Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Η προσευχή του ακροβάτη


Κύριε, είναι ώρα

να βοηθήσεις μια ψυχή

δρόμο να βρει τώρα

η ζωή μου η ρηχή.


Δεν μπορώ να ζω αντίθετα

με Σένα, κι όπου σταθώ

μ’ άγνωστους ρυθμούς κι επίθετα

βοήθεια Σου ζητώ.


Είμαι ακροβάτης

και γυρεύω δικό μου Θεό.


Κύριε, δώσ’ μου θάρρος

το σκοινί να μην κοπεί

θέλω να 'μαι φάρος

που φωτίζει τη σιωπή.


Θέλω να πετάξω ελεύθερα

πιο πέρα κι απ’ το κενό

πράγματα μικρά και δεύτερα

δεν ξέρω ν' αγαπώ.


Είμαι ακροβάτης

και γυρεύω δικό μου Θεό.

Είμαι ακροβάτης

και γυρεύω καινούργιο Θεό.


Μάνος Χατζιδάκις

Απ'τον κήπο



Έλα, αγάπη μου,

Συλλογίσου τους κρίνους.

Έχουμε λίγη πίστη.

Μιλάμε πάρα πολύ.

Κάνε πέρα τη μπουκιά σου από λέξεις

Κι έλα μαζί μου να παρατηρήσουμε

Τους κρίνους ν’ ανοίγουν σ’ ένα τέτοιο αγρό,

Να πληθαίνουν εκεί σαν κότερα,

Αργά καθοδηγώντας τα πέταλά τους

Δίχως νοσοκόμες ή ρολόγια.

Ας συλλογιστούμε τη θέα:

Ένα σπίτι όπου λευκά σύννεφα

Διακοσμούν τα μουντά δωμάτια.

Ω, κάνε πέρα τις καλές σου λέξεις

Και τις κακές σου λέξεις. Φτύσε

Τις λέξεις σου σαν πέτρες!

Έλα εδώ! Εδώ να ’ρθείς!

Έλα και φάε τα ευχάριστα φρούτα μου.


Ann Sexton

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ


«Φαίνεται πιὰ πὼς τίποτα -

τίποτα δὲν μᾶς σώζει...» ~ Καίσαρ Εμμανουήλ


Ξέρω ἐγὼ κάτι ποὺ μποροῦσε, Καῖσαρ, νὰ σᾶς σώσει.

Κάτι ποὺ πάντα βρίσκεται σ᾿ αἰώνια ἐναλλαγή,

κάτι ποὺ σχίζει τὶς θολὲς γραμμὲς τῶν ὁριζόντων,

καὶ ταξιδεύει ἀδιάκοπα τὴν ἀτέλειωτη γῆ.


Κάτι ποὺ θά ῾κανε γοργὰ νὰ φύγει τὸ κοράκι,

ποὺ τοῦ γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τὰ χαρτιά·

νὰ φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τὰ φτερά του,

πρὸς κάποιαν ἀκατοίκητη κοιλάδα τοῦ Νοτιᾶ.


Κάτι ποὺ θά ῾κανε τὰ ὑγρά, παράδοξά σας μάτια,

ποὺ ἁβρὲς μαθήτριες τ᾿ ἀγαποῦν καὶ σιωπηροὶ ποιηταί,

χαρούμενα καὶ προσδοκία γεμάτα νὰ γελάσουν

μὲ κάποιον τρόπο πού, ὅπως λέν, δὲ γέλασαν ποτέ.


Γνωρίζω κάτι, ποὺ μποροῦσε, βέβαια, νὰ σᾶς σώσει.

Ἐγὼ ποὺ δὲ σᾶς γνώρισα ποτέ... Σκεφτεῖτε... Ἐγώ.

Ἕνα καράβι... Νὰ σᾶς πάρει, Καῖσαρ... Νὰ μᾶς πάρει...

Ἕνα καράβι ποὺ πολὺ μακριὰ θὰ τ᾿ ὁδηγῶ.


Μία μέρα χειμωνιάτικη θὰ φεύγαμε.

- Τὰ ρυμουλκὰ περνώντας θὰ σφυρίζαν,

τὰ βρωμερὰ νερὰ ἡ βροχὴ θὰ ράντιζε,

κι οἱ γερανοὶ στοὺς ντόκους θὰ γυρίζαν.


