Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη πού περιέχω.
Είμαι το διεσταλμένο ρόδο δίχως σεμνότητα,
είμαι o καρπός πού αποστάζει ασύστολα χυμό,
είμαι ή θερμότατη καλοκαιρινή μέρα
πού αντηχεί το φως, την πυράδα του ήλιου.
Είμαι βαρύς από τον ίδιο εαυτό μου,
υποφέρω την έννοια του εαυτού μου
σε βάρος αισθήσεων υπέρμετρο.
Πολύχρωμο έντομο με έντονο χνούδι χρωμάτων
να πετάξω δεν δύναμαι πια.
Πού ν’ αποθέσω τον εαυτό μου;
Η ζωή πιο ωραία,
ισάξια του θανάτου, με πληρώνει.
Κύριε, μη με παραδίνεις
στις δυνάμεις που περιέχω.
Να καταστρέψει η αρμονία
την ηδονή που αναθρώσκει,
να συνθέσω τη γαλήνη.
Τα λόγια μου σπρώχνονται
στα στόματα απ’ το σώμα μου,
όπως η ζωή που αναβλύζει απ’ τη γη
στην ορμή απ’ το θερμό φως.
Στους νεκρούς ανάμεσα πέρασα
γεμάτος ζωής προσφορά,
πώς θα μου απαντήσει
η σιωπηλή ζωή;
Έκραξα στους ζωντανούς ανάμεσα,
ποίοι είναι οι επιζώντες
και δεν ακούω ομιλία καμμιά;
Με διαπερνούν τα πρόσωπα,
ανόητοι περιπατητές της Κυριακής ημέρας,
άσχημος όχλος.
Περιέχω τον δρόμο με τα βρώμικα χαρτιά,
με τ’ ακατάλληλα σκουπίδια,
κατέχω τη στεκούμενη κατάσταση
της στατικής αηδίας στάσιμης,
μιλώ τα φθαρμένα λόγια της κοινής αντίληψης,
χαμογελώ στα πρόσωπα τα βδελυρά κι’ αδιάφορα
χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, δεν υπάρχω,
βρίσκομαι στην αποσύνθεση.
Ζωή Καρέλλη