Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

10 Απριλίου 1938


 Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη πού περιέχω.
Είμαι το διεσταλμένο ρόδο δίχως σεμνότητα,
είμαι o καρπός πού αποστάζει ασύστολα χυμό,
είμαι ή θερμότατη καλοκαιρινή μέρα
πού αντηχεί το φως, την πυράδα του ήλιου.
Είμαι βαρύς από τον ίδιο εαυτό μου,
υποφέρω την έννοια του εαυτού μου
σε βάρος αισθήσεων υπέρμετρο.
Πολύχρωμο έντομο με έντονο χνούδι χρωμάτων
να πετάξω δεν δύναμαι πια.
Πού ν’ αποθέσω τον εαυτό μου;

Η ζωή πιο ωραία,
ισάξια του θανάτου, με πληρώνει.
Κύριε, μη με παραδίνεις
στις δυνάμεις που περιέχω.
Να καταστρέψει η αρμονία
την ηδονή που αναθρώσκει,
να συνθέσω τη γαλήνη.

Τα λόγια μου σπρώχνονται
στα στόματα απ’ το σώμα μου,
όπως η ζωή που αναβλύζει απ’ τη γη
στην ορμή απ’ το θερμό φως.

Στους νεκρούς ανάμεσα πέρασα
γεμάτος ζωής προσφορά,
πώς θα μου απαντήσει
η σιωπηλή ζωή;
Έκραξα στους ζωντανούς ανάμεσα,
ποίοι είναι οι επιζώντες
και δεν ακούω ομιλία καμμιά;

Με διαπερνούν τα πρόσωπα,
ανόητοι περιπατητές της Κυριακής ημέρας,
άσχημος όχλος.
Περιέχω τον δρόμο με τα βρώμικα χαρτιά,
με τ’ ακατάλληλα σκουπίδια,
κατέχω τη στεκούμενη κατάσταση
της στατικής αηδίας στάσιμης,
μιλώ τα φθαρμένα λόγια της κοινής αντίληψης,
χαμογελώ στα πρόσωπα τα βδελυρά κι’ αδιάφορα
χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, δεν υπάρχω,
βρίσκομαι στην αποσύνθεση.

Ζωή Καρέλλη

Η γυναίκα θυμήθηκε


Η γυναίκα θυμήθηκε
Η νύχτα τη σταμάτησε
Την έβαλε στο αμάξι
Πήγανε στην άκρη της θάλασσας

Η γυναίκα πλησίασε
Τον χρόνο που κατάπινε κύματα
Γονάτισε
Το νερό έγλειφε το εσωτερικό των μηρών της
Θυμήθηκε το σώμα του άντρα

Βύθισε τις παλάμες της
Έσκυψε
Γυναίκα τετράποδο
Στην άκρη της θάλασσας

Η νύχτα έβαφε τα νύχια της κόκκινα
Καθισμένη στις άκρες των βράχων

Το σώμα του άντρα το έβλεπε
Ξαπλωμένο στο βυθό, ανάσκελα
Συσπάστηκε
Άνοιξε το στόμα
Κι άδειασε στο νερό τα παιδιά της
Ξέσκισε τους ομφάλιους λώρους με τα δόντια της

Η νύχτα στις άκρες των βράχων
Κόκκινη

Η γυναίκα γέμισε την κοιλιά της πέτρες
Σύρθηκε μες την θάλασσα
Θυμήθηκε το σώμα του άντρα
Η γυναίκα θυμήθηκε

Είμαι ο ύπνος του δάσους
Το ελάχιστο των ονείρων του
Οι ματωμένοι ίσκιοι
Το θρόισμα των σιωπών
Το παγωμένο έλατο
Με τα τρελαμένα του φωτάκια
Καρφωμένο στον αφαλό

Δεν ήξερα τι να το κάνω το δάσος
Μέχρι που το θέλησα
Καμένο

Φύσα τις πυγολαμπίδες
Να σβήσουμε

Δήμητρα Αγγέλου

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

απομυθοποίηση •


Δεν σε θέλει.
Δεν σε θέλησε ποτέ.
Δεν είσαι η κοπέλα που του ταιριάζει.
Δεν έχεις μήτε την εμφάνιση
Μήτε τον χαρακτήρα.
Δεν έχεις μακριά μαλλιά.
Ούτε ιδιαίτερα μάτια.
Δεν είσαι ήσυχη.
Είσαι | πειραγμένη | .


Δεν ήσουν αυτή.
Ούτε αυτός για εσένα ήταν.
Αργείς, προσπέρασε.
Δεν θα τον εντυπωσιάσεις.
Πίνεις πολύ.
Καπνίζεις πολύ.
Δεν το παίζεις, έξυπνη είσαι.
Το ξέρει.
Να γελά τον κάνεις.
Μπορεί και να ηρεμεί.
Δεν κρύβεσαι.
Νίωθεις πολύ.
Τον ψάχνεις πολύ.
Σου λείπει πολύ.
Αλλά είσαι τρελή πολύ.
Βγαίνεις πολύ.
Φωνάζεις πολύ.
Είσαι αντιδραστική πολύ.
Και ας κατανοείς πολύ.
Προκαλείς πολύ.
Και ας τα ίδια αναζητάτε.
Ελπίζεις πολύ.
Μιλάς πολύ.
Τον πιστεύεις πολύ.