Οἱ πολιτεῖες οἱ ξένες θὰ μᾶς δέχονταν,

οἱ πολιτεῖες οἱ πιὸ ἀπομακρυσμένες

κι ἐγὼ σ᾿ αὐτὲς ἁβρὰ θὰ σᾶς ἐσύσταινα

σὰν σὲ παλιές, θερμές μου ἀγαπημένες.


Τὰ βράδια, βάρδια κάνοντας, θὰ λέγαμε

παράξενες στὴ γέφυρα ἱστορίες,

γιὰ τοὺς ἀστερισμοὺς ἢ γιὰ τὰ κύματα,

γιὰ τοὺς καιρούς, τὶς ἄπνοιες, τὶς πορεῖες.


Ὅταν πυκνὴ ἡ ὁμίχλη θὰ μᾶς σκέπαζε,

τοὺς φάρους θὲ ν᾿ ἀκούγαμε νὰ κλαῖνε

καὶ τὰ καράβια ἀθέατα θὰ τ᾿ ἀκούγαμε,

περνώντας νὰ σφυρίζουν καὶ νὰ πλένε.


Μακριά, πολὺ μακριὰ νὰ ταξιδεύουμε,

κι ὁ ἥλιος πάντα μόνους νὰ μᾶς βρίσκει·

ἐσεῖς τσιγάρα «Κάμελ» νὰ καπνίζετε,

κι ἐγὼ σὲ μία γωνιὰ νὰ πίνω οὐΐσκυ.


Καὶ μία γριὰ στὸ Ἀννάμ, κεντήστρα στίγματος,

- μία γριὰ σ᾿ ἕνα πολύβοο καφενεῖο -

μία αἱμάσσουσα καρδιὰ θὰ μοῦ στιγμάτιζε,

κι ἕνα γυμνό, στὸ στῆθος σας, κρανίο.


Καὶ μία βραδιὰ στὴ Μπούρμα, ἢ στὴ Μπατάβια

στὰ μάτια μίας Ἰνδῆς ποὺ θὰ χορέψει

γυμνὴ στὰ δεκαεφτὰ στιλέτα ἀνάμεσα,

θὰ δεῖτε - ἴσως - τὴ Γκρέτα νὰ ἐπιστρέψει.


Καῖσαρ, ἀπὸ ἕνα θάνατο σὲ κάμαρα,

κι ἀπὸ ἕνα χωματένιο πεζὸ μνῆμα,

δὲ θά ῾ναι ποιητικότερο καὶ πι᾿ ὄμορφο,

ὁ διαφέγγος βυθὸς καὶ τ᾿ ἄγριο κύμα;


Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ἀνεκτέλεστα,

λόγια κοινά, κενά, «καπνὸς κι ἀθάλη»,

ποὺ ἴσως διαβάζοντας τὰ νὰ μὲ οἰκτίρετε,

γελώντας καὶ κουνώντας τὸ κεφάλι.


Ἡ μόνη μου παράκληση ὅμως θά ῾τανε,

τοὺς στίχους μου νὰ μὴν εἰρωνευθεῖτε.

Κι ὅπως ἐγὼ γιὰ ἕν᾿ ἀδερφὸ ἐδεήθηκα,

γιὰ ἕναν τρελὸν ἐσεῖς προσευχηθεῖτε.


Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

Λοξοδρομία

 

Ι


Ἄλλες ἐνστάσεις δέν χωροῦν

γιατί τά δάκρυα λάμπουν διφορούμενα

γιατί ὁ θάνατος χαμογελάει ἀπό τό μέλλον

γιατί τό ψέμα πυροβολεῖ μ᾿ εὐθύβολες ἀλήθειες

γιατί ἡ ἀλήθεια δέν προβαίνει πλέον σέ δηλώσεις


Γιατί

στό ἀγκίστρι τοῦ θανάτου

τό δόλωμα ἦταν ἡ ζωή

…ἄλλες ἐνστάσεις δέν χωροῦν

πῆρες ὅ,τι σοῦ ἀνῆκε

τήν πόλη καί τή θάλασσα

τή θέα τῆς εὐτυχίας πού φεύγει


Πῆρες πολλά ἔδωσες λίγα

ἡ θάλασσα σέ πίστεψε

ἀλλά σοῦ τέλειωσαν τά λόγια


Μήν ἐνοχλεῖς τώρα τόν Κόσμο

οὔτε μέ τήν ἀγάπη


(Τά ποιήματα τοῦ μανδαρίνου, Ύψιλον, 2002)

Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος

Απόδραση


Δεν υπάρχει κελί που να μην τρυπιέται.

Δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις.

Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου.

Όλα είναι στο κεφάλι σου.

Σπάσ’ το και πέτα.

Ο ουρανός είναι απέραντος.

Υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει∙

βρες την.


Περικλής Κοροβέσης

Αν ο Θεός δεν υπάρχει

 Αν



Αν ο Θεός δεν υπάρχει,

Αυτό σημαίνει ότι εμείς είμαστε θεοί.


Έχουμε πει «όχι» στην αρχή της οικουμένης,

Η οποία είναι η αρχή του περάσματος και του θανάτου,

Καθώς και  η αρχή του ασυνείδητου.

Έχουμε εφεύρει το καλό και το κακό.

Έχουμε κτίσει ναούς.

Έχουμε οικοδομήσει βωμούς προς τιμήν του Απόντα.

Έχουμε πιστέψει ότι θα επανακτήσουμε τη χαμένη Παράδεισο.


Czeslaw Milosz

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Ο απέραντος χώρος του τραπεζιού σου


Ο απέραντος χώρος, ο απλωμένος στο τραπέζι σου

Όπου κινείσαι σαν άλογο τινάζοντας τη χαίτη

Η ανατέλλουσα στους λόφους σελήνη, πιασμένη από

                                       το δόκανο των μηρών σου

Ο απέραντος χώρος διαχέεται ψηλά, πιο πάνω απ’ το

                                                            τραπέζι σου

Ο μπλε ουρανός ψάλει εκεί τα τραγούδια του, σ’ αυτό

                                      τον χώρο του τραπεζιού σου

Η έξαψη και ο ιδρώτας του έρωτα, σταγονίτσες θερμής

                                                                 υγρασίας

Και η πράσινη σκιά του γρασιδιού εκεί

Έρωτας κι αγκαλιάσματα εκεί, στο τραπέζι σου

Εκεί ανατέλλει ο απέραντος χώρος σαν καμβάς του

                                                   Τουλούζ Λωτρέκ

Πάνω στο νυχτερινό σου τραπέζι,- το περικυκλωμένο

                                                        με αγκαλιές


Biblap Majee

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Άτιτλο


Και αυτές οι γυναίκες και οι άντρες που ακάλεστοι

σαν έρωτες ήρθαν

που δεν προλάβαμε οτιδήποτε

γιατί βιαζόμασταν

και ησυχία εσωτερική δεν είχαμε.

Κι αυτά τα κόκκινα φανάρια

που περάσαμε πεζοί

αργά στους δρόμους της Εγνατίας

μεθυσμένοι

παρέα με κάποιο σκυλί

με το μάτι του τραυματισμένο

και τη ράχη του γεμάτη κολλημένες τσίχλες.

Το νυκτερινό λεωφορείο που πήραμε τόσες φορές

το ανοικτό παράθυρο να φυσάει ο αέρας

η τελευταία μπύρα

στη διαδρομή πριν το καληνύχτα.

Οι ταξιδιώτες που πάνε στο αεροδρόμιο

για να ταξιδέψουν

να βρουν τον αγαπημένο τους

ίσως άλλοι να βρουν δουλειά

ή άλλοι να βρουν τον εαυτό τους

και από το παράθυρο κοιτάνε

σα να ’ναι η τελευταία φορά.

Τα πάρκα, οι δρόμοι, οι γέφυρες στη Χαρίλαου

με θέα που κάθε Ανάσταση ή Πρωτοχρονιά

θα μας έβρισκε εκεί

με τα πυροτεχνήματα που ακόμα μου αρέσουν,

εκεί που ώρες καθίσαμε,

νυχτοπερπατήσαμε

και τα τσιγάρα

από πνευμόνι σε πνευμόνι γυρνούσαν.

Οι τοίχοι στους δρόμους

που άσπροι καθώς είναι

κάποιο επιδέξιο χέρι θα βρεθεί

να αφήσει την καύλα του με χρώμα και όνομα.

