Κυριακή 26 Μαΐου 2024

Άτιτλο

 


Ο κλασικός μουσικός σταθμός

παίζοντας ώρα με την ώρα στο διαμέρισμα


το σήκωμα και το σήκωμα

και το ξανασήκωμα του τηλεφώνου


οι συλλαβές γεννώντας

το παλιό σενάριο ξανά και ξανά


τη μοναξιά του ψεύτη

στο επίσημο δίκτυο του ψέματος


που ζει πληκτρολογώντας αριθμούς (τηλεφώνου)

για να πνίξει τον φόβο


κάτω από την ανείπωτη λέξη.


Adrienne Rich

Σάββατο 25 Μαΐου 2024

Στην Κάτω Νύχτα


Ήπιες απόψε λόγια και φωνές

μοιάζαν με ουίσκι. Το σώμα

της παλιάς αηδόνας σού τραγούδησε

το πόσο πόνεσε και τώρα

άλλο δε γίνεται να τραγουδήσει.

Έτσι είναι. Στην κάτω νύχτα

όλα σωπαίνουνε.

Τα πίνει ο θόρυβος

που πίνει.

Λίγη φωνή

βγαίνει μονάχα το ξημέρωμα

κι ειν' η δική της

καθώς γλιστράει στο πάλκο της λεωφόρου

κι εκεί πρωτοσφυρίζει το τραγούδι της

μαρμαρωμένη κίτρινη της πάχνης

θεά αποτρόπαιη μουσική της μέρας.


Γιάννης Βαρβέρης

Ωδή στη χαρά


Τους φίλους σας να σκέφτεστε

χωρίς αιτία και μνήμη, έτσι

αμίλητους σκυφτούς να περπατούν

έντονα να τους σκέφτεστε να κλαίτε

μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν και δεν ξέρετε

πώς τον κοιτούν τον κόσμο αυτή την ώρα.


Γιάννης Βαρβέρης

Μην εμπιστεύεσαι εκείνους που δεν αγαπούν τη θάλασσα.


Στο ίδιο χώμα 

πάνω κάτω 

έξω μέσα

σαν τα μυρμήγκια οι ανθρώποι,

έξι χέρια να χανε

με δυό να δουλεύουνε

με τέσσερα να τρων εσένα,

εσένα που λίγο να κάνεις πως

πας να κολυμπήσεις 

μέσα στη στάλα της  βροχής,

αμέσως να σε πουν πνιγμένο.


Μάης '20

Ody

Ο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας


Ήταν αναπόφευκτο: η μυρωδιά από πικραμύγδαλα του θύμιζε άτυχους έρωτες. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο την ένιωσε από τη στιγμή που μπήκε μες στο σκοτεινό ακόμα σπίτι, όπου είχε τρέξει βιαστικά για ν’ ασχοληθεί με μια περίπτωση που από χρόνια είχε πάψει να είναι επείγουσα. Ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, πρόσφυγας από τις Αντίλλες, ανάπηρος από τον πόλεμο, φωτογράφος για παιδιά κι ο πιο πονετικός του αντίπαλος στο σκάκι, είχε ξεφύγει μια για πάντα από τα βασανιστήρια της μνήμης, με αναθυμιάσεις από υδροκυανιούχο χρυσό.

Gabriel Garcia Marquez

Κυριακή 19 Μαΐου 2024

Κυριακή


Κυριακή. Θε μου σ’ ευχαριστούμε

Δέξου μας σαν πρόβατα στην αγκαλιά σου απολωλότα

Πολύ αμαρτήσαμε Κύριε, πολύ αδικήσαμε

Σαν άπιστοι θρηνούμε για τα επίγεια αγαθά μας

Λησμονήσαμε την αιωνίαν Άνοιξη του Παραδείσου

Στον Οίκο σου δεόμεθα συγχωρηθήναι ημάς

Σήμερα Κυριακή τας εντολάς σου ενθυμούμενοι

Μη μας εγκαταλείψεις Θε μου, εις το σκότος της αβύσσου.


(Άλλωστε, λίαν προσφάτως, προσεφέραμεν

Εις αρμοδίων εντολάς υπείκοντες,

Τον οβολόν μας διά την αναστήλωσιν του Ιερού Ναού Σου).


Μανόλης Αναγνωστάκης

Άτιτλο


Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν

οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια

την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε

βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα

σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν

σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.


