Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Ἂν σοῦ λείψω μιὰ νύχτα


Ἂν σοῦ λείψω μιὰ νύχτα μὴν ἀνησυχήσης
ὡς τὸ ἄλλο πρωί, ὡς τὸ ἄλλο βράδυ, ὡς τὴν Κυριακή,
Ἐδῶ κάπου θὰ βρίσκομαι σ᾿ ἕναν ἄρρωστο δίπλα,
μ᾿ ἕνα πικρὸ ραβδὶ θὰ ψάχνω νὰ βρῶ μία πηγή.
πόρτα σὲ πόρτα θὰ γυρνῶ μ᾿ ἕνα ψωμὶ στὴ μασχάλη.
Ἔχε ἀναμμένη τὴ φωτιὰ πάντοτε, γιατὶ πάντοτε
θὰ σοῦ γυρίζω μουσκεμένος- Ἔχω ζεσταμένο
στὰ γόνατά σου ἕνα πουκάμισο κι ἔχε τὸ νοῦ σου
στὴν πόρτα καὶ στὴ δημοσιὰ μὴν ἀκουστῶ, γιατί,
δίχως λειψὸ ἀποφέγγαρο κι ἄστρι, κάθε φορά,
ἀπὸ τὴν ἄκρη θά ῾ρχομαι τὸν κόσμου.

Νικηφόρος Βρεττάκος 

Θέλω να ουρλιάξω


Είναι τόσο «λογικό» το λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου, ως αποτέλεσμα ενός προαναγγελθέντος θανάτου, ώστε δεν μου φαίνεται παράλογο να αρχίσω να ουρλιάζω. Κι όσο περνούν οι μέρες και η πραγματικότητα δείχνει όλο και περισσότερο τα κοφτερά της δόντια, τόσο πιο πολύ θέλω να ουρλιάξω. Δεν ξέρω προς τα πού πρώτα θέλω ν’ αρχίσω να ουρλιάζω, αδειάζοντας όσο γίνεται το ουρλιαχτό από μέσα μου και μαζί να ουρλιάξω ως επιχείρημα. Για να ακουστώ πάνω από τα επιχειρήματα, πάνω από τον βουβό ορυμαγδό των δικτύων, των Διαδικτύων και των δικτυώσεων. Για ν’ ακουστώ πάνω από τους φονιάδες.

Είναι τόσο «λογικό» «σ’ αυτά τα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα» το λιντσάρισμα ενός παντελώς ανυπεράσπιστου ανθρώπου, ενός homo sacer που μπορείς να τον σκοτώσεις σαν να επιτελείς καθήκον, ως «ήρωας» της καθημερινότητας, που θέλω να ουρλιάξω, όπως ουρλιάζουν όλες οι μάνες όλων των ολοκαυτωμάτων. Ή να σιωπήσω ουρλιάζοντας προς τα μέσα, όπως οι γυναίκες που ψάχνουν σιωπηλές μέσα στην απέραντη σιωπή της ερήμου Ατακάμα τα οστά από το αίμα των παιδιών τους. Να ουρλιάξω, γιατί πώς αλλιώς να πεις στο θηρίο ότι και το αίμα από οστά είναι καμωμένο. Από λέξεις οστών που τις τσακίζεις με κλωτσιές. Τη λέξη μέτωπο, τη λέξη ζυγωματικά, τη λέξη ρινικό οστό, τη λέξη άνω και κάτω σιαγόνα, όλα αυτά τα οστά, που φτιάχνουν το αίμα της ζωής μας. Τα τσακίζεις και θέλω να ουρλιάξω γιατί δεν προλαβαίνω αλλιώς. Όταν τσακίζονται τα οστά δεν υπάρχει άλλη γλώσσα από το ουρλιαχτό, που είναι οργή, πόνος, φόβος θανάτου.

Δεν υπάρχει άλλο επιχείρημα όταν το ίδιο το φονικό γίνεται επιχείρημα, αιτιολογείται, εκδοχολογείται, νομολογείται, μπαίνει ακόμα και σε δημοσκοπική διαδικασία, συμπληρώνοντας την αστυνομική ράβδο. Ένα μπαίγνιο δηλαδή. Πράγμα που σημαίνει ότι το φονικό μετατρέπεται σε υλικό πλεκτάνης και η τυχαιότητα σε φασιστική υποδομή της ταξικής κοινωνίας. Άλλωστε, ο φασισμός αρέσκεται στον μεταβολισμό του φόνου. Στην εξαλλαγή και τη μεταφορά του από την περιοχή της φρίκης στην περιοχή μιας ακατάσχετης δικαιικής αυτοτέλειας του ισχυρού. Οπότε το θύμα δεν υφίσταται. Άρα και ο φασισμός. Γι’ αυτό θέλω να ουρλιάξω. Γι’ αυτό τον φασισμό των περιστατικών που μας κατακλύζει και μας κάνει σαν τα μούτρα του.

