Θα προσποιούµαστε
ότι κοιταζόµαστε
ενώ παράλληλα
θα κηδευόµαστε
σε διπλανούς τάφους.
Κι όταν το σκοτάδι
θα πέσει
µόνοι θα µείνουµε.
Θα σηκωθούµε
και θα χορεύουµε
και θα φιλιόµαστε.
Και έπειτα…
έτσι για πλάκα
θα αλλάξουµε τάφους.
Γιώργος Κοκκινίδης
Μοσχοβολούσε το φεγγάρι σκύλοι μ'άσπρα λουλούδια στο κεφάλι περνούσανε στο δρόμο εκστατικοί κι ο δρόμος κάτω έφεγγε από κρύσταλλο και μέσα φαίνονταν τα σφυριά και τα μαχαίρια
Θα προσποιούµαστε
ότι κοιταζόµαστε
ενώ παράλληλα
θα κηδευόµαστε
σε διπλανούς τάφους.
Κι όταν το σκοτάδι
θα πέσει
µόνοι θα µείνουµε.
Θα σηκωθούµε
και θα χορεύουµε
και θα φιλιόµαστε.
Και έπειτα…
έτσι για πλάκα
θα αλλάξουµε τάφους.
Γιώργος Κοκκινίδης
Φέτο δε θά ‘ρθει η άνοιξη, δε θ’ αφήσουμε
τους κούκους να τιτιβίσουν τα τραγούδια
των στασιαστών, τις μυγδαλιές να τους μυρώσουν,
όχι, τον ήλιο δε θα τον αφήσουμε
να ξεκαλοκαιριάσει, και τα τζιτζίκια
να τσιρίζουν ζει ζει ζει.
Ετούτος ο Νοέμβρης θα μείνει καρφωμένος
μέσα στο χρόνο, με τις ατέλειωτες του νύχτες,
με το βοριά στα στηλωμένα μάτια μας,
με τους τριγμούς κλαριών ή πατημάτων,
κρωγμούς ή συνθηματικές κραυγές συνωμοτών.
Δεν ξεγελιόμαστε απ’ τα τεχνάσματα σας.
Κάποιος ρίχνει κόκκινο χρώμα στα ποτάμια —
δεν έρευσε από φλέβες τόσο κόκκινο.
Κάποιος βάφει πορφυρένια τη θάλασσα
και τα σύννεφα στάζουν αίματα, αίματα,
πλημμυρίζουν οι δρόμοι.
Λεία Χατζοπούλου-Καραβία
0 ύπνος ιερή συνήθεια
είτε ελαφρύς
εμβρυακός
είτε πολλά βαρύς
με χάπια παπαρούνας
άλλοτε πέφτεις για ύπνο
και πέφτεις και πέφτεις
όλο βαθύτερα
βυθίζεσαι στο κατακάθι
με τα τετράδια σου
άγραφα τριαντάφυλλα
να έχουν ήδη βουλιάξει
το χέρι μόνο που κρατάει το μολύβι
έχει μείνει απ’ έξω
τελευταίο σινιάλο
άλλοτε πλέεις στο καϊμάκι
φτερά από παιδικά φαντάσματα
τότε που ζεστός
τρελός ποιητής ξυπνούσες
κι έγραφες στίχους
στη γαλάζια πιτζάμα σου
Μαρία Λάτσαρη
Υπάρχουν κάποιες νύχτες
Που ο ύπνος
Το παίζει ντροπαλός,
Ακατάδεκτος και περιφρονητικός.
Κι όλες οι πονηριές
Που σκαρφίζομαι για να πάρω
Τις υπηρεσίες του με το μέρος μου
Είναι άχρηστες σαν πληγωμένη
Περηφάνια, και πολύ πιο οδυνηρές.
Μάγια Αγγέλου
Καημός αλήθεια να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά μια μέρα του θανάτου…
στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμα του;
Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς ποτέ να μου το δώσει…
Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό
και με τη νύχτα μυστικά, γίνουμε πάλι ταίρι,
αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή να μου το ξαναφέρει!
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Τι είπατε;
Πάλι μάθημα;
Τι μάθατε;
Το εμπεδώσατε;
Το εφαρμόσατε;
Κάποιοι ξέμπαρκοι σ ένα λιμάνι
Θα τους πάρει το κύμα,
Δεν τολμώ
Μόνο λόγια.
