Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019

Μπαλάντα του Μπλουά


Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος
Κοντά στη ‘στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Στ’ «αβέβαιος» πάντα βρίσκω τ’ «ορισμένος»
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
 Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να ‘βγω
Όταν χαράζει, λέω, -«Καλή νυχτιά!»
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Έγνοιες δεν έχω κι είμ’ ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ’ όσους μ’ επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν’ της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ’ αγαπά
 Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
 Πρίγκιπα μου μακρόθυμε,
καμμιά γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.

Charles Baudelaire 

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Η Κυρά μου η τρέλα...


(Τα Νέα Ελληνικά 1 [Ιανουάριος 1952])

Πώς ήταν έτσι, πώς μου εφάνη ως είχεν έμβει
κειο το βαπόρι μες στο λιμάνι με όκια τεφρά,
όπως το τύλιξε στ' αχνά μετάξια της σιγά η ρέμβη
ως το ρυμούλκησε μειλίχιο η νύστα μου εκεί αλαφρά.

Ήρθε και στάθηκε μπερδικλωμένο σ' αχνή τολύπη
κ' ήταν σαν κάτι, κάτι ανείπωτο νάχε να πει,
κι ύστερα, παίρνοντας, σκυφτή επιβάτισσά του τη λύπη
ως ήρθε θάφευγε, με κυβερνήτη του τη σιωπή.

Κι η νύχτα έφτασε. Αχ, το βαπόρι μες στην ασβόλη,
τι τρέλα θάκανε ανεπανόρθωτη και μαγική;
Μη θα κεραύνωνε με μια του λέξη την έρμη πόλη
μη θα ξεμπάρκαρε τη φρίκη αμίλητη οτο μώλο εκεί;

Ή μη—βαρκάκια του—μ' άσπρες κορδέλες σταυροδεμένα
φέρετρα θάστελνε όξω—σαν κύματα και σαν αφροί—
όπου θα κείτονταν της γης τα νήπια μαχαιρωμένα
ή όπου όλοι όσοι αγαπήθηκαν, θάσαν vεκροί;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Τίποτα, τίποτα... Μα πώς έτσ' ήταν, πώς μου εφάνη
αυτό το πλοίο; Στάθηκε αμίλητο μ' όψη φριχτή,
κι έφυγε, ως τόφερε η Κυρά μου η τρέλα μες στο λιμάνι,
αυτή που παίρνοντας με από το χέρι με περπατεί...

Γιάννης Σκαρίμπας

Μαθήματα ζωής χωρίς εσένα


μαθήματα ζωής
χωρίς εσένα

σε άδεια ερημικά πλάνα
στα ίδια παγωμένα νερά

έγινα πέτρα και φως
προσπαθώντας να ακουμπήσω
για λίγο
τη μακρινή απουσία σου

ακόμη λείπεις

Σταύρος Σταυρόπουλος

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

ΙΙΙ.


Κάποτε θα ‘φτασα ψηλα στην ομορφιά·
ακόμη βλέπω το κενό να κατεβάζει
πυρακτωμένο φως, κι ο ύπνος αποστάζει
πυρήνες κόσμου γαληνεύοντας βαθιά.
Μα τόσος κόπος, τόσος θάνατος, παρείλκε:
έτσι κι αλλιώς ο τόπος θα ‘πιανε τραγούδι,
μόλις αμίλητος στα χείλη σαν το χνούδι,
κι αρκούσε λίγος Σολωμός ή λίγος Ρίλκε.

Ό,τι ευτύχησα να πάθω περιττεύει,
ό,τι καρπώθηκα νωρίς με καταργεί·
ένα απόγευμα ζωής να με μαγεύει,

μια καλοσύνη της ακάλεστης κι αργή,
και το τραγούδι ανεπίδοτο θ’ ανέβει
μέσα σε νάρκη φθινοπώρου και σιγή.