Γι’ αυτόν τον φασισμό που μας εμποδίζει να δούμε ότι ο Ζακ Κωστόπουλος υπάρχει πια ως μέγας νεκρός. Όχι γι’ αυτό που ήταν εν ζωή, αλλά γιατί θανατώθηκε επειδή ήταν ανυπεράσπιστος. Ο Ζακ Κωστόπουλος σκοτώθηκε όπως σκοτώνουν τα σκυλιά τις αλεπούδες. Ως πλάσμα «αβίωτο προς άγραν του αβρώτου», όπως θα έλεγε και ο Όσκαρ Ουάιλντ. Από πεποίθηση τυφλής μανίας δηλαδή, που εκδικείται την ίδια τη δειλία μπροστά στη ζωή. Τη ζωή που κλάπηκε και πήγε στα χαμένα. Εκεί ακριβώς έγινε μέγας νεκρός: στη στιγμή και στον τρόπο θανάτου. Στον κρίσιμο αναβαθμό που η ζωή και ο θάνατος διαμείβονται ως τελικός υπερσυντέλικος των πάντων. Δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε επιτόπου για πάντα. Ένα στιγμιαίο έγκλημα που έρχεται από παντού και διαρκεί για πάντα. Γι’ αυτό ανήκει στη χωρία των μεγάλων νεκρών. Εκείνων που δεν κλέβουν τίποτα και είναι σαν να «κλέβουν» τα πάντα. Προπαντός εκείνα που δεν ανήκουν σε κανέναν.

Η μετά θάνατον επωνυμία του, ο μετά θάνατον σάλος λόγω αυτής συσκοτίζουν το μέγα έγκλημα: τον θάνατο των ανωνύμων. Τον αφηνιασμένο καλπασμό της άρρητης επιθυμίας για θάνατο των ανυπεράσπιστων (ως μοναδικού πεδίου άσκησης εξουσίας των φοβισμένων) που τριγυρνάει όλο και πιο αγριεμένα ψάχνοντας ευκαιρία να σκοτώσει ατιμώρητα.

Κι εγώ θέλω να ουρλιάξω μ’ ένα ουρλιαχτό πιο βαθύ από την οργή. Και προς τα μέσα, και προς τα έξω. Ακόμα και στον καθρέφτη θέλω να ουρλιάξω, κατάμουτρα στο πρόσωπό μου. Μ’ ένα ουρλιαχτό που πατάει πάνω σε σπασμένα γυαλιά, που έχει σπασμένα γυαλιά στο λαρύγγι. Για ν’ απαντήσω σ’ εκείνους που έχουν ψυχή από σπασμένα γυαλιά, σ’ εκείνους που πεινούν για το επόμενο φονικό που θα ταΐσει το σπασμένο μυαλό τους. Θέλω να ουρλιάξω για να πω ότι φοβάμαι τους φοβισμένους που δεν θέλουν να χάσουν τον φόβο τους. Τη μόνη τους περιουσία.


Κώστας Καναβούρης

Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Τα ηλιοτρόπια των Εβραίων


 
Κάθε φορά που τρίζει η σκάλα μας,
«λες να ’ναι αυτοί επιτέλους;» σκέφτομαι,
κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες
κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια.

Όμως αύριο ώσπου να ξεχαστώ,
την αίθουσα αναμονής το τρένο
απ’ την Κρακοβία θα περιμένω

Κι αργά τη νύχτα, όταν ίσως κατεβούν
ωχροί, σφίγγοντας τα δόντια’
«αργήσατε τόσο να μου γράψετε»
θα κάνω δήθεν αδιάφορα.

Γιώργος Ιωάννου

Λουλούδια κίτρινα


στη Μάγδα

Περιστέρια εξόριστα
βάψαν κόκκινη τη στέγη
του σπιτιού
Εξόντωση του Κύκλωπα μέσα
που χρόνια λίμαζε στο σπίτι

Στα παρτέρια έξω μπροστά στην
πόρτα
φύτρωναν κίτρινα λουλούδια.


Μίλτος Σαχτούρη

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Όταν η αναπνοή


Όταν η αναπνοή
φτάσει στην καλύβα της νύχτας
και βγει έξω
να ψάξει την αέρινή της ουράνια κατοικία

και το σώμα
ματωμένος αμπελώνας
γεμίσει τʼ αγγεία της σιωπής,
τα μάτια περάσουν
μες στο φως που βλέπει

όταν καθένας μες στο μυστικό του
χαθεί
και καθετί γίνει διπλή φορά-
κι η Γέννηση, τραγουδώντας, ανέβει
όλες τις κλίμακες του Ιακώβ στʼ όργανο του Θανάτου

τότε
μια όμορφη αστραπή ανάβει
το Χρόνο-

Nelly Sachs

Δεν περιμένει τον αγαπημένο


Σήμερα άπλυτα ποτήρια
κι ατσαλάκωτα σεντόνια
σήμερα βουβά τα γέλια
χορτασμένα και τα χείλια.

Χοντροπάπουτσα στα πόδια
στην καρέκλα: ένα βιβλίο.
Μάλλινο το παντελόνι.
Δε θα ‘ρθει ο αγαπημένος.

Berthold Brecht