλια, κάθε είδους κόλπα

Τα όνειρα της ζωής, μια θαμπή ανάμνηση

Στριφογυρίζουν σα μόρια μιας μεγάλης περιπλάνησης

Σα δαχτυλίδια του Κρόνου στέκονται πάνω απ' το κεφάλι

Τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι

Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο

Και θα 'ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο

Ίσως βρούμε ένα σπίτι για να μείνουμε

Ένα τόπο να ζήσουμε και να πεθάνουμε

Μιλώντας σε κάποιον που έχει πεθάνει

Σε χιονισμένα τοπία, σε δέντρα από μελάνι

Ή σε ανθρώπους που ψάχνουν μια κατεύθυνση

Προς το θεό, μια άλλη χώρα, μια άγνωστη διεύθυνση

Στην οθόνη ενός κομπιούτερ, στα όνειρα του σκύλου

Στο ουράνιο τόξο, στην καρδιά ενός φίλου

Φύλαξε τις εικόνες κι όλα όσα πιστεύεις

Στο βιβλίο των ματιών σου είναι όλα αυτά που θέλεις

Χρώματα απ' τον πόλεμο μιας υδατογραφίας

Χρώματα αγάπης και χρώματα βίας

Θάψε τις κούκλες κι όλα τα πλαστικά σου όπλα

Μαχαίρια, πιστόλια, κάθε είδους κόλπα

Τα όνειρα της ζωής, μια θαμπή ανάμνηση

Στριφογυρίζουν σα μόρια μιας μεγάλης περιπλάνησης

Σα δαχτυλίδια του Κρόνου στέκονται πάνω απ' το κεφάλι

Τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι


Κ. Βήτα

Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Σε βλέπω να ορθώνεσαι...


Σε βλέπω να ορθώνεσαι σαν στύλος

και σιγανά επάνω σου ολοένα σκαρφαλώνω.

Το στήριγμά μου εσύ, με τόση ρώμη:

Καθώς στη διαύγειά σου με γνωρίζω,

πιο δυνατή, στο στέμμα σου με ορίζω

και νιώθω της ζωής λαχτάρα ακόμη!


Rainer Maria Rilke


Φανατισμένη δεν είμαι


Φανατισμένη δεν είμαι

όμως πότε

θα πάψω πια ν’ ακούω

ειδήσεις παράλογες και βίαιες

(διείσδυση σε όλες τις εγκοπές)

σε όλους

και σε όλες


Πότε

θα πάψω πια να διαβάζω

για γυναικοκτονίες αδιευκρίνιστες

(για ύποπτες μορφές σε καμιόνια μαύρα)

Η ελπίδα σκοτεινιασμένη

Μαύρο το μέλλον


Πότε

θα πάψω πια να πληροφορούμαι

νούμερα και στατιστικές

(Με περισσότερα χρόνια καταδικάζεται ένας κλέφτης

παρά ο φονιάς που σκότωσε τη γυναίκα του

αν υπάρχει υποψία απιστίας)


Πότε

θα πάψω πια να μαθαίνω

λεπτομέρειες των φόνων

(μαχαιρωμένη 57 φορές)

Βιασμένη

Κακοποιημένη


Πότε

θα πάψω πια να εικάζω,

στη σκέψη του βλέμματός τους,

την αθωότητα και την άγνοια


Πότε

θα πάψω πια να πιστεύω

πως γυναίκα σημαίνει απάρνηση

(μη βγαίνεις, μη ντύνεσαι, μην είσαι)

Πως αν τολμήσεις ν’ αντισταθείς

σε υποχρεώνουν σε σιωπή

σε χτυπούν, σε σκοτώνουν

και στο τέλος

σε ενοχοποιούν


Όχι. Φανατισμένη δεν είμαι

όμως πώς

να πάψω πια να σκέφτομαι

πως εκείνοι οι νικηφόροι φονιάδες

(που άντρες δεν λογίζονται)

περπατούν πάνω στην ίδια επιφάνεια

κι αναπνέουν το ίδιο οξυγόνο

Νιώθω πως ένα δάκρυ

θα κυλήσει, μα αντ’ αυτού

μέσα βαθειά, κάτι σκληραίνει


Ο βράχος της πίστης,

λάβα που στερεοποιήθηκε,

ενώ να εκτιναχτεί θα ’πρεπε

κι όλα στο διάβα της να τα κάψει∙

μα τούτο για να γίνει

λίγη τρυφερότητα χρειαζόταν παραπάνω...


Πώς αλλιώς

να αποτινάξω τότε

ετούτη την τραχυμένη απελπισία

για να μη σχίζει τα μέσα μου

όπως έκαναν μ’ εκείνες

Με όλες τους...


Πώς έγινε κι αποξενωθήκαμε

απ’ την ψυχή μας τη συλλογική;

Πότε... πώς...


Για το τι και το πού

αμφιβολία δεν χωρά:

Εδώ και τώρα

εδώ και τώρα


Πότε

θα πάψω πια να νιώθω

πως εδώ και τώρα

δεν μας αξίζουμε



Pilar Rodriguez Aranda

Όλες εμείς


Πίσω απ’ την πλάτη της σιωπής

βαλθήκαμε να διαπεράσουμε τα τείχη απ’ τις χαραμάδες

αγνοώντας τον άνεμο που στο παράθυρο στριμώχτηκε.

Ασυμβίβαστες, επιθυμούμε να αποσπαστούμε απ’ ό,τι σιωπά

από τούτη τη σιωπή που μας τσακίζει και μας διαμελίζει.


Ψηλαφιστά αποζητούμε την αναγέννηση

να πάψουμε πια να είμαστε τούτο το φως το θαμπό στα δωμάτια.

Μα η πραγματικότητα μάς ζυγώνει σαν κόρη άρρωστη

που στο νου μας βρίσκει μια ποδιά

κι ανάμεσα σε νευρώνες εισδύει, άθυμη και ξαφνική.



Ορτένσια Καρράσκο Σάντος