Διονύσης Καψάλης 

Πιάνο με ουρά



Στον Αντρέα Μπρετόν


Σαν πιάνο με ουρά αλόγου με κόκκυγα σπονδυλικής στήλης
με αλογοουρά κομητών αστέρων
Πάνω στο μακάβριο στερέωμα
Βαρύ πια από τις θρομβώσεις του αίματος
Στροβιλίζοντας σύννεφα ουράνια τόξα φάλαγγες πλανητών
και πετεινών τ’ ουρανού βλέμματα
Το ανέσπερο ανεξίτηλο πυρ προχωράει
Τα κυπαρίσσια καίνε τους τίγρεις τούς πλανήτες και τα κτήνη
τα ευγενή πυρακτούνται
Η μέριμνα της ροδαυγής εγκαταλείφθηκε ήδη δια παντός
Και η νύχτα ανθοβολεί στης ρημαγμένης γης το χώμα
Η περιοχή των θησαυρών φυλάττει εσαεί τ’ όνομά σου

Cesar Moro

Άτιτλο


Τι θα ‘κανα δίχως αυτό τον κόσμο δίχως πρόσωπο και δίχως απορίες
Όπου το Είναι διαρκεί μόνο για μια στιγμή κι όπου η κάθε μια στιγμή
Χύνει στη λήθη στο κενό το γεγονός ότι υπήρξα
Δίχως αυτό το κύμα όπου στο τέλος
Σώμα και σκιά μαζί καταποντίζονται
Τι θά’κανα δίχως εκείνη τη σιωπή που ψιθυρίζοντας βγαίνει από τα έγκατα
Ασθμαίνοντας και οργισμένη ζητά αγάπη και βοήθεια
Δίχως τον ουρανό εκείνο που υψώνεται
Πάνω από τη σκόνη των ίδιων του των ναυαγίων
τι θά’κανα θα έκανα ό,τι και χθες ό,τι και σήμερα
κοιτώντας από τον φεγγίτη μου μήπως δεν είμαι μόνος
να περιπλανιέμαι νʼ αποστρέφομαι ετούτη τη ζωή
μέσα σε ένα σύμπαν που σπαράζει
μέσα σε όλες τις φωνές δίχως φωνή δική μου
φωνές που εγκλωβίστηκαν μαζί μου.


Samuel Beckett 

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Το καλοκαίρι δεν θα ’ρχεται για πάντα


Το καλοκαίρι δεν θα ’ρχεται για πάντα
υπάρχουν όρια στις επιστροφές του
όπως κι ο ποταμός που χύνεται μέσα απ’ τα μάτια σου
καταπίνοντας ωκεανούς, υπονομεύοντας θύελλες
κάποτε θα σωπάσει

Το καλοκαίρι δεν θα ’ρχεται για πάντα
ούτε ο πόνος με το κλάμα της ζωής
ούτε το άζωτο στις ρίζες των δένδρων…

Όσο υπάρχουν ακόμα σταγόνες στα πρωινά φύλλα
καλό είναι να συλλέγονται


Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Αναπήρων Πολέμου


Αλίμονο σ’ εμάς με τη σκανδάλη στα μάτια
Γιάννης Βαρβέρης

Έχω πρηστεί απ’ τα ποιήματα
Φύονται εκεί που δεν τα σπέρνει κανείς
Με τη διαδικασία του επείγοντος
One burbon one scotch one beer
Σελιδοδείκτης
Στη ραγδαία επιδείνωση
Της απουσίας σου

Θα χρειαστώ αντιφλεγμονώδη
Εκτός και αν
Οι εξετάσεις αίματος
Δείξουν πάλι εσένα

Σταύρος Σταυρόπουλος

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2019

Η αγαπημένη του εποχή


Το καλοκαίρι είναι η αγαπημένη του εποχή -
όχι τόσο για τα φρούτα του,
όσο γι' αυτούς
τους μακρινούς περίπατους μέσα στο βράδυ,
εκεί στις φτωχογειτονιές.

με τις καταβρεγμένες τους αυλές,
τα τηγανίσματα.

Χρίστος Λάσκαρης