Οι ενοχές που δε μαρτυρήσαμε ούτε σε εμάς τους ίδιους.

Οι σιωπές που μαρτύρησαν μετά από μας.

Όλα τα σ’ αγαπώ τα στερημένα.

Για τα σπίτια των φίλων που μαζευόμαστε

χασομεράμε σε οθόνες

παίζουμε

βριζόμαστε

κι όλο φωτιές ανάβουμε

τη μια μετά την άλλη

και ακόμα μαλώνουμε με χάζι ποιος θα ’ναι ο πρώτος

και μια πρόταση με σωστή σύνταξη δεν μπορούμε να αρθρώσουμε.

Για τα όνειρα που βλέπαμε κι εξήγηση ζητούσαμε.

Γι’ αυτούς που αγαπάμε και όλο το ξεχνάμε.


Άγγελος Ευθυμιάδης

Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

ο πεθαμένος ποιητής


 ο πεθαμένος ποιητής βρίσκεται ακόμα

μες στο συρτάρι του γραφείου του

πάνω απ’ τις κόλλες

πίσω απ’ τη φούντα (της ουράς της γάτας του)

και δίπλα απ’ το περίστροφο

που είχε ξεσκονίσει κάποτε ν’ αυτοκτονήσει

μα τον πρόλαβε το γήρας


τι λέτε ρε

ο πεθαμένος ποιητής χορεύει μες στο στόμα σου

κάθε που ουρλιάζεις

κάθε που “σύντροφοι”

κάθε που “κι άλλο κι άλλο κι άλλο”

ξαπλώνει μέσα στο δέρμα που γδέρνουν

τα νύχια σου γιορτάζοντας ή πενθώντας

σέρνει τις σόλες των παπουτσιών σου

κάθε που τριγυρνάς χαμένος


 ο ποιητής

ο πεθαμένος

μια απούσα παρουσία ζωντανή

φάντασμα μες στο σώμα

και πού και πού σκουντάει τον γραφιά

που μέσα στο συρτάρι του γραφείου του

βρίσκεται ακόμα


Κατερίνα Ζησάκη

Γενική Αποχαιρετισμού


Εδώ στον ουρανό έχουμε απ’ όλα

Κανένα παράπονο

Οι καλόγριες πετάνε

Κανείς δεν κλειδώνει την ομορφιά

Ζούμε χωρίς κεφάλι

Οι αυτοκτονίες λιγόστεψαν

Πεθαίνουμε κανονικά

Με υποχρέωσαν να κάνω διαθήκη

Σου άφησα μια κλωστή απ’ το γέλιο μου

Με απέσυραν βιαστικά


Πελαγία Φυτοπούλου

Kείνες τις μέρες


Είχε βρει αυτός τρόπο

και τα βόλευε:

χρόνια ψάλτης στους Άγιους Πάντες,

ασφαλιστής το επάγγελμα―

είτε αργίες είτε καθημερινές,

το ίδιο πελατολόγιο

να τρομοκρατεί

και να καθησυχάζει.


Μουσικοδιδάσκαλο πια,

οικογενειάρχη,

διορισμένο στη Μ. Εκπαίδευση

―ποτέ δεν έδωσ’ αφορμή,

λόγο κακό δεν είπε για κανένα,

κρεμασμένο τον βρήκανε

κείνες τις μέρες

του Χρηματιστηρίου.


"Σε κλειστά βιβλία",

Ντέμης Κωνσταντινίδης

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

Το έντομο έρωτας


Ένας άντρας και μια γυναίκα σ’ ένα δωμάτιο
σ’ έναν κύβο ζάχαρης στο τσάι του χρόνου
ένας άντρας και μια γυναίκα
γυμνοί στο κρεβάτι
προσπαθούν να κερδίσουν το στοίχημα
να κερδίσουν
χάνοντας στη θύελλα τον εαυτό τους.

Ο καλός Θεός όμως είναι πονόψυχος
τους προστατεύει από το θαύμα.
Ο καλός εαυτός τους συγκρατεί
λίγα εκατοστά πριν την άβυσσο…

Ποίηση, Πλέθρον, 1994, 73 σελ.
Τάσος Μπέσιος