Κάποιοι ξέμπαρκοι στο δρόμο,
δεν τολμώ
Μόνο λόγια.
Πόσες φορές λέμε: δεν έκανα κακό σε κανένα.
Μήπως κάναμε και σε κανέναν καλό;
Μαργαρίτα Γέρου
Έλα
Έστω και μέσα στ’ όνειρό μου
χτύπημα στο τηλέφωνό μου
Έστω σαν θύμηση πικρή
Έλα
Έστω σαν ζάλη στο πιοτό μου
φοβάμαι για τον εαυτό μου
όσοι αγαπούν νιώθουν μικροί
Έλα
Μια τελευταία χάρη κάνε
ήμουν δική σου όσο να `ναι
δεν ήμουν ένας αριθμός
Έλα
Τρέμω τη νύχτα που ‘μαι μόνη
έγιναν θάλασσες οι πόνοι
κι η απουσία σου βαθύς γκρεμός
Πυθαγόρας
Έξι βδομάδες κιόλας, κι άλλες δεκαπέντε ακόμα
Μέρες ατέλειωτες! Μες στους ανθρώπινους καημούς,
Βέβαια, καημός πικρός ωσάν το χωρισμό δεν είναι!
Γράφεις, σου γράφων, λες πως αγαπάς, πώς σ’ αγαπούνε,
Το βλέμμα, κάθε μέρα, τις κινήσεις, τη φωνή,
Ώρες μ’ εκείνον μοναχός μιλάς που είναι μακριά.
Μα ό, τι κι αν αισθανθείς κι ό, τι κι αν στοχαστείς και όλα όσα
Μ’ εκείνον πεις που βρίσκεται μακριά σου, είναι όλα αυτά
Άτονα κι άχρωμα και μελαγχολικά πιστά.
Ω! η απουσία! Η πιο σκληρή απ’ τις δυστυχίες όλες
Στις λέξεις και στις φράσεις να ζητάς παρηγοριά,
Στο άπειρο μέσα πλήθος των θλιμμένων στοχασμών σου
Και ό, τι θα βρεις, ανούσιο πάντα να ‘ναι και πικρό!
Κι ύστερα, να, αιχμηρή και κρύα σαν λεπίδι,
Γοργότερη από τα πουλιά, κι από τις σφαίρες πιο γιορτή,
Κι απ’ το νοτιά στη θάλασσα κι απ’ το αγριοφύσημά του,
Και μ’ ένα δηλητήριο στην αιχμή θανατερό,
Να, όμοια σα βέλος, που ‘ρχεται στο τέλος η Υποψία,
Ξαπολυμένη από την άθλια Αμφιβολία τη βδελυρή.
Μπορεί ποτέ; Ενώ στο τραπέζι ακουμπισμένος,
Το γράμμα της με δάκρυα να διαβάζω εγώ,
Το γράμμα της που όλο για την αγάπη της μου λέει,
Την ώρα εκείνη η σκέψη της να ‘ναι δοσμένη αλλού;
Ποιος ξέρει; Ενώ για μένα αργές εδώ και θλιβερές,
Κυλούν οι μέρες, σαν ποτάμι μ’ όχθες ξεραμένες,
Ίσως να χαμογέλασε το χείλι της τ’ αγνό;
Ίσως να ‘ναι χαρούμενη και να με λησμονάει;
Και μελαγχολικός το γράμμα της ξαναδιαβάζω.
(Ανθολογία Γαλλικής ποίησης, Καστανιώτης, 1988)
Paul Verlaine
Τυφλώσου, σήμερα:
η αιωνιότητα είναι επίσης γεμάτη μάτια —
σ’ αυτά
πνίγει, ό,τι βοήθησε τις εικόνες να διαβούν
τον δρόμο απ’ όπου ήρθαν,
σ’ αυτά
σβήνει, ό,τι σε τράβηξε μακριά από τη γλώσσα
με μία χειρονομία
που επέτρεψες όπως
ο χορός δύο λέξεων μόνο από
φθινόπωρο και μετάξι και Τίποτα.
από τη συλλογή Ηλιακές Ίνες [1968]
Paul Celan