Ευχαριστώ τις αγαπημένες μικρές χιονονιφάδες, που πέφτουν σήμερα και όχι κάποια αδιάφορη καθημερινή, όταν ο κόσμος και οι φροντίδες του κόσμου θα έβαζαν τα δυνατά τους να με κρατήσουν μακριά από τη φευγάτη μου φίλη — κι ευχαριστώ κι εσένα, αγαπημένη μου Σούζι, που δεν κουράζεσαι ποτέ από μένα, ή τουλάχιστον ποτέ δεν μου το λες, και που όταν ο κόσμος είναι ψυχρός, κι η καταιγίδα αναστενάζει τόσο μελαγχολικά, είμαι βέβαιη πως έχω ένα γλυκό καταφύγιο, ένα κρησφύγετο από την καταιγίδα! Χτυπούν οι καμπάνες, Σούζι, στο βορρά και στην ανατολή, και στο νότο, κι η καμπάνα του δικού σου χωριού, κι οι άνθρωποι που αγαπούν το Θεό, ανυπομονούν να πάνε στην εκκλησία· εσύ μην πας Σούζι, όχι στη δική τους συνάθροιση, μα έλα μαζί μου αυτό το πρωινό στην εκκλησία μες στις καρδιές μας, εκεί που οι καμπάνες δεν σταματούν να χτυπούν, κι ο ιεροκήρυκας που τον λένε Αγάπη – θα μεσολαβήσει εκεί για εμάς!
Θα πάνε όλοι εκτός από εμένα, στο συνηθισμένο οίκο συνάθροισης, να ακούσουν το συνηθισμένο κήρυγμα· η δριμύτητα της καταιγίδας είχε την ευγένεια να με καθηλώσει· και καθώς κάθομαι εδώ Σούζι, μόνη με τους αέρηδες κι εσένα, νιώθω βασιλικά όπως παλιά κι ακόμα περισσότερο, επειδή γνωρίζω πως ούτε φτωχοδιάβολος δεν θα εισβάλει σε αυτή τη μοναξιά, αυτή τη δικιά μας γλυκιά Κυριακή. Και σε ευχαριστώ για το πολυάκριβό σου γράμμα, που ήρθε τη νύχτα του Σαββάτου, όταν όλος ο κόσμος ήταν ασάλευτος σε ευχαριστώ για την αγάπη που μου έφερε, και για τις χρυσαφένιες του σκέψεις, και τα αισθήματα πετράδια απαράλλακτα, που ήμουν σίγουρη πως μάζεψα ολόκληρα καλάθια με μαργαριτάρια! Θρηνώ αυτό το πρωινό, Σούζι, που δεν έχω κανένα γλυκό ηλιοβασίλεμα πρόχειρο να σου επιχρυσώσω μια σελίδα, ούτε κανέναν όρμο τόσο γαλάζιο – ούτε καν μια καμαρούλα ψηλά—ψηλά πάνω στον ουρανό, σαν τη δική σου, να μου δώσει ουράνιες σκέψεις, να τις δώσω σ’ εσένα. Ξέρεις πως πρέπει να σου γράψω, κάτω, κάτω στο γήινο πεδίο – κανένα ηλιοβασίλεμα εδώ, κανένα άστρο ούτε καν ένα κομμάτι λυκόφως να μπορέσω να το κάνω ποίημα – και να σου στείλω! Ωστόσο, Σούζι, θα υπάρχει ρομάντζο στο ταξίδι του γράμματος σε σένα – σκέψου τους λόφους και τα λαγκάδια, και τα ποτάμια που θα περάσει, και τους οδηγούς και τους επόπτες της αμαξοστοιχίας που θα σπεύσουν να στο φέρουν· και πες μου δεν θα είναι ένα ποίημα απ’ αυτά που όμοιό του δεν γράφεται; Σε σκέφτομαι αγαπημένη Σούζι, τώρα, δεν ξέρω πώς ή γιατί, αλλά όλο και πιο τρυφερά με το πέρασμα κάθε μέρας, κι ο γλυκός μήνας