Ίσως να του δώσεις ότι ποθεί.
Ίσως να θές καθετί που δικό του είναι.
Να χαιδέψεις κάθε ανασφάλεια.
Να πιστέψεις σε κάθε ιδέα.
Να τον χαζεύεις.
Να ερεθίζεσαι.
Να τον ζητάς.
Να περιμένεις.
Να τον ακούς.
Να μοιράζεσαι.
Να μην κρύβεσαι.


Μα δεν είσαι εσύ.
Δεν είσαι η γκόμενα που θα έλεγε του ταιριάζει.
Ο περίγυρος δεν σε εγκρίνει.
Δεν είσαι σιωπηλή.
Δεν είσαι τυφλή.
Δεν είσαι συμπαθητική.
Δεν μπορείς να σταθείς δίπλα του.
Είσαι καλή μόνο πάνω του.
Δεν τον κάνεις ότι θέλεις.
Δεν υποκρίνεσαι.
Δειλή δεν είσαι!

Θα βρεί αυτήν.
Την ήρεμη πολύ.
Την συμβιβασμένη.
Να την κουμαντάρει.
Να δίνει όσα την εκάστοτε φορά θέλει.
Να μη του δείχνει πόσο τον θέλει.
Να μην τον ενδιαφέρει ποιός πραγματικά είναι.
Να θέλει να είναι από τον κύκλο του αποδεκτή.
Να μην τον ψάχνει όσο εκείνος θέλει.
Να είναι καλά και με τα λίγα.
Να μην την νοιάζει να διεκδικεί το άυριο.


Μη διερωτάσαι.
Τίποτα δεν σου λείπει.
Πάρε ένα ποτό και στην υγεία του πιές το.
Ο έρωτας ανήκει σε όσους είναι άξιοι να τον ζήσουν στο έπακρο.
Το βλέπεις εξάλλου παντού, οι άνθρωποι φοβούνται ότι δεν μπορούν να ελέγξουν.
Προτιμούν την ασφάλεια, γι'αυτό άλλωστε κουβαλούν μαζί του πάντα στοιχεία.

Ίρις 

Έγχρωμη



(Οι παίκτες ξαφνιασμένοι, με κόκκινα μάτια σαν κουνέλια. Trapola σημαίνει παγίδα)

Πώς βρέθηκα εδώ;
Εκ μέρους κάποιου. Κοινού προγόνου μάλλον.
Θαρρώ, εγώ
Δεν ήθελα να παίξω. Δεν θυμάμαι. Τέλος πάντων. Φαίνεται
Ένα απλό παιχνίδι με χαρτιά. Όμως,
Δεν είναι πάντα αυτό που φαίνεται:
Συχνά, τα ξημερώματα, αόρατοι μες στους καπνούς συμπαίκτες
Θεοί, κατάδικοι κι αυτοί στη δύναμή τους
Άλλα χαρτιά ανακατεύουν.
Ανακατεύουν, κόβουν και μοιράζουν στον πάνω κόσμο
Τις εικόνες μου και τους καθρέφτες μου
Σε στάσεις και χορούς.
Μες στους καπνούς
Ανακατεύουν, κόβουν και μοιράζουν
Άλλα χαρτιά.

Με κλέβουν
Εμένα, τον αδικαιολόγητα θνητό.

Greek poets on the crisis
Παμπούδη Παυλίνα

Η καρδιά αποζητά την ηδονή αρχικά


Η καρδιά αποζητά την Ηδονή – αρχικά –
Και έπειτα – εξαίρεση απ’ τον Πόνο –
Και έπειτα – εκείνα τα μικρά Αναλγητικά
Που νεκρώνουν το βάσανο

Και έπειτα – να πάει να κοιμηθεί –
Και έπειτα – εάν εισακουόταν
Απ’ τον Ανακριτή της
Το προνόμιο να πεθάνει


Μετάφραση: Λιάνα Σακελλίου, Άρτεμις Γρίβα, Φρόσω Μαντά
από το Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά, εκδόσεις Gutenberg

Emily Dickinson

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

Η λάμψη

–  Πετάς; τον ρώτησε αυτός που κρατούσε το μαχαίρι.
Ο άλλος σιγά σιγά δεν πάταγε πια το χώμα, σιγά σιγά
είχε σηκωθεί κάπου μισό μέτρο πάνω από τη γη.
–  Όμως ­– είπε ο πρώτος:
Εγώ μπορώ κι έτσι που ανεβαίνεις να σ’ το
καρφώσω το μαχαίρι.
Και τότε με μια λάμψη ο άλλος και μ’ ένα
σφύριγμα εκκωφαντικό σα σφαίρα πυροβόλου
χάθηκε, εξαφανίστηκε μέσα στο διάστημα.

Έκπληκτος κοίταζε ο απομείνας
το άχρηστο πια χέρι του.

Μίλτος Σαχτούρης