Γιώργος Σεφέρης

Σαββατοκύριακο


Ξυπνώντας

Λίγες σταγόνες ύπνο ακόμα στα μαλλιά

Γυμνά πρόσωπα

Γυμνό δωμάτιο

Ένα κρεβάτι τυχαίο

Κορμιά που το κυλινδρικό τους φλούδι

Δεν κρύβει καν λίγη εντεριώνη λησμονιάς…

Δίχως μια λέξη δίχως μια κίνηση

Σαν την ανυπαρξία του πέρα και του εδώθε

Όπως γλιστράει στις σκοτεινές στοές τους

Ζώντας μονάχα τη στιγμή

Που φεύγει

(Που ξέρουμε πως φεύγει)


Τίτος Πατρίκιος

Κυριακή

Ο ήλιος ψηλότερα θ’ ανέβει

σήμερα που ’ναι Κυριακή.

Φυσάει το αγέρι και σαλεύει

μια θημωνιά στο λόφο εκεί.


Τα γιορτινά θα βάλουν, κι όλοι

θα ’χουν ανάλαφρη καρδιά:

κοίτα στο δρόμο τα παιδιά,

κοίταξε τ’ άνθη στο περβόλι.


Τώρα καμπάνες που χτυπάνε

είναι ο Θεός αληθινός.

Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε

και μεγαλώνει ο ουρανός.


Άσε τον κόσμο στη χαρά του

κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,

σαν τραγουδάκι χαρωπό,

ένα τραγούδι του θανάτου.


Κώστας Καρυωτάκης

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Βιογραφικός Πίνακας


Στη μάνα μου


Το σπίτι

κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο

και τη θάλασσα

με λογική τεσσάρων παραθύρων,

χαμογελώντας στερεότυπα

μ’ ένα πλατύ πορτοκαλί

μπαλκόνι.


Σ’ αυτό το μπαλκόνι

σ’ αυτό το χαμόγελο

τ’ απογεύματα, η μάνα μου

το δυσανάγνωστό της πρόσωπο

εκθέτει.


Ο χρόνος το συνέγραψε

χωρίς έξαρση

από νύχτα σε νύχτα

σε γλώσσα πόνου ρέουσα

γεμίζοντας

κατεβατά φθοράς.

Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.


Κάθεται

άκρη άκρη στην καρέκλα

να μην επιβαρύνει το απόγευμα

μ’ όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,

ίσα ίσα να υπάρχει

σταματημένη μέσα στη ζωή της

από μιάν άπνοια τύχης,

ίσα ίσα για ν΄αντέξει τώρα

της έκπληξής της το σπασμό:


“Υπάρχουν θάλασσες

καράβια νευρικά

που σπρώχνουν λύσεις

στο ανεμπόδιστο;

Και άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;

Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα

το αλκοολικό απόγευμα

υπάρχουν;” Δεν το ‘ξερε.

Δεν το ‘ξερε η ζωή της.


Τώρα

αποτολμά μιά κίνηση παράξενη:

λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,

το ξαναφέρνει πίσω,

βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,

γιαλό γιαλό τα δάκρυά της.


Σιγά σιγά

απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι

από το σούρουπο υποσκάπτονται.

Το σχήμα τους παραφρονεί.

Σε χώρο θάμπους κλείνονται

να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.

Νυχτώνει.


Κική Δημουλά

Ο δαίμονας


Το μυαλό μου κουρασμένο


πως έπεσα

και τσακίστηκα


τώρα

με δεκανίκια

χρυσά τρίγωνα χρυσά τετράγωνα

γύρω κρεμνάω


τώρα η άσπρη φίλη μου, μαύρο φάντασμα

τώρα η μαύρη φίλη μου, άσπρο φάντασμα


κι εκείνη που χάθηκε μετ’ ασημένιο καρφί

στον ποταμό


δεν ξέρω ποιός; ο ήλιος ή το χιόνι


δεν ξέρω ποιά; τα χελιδόνια ή τα σπουργίτια 


μετράω ολοένα μετράω

η μητέρα μου ολοένα κλαίει

μετράει η μητέρα μου ολοένα κλαίει


Μίλτος Σαχτούρης

Μητέρα μου

 Μητέρα μου


Μητέρα μου, πόσο φρικτὰ βαραίνει

ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος.

Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος

γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.


Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία

κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,

ἂς μὲ δεχτῆ σὰ νἆμαι ἁμάρτημά σου

ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι᾿ ἁγία.


Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,

τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.

Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω

πόσους μετροῦν νεκροὺς τἀγαπημένα.


Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα

ποὺ πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνη

στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει...

Ἄχ, πώς μου λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα.


Μαρία Πολυδούρη

Σαν τη μητέρα, αλήθεια

 Πηγαίνει αργά στο σινεμά,

μάλιστα στον εξώστη.

Σ' έργα κατά προτίμηση, βουβά

και θαμπωμένα. Κι εκεί

- μέσα στους τόσους εξευτελισμούς -

η μόνη του χαρά να βλέπει τις γυναίκες

της γενιάς γύρω απ' το τριάντα.

Με κείνα τα βαθιά καπέλα,

με τις σειρές τα περιδέραια,

τα μάτια, τα κοντά μαλλιά∙

με τις ψιλές γλυκιές φωνές,

με τις κινήσεις τους τις μητρικές.