της υπόσχεσης σιμώνει όλο και πιο πολύ· κι ο Ιούλιος μου φαίνεται τόσο αλλιώτικος – κάποτε φαινόταν στεγνωμένος και ξερός – και καθόλου δεν τον αγαπούσα λόγω της ζέστης του και της σκόνης· μα τώρα Σούζι, ο μήνας όλου του χρόνου ο καλύτερος· προσπερνώ τις βιολέτες – και την πρωινή δροσιά, και το πρώιμο Ρόδο και τους Κοκκινολαίμηδες· θα τα ανταλλάξω όλα αυτά με τη λάβρα και την καυτή μεσημβρία, όταν θα μπορώ να μετρώ τις ώρες και τα λεπτά μέχρι να έρθεις – Ω Σούζι, συχνά σκέφτομαι πως θα δοκιμάσω να σου πω πόσο πολύ πολύτιμη είσαι, και πως όλο σε ψάχνω, μα οι λέξεις δεν έρχονται, αν κι έρχονται τα δάκρυα, και κάθομαι απογοητευμένη – ωστόσο λατρεμένη μου, τα ξέρεις όλα αυτά – τότε γιατί προσπαθώ να σου τα πω; Δεν ξέρω μα όταν σκέπτομαι τους αγαπημένους μου, χάνεται όλη μου η λογική, και πράγματι φοβάμαι μερικές φορές πως πρέπει να φτιάξω ένα νοσοκομείο για τους αθεράπευτα παράφρονες, και να με αλυσοδένω εκεί κάτι τέτοιες στιγμές, για να μη σε πληγώσω.
Πάντα όταν λάμπει ο ήλιος, και πάντα όταν έχουμε καταιγίδα, και πάντα πάντα Σούζι, σε θυμόμαστε, και τι άλλο υπάρχει εκτός από το να θυμόμαστε; Δεν θα σου πω, επειδή ξέρεις! […] Αγαπημένη μου Σούζι, όλα σου τα γράμματα περιέχουν πράγματα γλυκά και πολλά για τα οποία θα μπορούσα να μιλήσω, μα ο χρόνος λέει όχι – ωστόσο μη νομίζεις πως τα ξεχνώ – Ω όχι – είναι ασφαλή στο σεντουκάκι τους που δεν μαρτυρά τα μυστικά τους — δεν τα φτάνει ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά – μα όταν η ώρα που ονειρευόμαστε – φτάσει – τότε Σούζι, υπόσχομαι να τα φέρω, και θα περάσουμε ώρες φλυαρώντας και φλυαρώντας για αυτά – εκείνες οι πολύτιμες θύμησες φίλων – πόσο τις αγαπούσα, και πόσο τις αγαπώ τώρα – τίποτα εκτός από τη Σούζι την ίδια δεν μου είναι ούτε κατά το ήμισυ τόσο αγαπητό. Σούζι δεν σε ρώτησα αν είσαι εύθυμη και καλά – και δεν μπορώ να σκεφτώ γιατί, εκτός από το ότι υπάρχει κάτι αέναο σε εκείνους που πολυαγαπάμε, αθάνατη ζωή και σφρίγος· πράγματι μοιάζει πως όλες οι αρρώστιες και συμφορές, θα τρέπονταν σε φυγή, δεν θα αποτολμούσαν να τους βλάψουν, και Σούζι, παρόλο που σε παίρνουν από εμένα, σε κατατάσσω με τους αγγέλους, και ξέρεις η Βίβλος μας λέει – «οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον». Μα αγαπημένη Σούζι, είσαι καλά, και γαλήνια, γιατί δεν θέλω να σε κάνω να κλάψεις λέγοντας, είσαι ευτυχισμένη; Μη δίνεις σημασία στη μουτζούρα, Σούζι. Είναι επειδή δεν κράτησα την αργία της Κυριακής!
Emily Dickinson