Κι όταν μου πεις πως μ'αγαπάς,
θύμισέ μου να συστηθώ ξανά
σ' αυτόν τον κόσμο
που μ' έχει μάθει αλλιώς.
Γιάννης Κουμαριανός
Μοσχοβολούσε το φεγγάρι σκύλοι μ'άσπρα λουλούδια στο κεφάλι περνούσανε στο δρόμο εκστατικοί κι ο δρόμος κάτω έφεγγε από κρύσταλλο και μέσα φαίνονταν τα σφυριά και τα μαχαίρια
Κι όταν μου πεις πως μ'αγαπάς,
θύμισέ μου να συστηθώ ξανά
σ' αυτόν τον κόσμο
που μ' έχει μάθει αλλιώς.
Γιάννης Κουμαριανός
Εσύ κι εγώ
Συνηθίζαμε να είμαστε μαζί, κάθε μέρα μαζί
Πάντα, πραγματικά νιώθω ότι χάνω τον καλύτερό μου φίλο
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτό θα μπορούσε να είναι το τέλος
Φαίνεται ότι αφήνεις να φύγει
Και αν είναι αλήθεια, δεν θέλω να ξέρω
Μην μιλάς
Ξέρω ακριβώς τι λες
Γι' αυτό σε παρακαλώ σταμάτα να εξηγείς
Μην μου πεις γιατί πονάει
Μην μιλάς
Ξέρω ακριβώς τι σκέφτεσαι
Δεν χρειάζομαι τους λόγους σου
Μην μου πεις γιατί πονάει
Οι αναμνήσεις μας
Λοιπόν, μπορεί κάποιες να είναι ευχάριστες
Αλλά κάποιες άλλες είναι ήδη τρομακτικές
Καθώς πεθαίνουμε και εσύ και εγώ
Με το κεφάλι μου στα χέρια μου, κάθομαι και κλαίω
Μη μιλάς
Ξέρω ακριβώς τι λες
Γι' αυτό σε παρακαλώ σταμάτα να εξηγείς
Μην μου πεις γιατί πονάει
Μην μιλάς
Ξέρω ακριβώς τι σκέφτεσαι
Δεν χρειάζομαι τους λόγους σου
Μην μου πεις γιατί πονάει
Μην μιλάς
Gwen Stefani
Σαν παλιά φωτιά που σβύνει,
το φιλί του εσύ 'δωσες·
πώς άξαφνα, πώς παρηφανείς
τα μάτια μου εσβύσες;
Στην θέση του τι τούτο το κενό;
Άχ, τι με λυπάσαι;
Άφησέ με, πάω ν' απαρνηθώ
ποτέ να σ' αγαπάω.
Διονύσιος Σολωμός
Μες στην αμίαντη αμέριμνη νύχτα
στον ήχο των τυφλών μας κινήσεων,
ποία στιγμή αναποτελεσμάτων
ο πειρασμός μιας απροσμένης αγκαλιάς,
μιας αχρηστημοσύνης πικρής ή γλυκειάς,
ενός πράγματος που περνά και σβήνει,
ο πειρασμός αυτός είναι το κυρίως
κι αναμνήσεις αυτού γεμίζουν την καρδιά
με χαρές που είναι χειρότερες από την λύπη,
με πικρίες που περνάνε γρήγορα
και τρέμουλα που μας πιάνουν και παύουν
μες στην ζωή, μες στον ονειρικό τον κόσμο.
Κωνσταντίνος Καβάφης
Ο άνθρωπος αυτός δε μου ανήκει.
Κάθεται στη γωνιά του μπαρ και κοιτάει τον τραγουδιστή.
Τα μάτια του έχουν δει τις πόλεις που ονειρεύτηκα,
τα χέρια του μοιάζουν τα χέρια εκείνων που αγάπησα κάποτε,
τα χέρια του μοιάζουν τα χέρια εκείνων που έχω πια χάσει.
Κάποτε γράψαμε ποιήματα, διαβάσαμε τα ίδια βιβλία,
με την ίδια μυστική σημαία πολεμήσαμε τους φασίστες.
Τώρα μες στη σιωπή κοιτάμε κατά τη θάλασσα.
Παντού η θάλασσα είναι ίδια, θλιβερή κι αφιλόξενη,
με τα μεγάλα φύκια της και τα ήσυχα νερά.