Σαν τη μητέρα, αλήθεια∙

σαν τη μάνα του

των πρώτων παιδικών του χρόνων...


Τότε που τον φωνάζανε μοναχογιό.


Γιώργος Ιωάννου

Τύψεις


όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει

η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι

τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου

από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:

δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια

φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα

λόγια πιο πρόστυχα κι απ' τις χειρονομίες -

μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου

όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω

μ' ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει

βουβή ξενυχτισμένη και χλομή

 

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Η μάνα μου και ο σατανάς

 


Τη μεγάλη Παρασκευή

η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας

και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.

Δε φοράει πια εκείνο το ροζ

που τη θάψανε

κι ούτε κατεβαίνει ολοένα

με το κουτί της μαζί.

Τη Μεγάλη Παρασκευή

η μάνα μου ζωντανή, ζεστή σαν το κερί

φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο.

Το νύχι της το προτελευταίο

παχουλό στις άκρες σαν το δικό μου

άγνωστη

όταν κρυφοσκεπτόταν

και κρυφοαμάρτανε

μακριά μου

σαν άρχιζε τον ατέλειωτο θάνατό της


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

Ο τοκετός του θανάτου


Ένας άνθρωπος ήτανε

τον είχανε

σε μία κατάψυξη

πάγος ήτανε.


Άνοιξε το ψυγείο της

η μάνα του

απόψυξη

κρακ κρακ

τσακίστηκε

κάτω έξω

και

-συναισθηματικός-


πάει

έλιωσε

ο άνθρωπος.


Γιάννης Βαρβέρης

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Άτιτλο


Είπε:

ψηφίζω το γαλάζιο.

Εγώ το κόκκινο.

Κ’ εγώ.

Το σώμα σου ωραίο.

Το σώμα σου απέραντο

Χάθηκα στο απέραντο.

Διαστολή της νύχτας.

Διαστολή του σώματος.

Συστολή της ψυχής.

Όσο απομακρύνεσαι

σε πλησιάζω.

Ένα άστρο

έκαψε το σπίτι μου.

Οι νύχτες με στενεύουν

στην απουσία σου.

Σε αναπνέω.

Η γλώσσα μου στο στόμα σου,

η γλώσσα σου στο στόμα μου –

σκοτεινό δάσος….

οι ξυλοκόποι χάθηκαν

και τα πουλιά.

Όπου βρίσκεσαι

υπάρχω.

Τα χείλη μου

περιτρέχουν τ’ αυτί σου.

Τόσο μικρό και τρυφερό

πώς χωράει

όλη τη μουσική;

Ηδονή –

πέρα απ’ τη γέννηση,

πέρα απ΄το θάνατο…

τελικό κ’ αιώνιο

παρόν.

Αγγίζω τα δάχτυλα

των ποδιών σου.

Τι αναρίθμητος ο κόσμος.

Κάτω απ΄όλες τις λέξεις

δύο σώματα ενώνονται

και χωρίζουν.

Μέσα σε λίγες νύχτες

πώς πλάθεται και καταρρέει

όλος ο κόσμος.

Η γλώσσα εγγίζει

βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.

Ενώνεται.

Τώρα

με τη δική σου αναπνοή

ρυθμίζεται το βήμα μου

κι ο σφυγμός μου.

Δυό μήνες που δε σμίξαμε.

Ένας αιώνας

κ’ εννιά δευτερόλεπτα.

Τι να τα κάνω τ’ άστρα

αφού λείπεις;

Με το κόκκινο του αίματος

είμαι.

Είμαι για σένα.


Γιάννης Ρίτσος

Το παλάτι του φεγγαριού

(απόσπασμα)

Είχα πηδήξει από την άκρη του γκρεμού, και έπειτα, την τελευταία στιγμή, κάτι με έπιασε στο ενδιάμεσο. Αυτό το κάτι, είναι αυτό που ερμηνεύω ως αγάπη. Είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να σταματήσει έναν άνθρωπο από το να πέσει, τόσο δυνατό, ώστε να αναιρέσει τους νόμους της βαρύτητας.

Paul Auster

Ημερολόγιο του Χειμώνα

Θαρρείς ότι αυτό δεν θα σου συμβεί ποτέ, ότι δεν μπορεί να συμβεί σ’ εσένα, ότι είσαι το μοναδικό άτομο στον κόσμο στο οποίο τίποτε απ΄ αυτά τα πράγματα δεν θα συμβεί ποτέ. Κι έπειτα, το ένα μετά το άλλο, αρχίζουν να σου συμβαίνουν τα πάντα, κατά τον ίδιο τρόπο που συμβαίνουν σε οποιονδήποτε άλλο.

Paul Auster