Ο άνθρωπος αυτός δε μου ανήκει.
Τα χέρια του, το στόμα, τα μαλλιά του είναι ξένα.
Κάθεται στη γωνιά του μπαρ και κοιτάει τον τραγουδιστή:
Ποτέ δε θα γυρίσει σε μένα ν’ ατενίσει τον εαυτό του.
Λούλα Αναγνωστάκη
Θερμότητα,
λευκή θερμότητα,
λευκό φως.
Οι νεκροί επιστρέφουν.
Βλέπω τον παππού μου
να κουνάει το κεφάλι του έκπληκτος
πάνω από τη λεκάνη
όπου πλένει τα χέρια
της όμορφης βαφτιστήρα του.
Βλέπω τη γιαγιά μου
να ράβει ένα φόρεμα για το γάμο μου
από το μακρινό ρούχο της μητέρας της
αγνό λευκό λινό
...που κέντησε...
με λεπτούς κύκλους από τριαντάφυλλα.
Οι νεκροί έχουν μυστικά.
Βλέπω τη μητέρα μου
να ράβει το νυφικό μου.
Η μητέρα της, ζωντανή τότε,
στέκεται πίσω της,
κοιτάζοντας στον καθρέφτη
και ρυθμίζει το πέπλο.
Έβαλαν έναν μικρό καθρέφτη
στην παλάμη του χεριού μου.
Οι νεκροί έχουν μυστικά.
Βλέπω τον νονό
που μου έμαθε να παίζω πιάνο,
τη γυναίκα
που μου έμαθε να χρησιμοποιώ τη φωνή μου.
Υπάρχουν υπόγεια σπίτια.
Είναι σαν τάφοι,
αλλά μόνο για ζωντανούς ανθρώπους.
Είναι σαν σπίτια.
Οι νεκροί έχουν μυστικά.
Η μητέρα μου παρακολουθεί τη φωτιά
όπου τα κόκαλα καίγονται
σε μαύρο και καπνό,
στάχτη σε στάχτη,
και στο φως.
Τη βλέπω να παρακολουθεί τη φωτιά,
τα όμορφα μαλλιά της τραβηγμένα πίσω,
το πρόσωπό της ένας φλεγόμενος θάμνος.
Οι νεκροί επιστρέφουν.
Έχουν μυστικά.
Elizabeth Alexander
Η μητέρα μου λέει μια ιστορία για ένα κύμα καύσωνα
που κάλυψε την πόλη σαν καυτή κουβέρτα.
και οδήγησε τους πάντες να κοιμηθούν στις ταράτσες.
ή σε σκάλες κινδύνου. Έτσι φαντάστηκα κι εγώ
στο μυαλό μου. Άνθρωποι που κοιμόντουσαν στο δρόμο
και πάνω σε αυτοκίνητα που έλαμπαν
με κύματα θερμότητας σαν ασημένιο νερό
στη μέση ενός δρόμου που εκτεινόταν
στο πουθενά. Κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει από αυτό,
αλλά για κάποιο λόγο, όλοι ήθελαν
να είναι έξω. Ήταν ένα παράξενο πράγμα, είπε.
'νθρωποι που ποτέ δεν έλεγαν ούτε ένα γεια...
στους γείτονές τους, κοιμόντουσαν στα
στις στέγες, με τα μακριά τους άκρα να κρέμονται
σαν δαντέλα από την άκρη της στέγης.
Το σκέφτομαι αυτό τώρα, όταν δεν μπορώ να ηρεμήσω,
και όταν ακούω για το σχέδιο της ξηρασίας
να αποστραγγίσει τα ποτάμια μας, τις ζωές μας
από οτιδήποτε υγρό και αναζωογονητικό,
και σκέφτομαι τους ανθρώπους που κοιμούνται στις στέγες...
...λες και το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να ξεκουραστούν στις δάφνες τους...
και να προσεύχονται να έρθει η νύχτα για να
να μπορέσουν να αναπνεύσουν λίγο. Και τότε το φεγγάρι
θα ήταν αυτό το δροσερό ασημένιο πράγμα, αυτό το πράγμα
που θα κοιτάζαμε και μετά θα αποκαλούσαμε φίλο μας.
Ada Limón